ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΜΠΟΥΓΑΣ (Ioannis Bougas) - Ιστορία 1940-1949
"Με το Όπλο Παρα Πόδα"!
Μπελογιάννης και Δανιηλίδης υπεύθυνοι Σχολής κατασκόπων στην Αλβανία μετά την ήττα των κομμουνιστών στον Γράμμο!
Στή συνέχεια ήρθε και ο ίδιος ο Μπελογιάννης στην Ελλάδα κατάσκοπος.
Η δίκη μερικών εξ αυτών στη Θεσσαλονίκη
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ (Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ)
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά τη συντριβή του ΔΣΕ στον Γράμμο, τον Αύγουστο 1949, στην Αλβανία κατέφυγαν αλληλοδιαδόχως περί τους 7.500 Έλληνες πρόσφυγες διαφόρων κατηγοριών –καταδεικνύονται τρεις βασικές προσφυγικές κατηγορίες: μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ), κτηνοτρόφοι, στρατιώτες και στρατιωτικοί του Εθνικού Στρατού (ΕΣ) αιχμάλωτοι από τον ΔΣΕ και οδηγούμενοι βιαίως στην Αλβανία και έγκλειστοι στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας–, ενώ υπήρχαν επιπλέον 8.050 πρόσφυγες,
οι οποίοι είχαν καταφύγει πρώιμα στην Αλβανία, μετά τις αιματηρές συγκρούσεις του Αυγούστου 1948 και της άνοιξης 1949. Η πλειοψηφία αυτών, μετά τον Σεπτέμβριο 1949-Γενάρη 1950, μετεγκαταστάθηκαν διάσπαρτοι και κακήν κακώς στις χώρες του ανατολικού στερεώματος δεδομένης της πεισματικής άρνησης της Αλβανίας να τους φιλοξενήσει, ελέω του κινδύνου της εδαφικής ακεραιότητάς της, καθώς η Ελλάδα μπορούσε να κάνει χρήση του καταστατικού άρθρου 51 του ΟΗΕ περί αυτοάμυνας. Από τους εναπομείναντες πρόσφυγες ένας υπολογίσιμος αριθμός μαχητών του ΔΣΕ στρατολογήθηκαν με διάφορους τρόπους (εθελοντική στρατολόγηση, διά εκβιαστικού υλικού, μισθοφορική στρατολόγηση κ.ο.κ) από την αλβανική ασφάλεια, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα εκπαίδευσης (Μπουρέλ και κοιλάδα του Ίσμι στην Κεντρική Αλβανία) υπό τις εντολές του Βασίλη Μπαρτζιώτα, στους οποίους στη συνέχεια ανατέθηκαν διάφορες μυστικές αποστολές στην Ελλάδα.
Τς μικρές ομάδες καταδρομέων εκπαίδευαν από κοινού με αλβανούς ασφαλίτες και σοβιετικούς αξιωματικούς στρατού οι Πολύδωρος Δανιηλίδης (εκπαιδευτής) και Νίκος Μπελογιάννης (πολιτικός επίτροπος). Ο βασικός ειδικός λόχος που είχε συγκροτηθεί στην Αλβανία το 1949 (Μπουρέλ), είχε πρωταρχικό στόχο την οργάνωση ευέλικτων ομάδων δολιοφθορέων (ανατίναξη υδραγωγείων, μύλων, στρατιωτικών βάσεων κ.λπ.) και μυστική δράση στην Ελλάδα. Συνεπώς, από το 1950, καταγραφόταν ασταμάτητη ροή πρακτόρων από την Αλβανία προς την Ελλάδα, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις του στρατού ‒κάτι που ενδιέφερε τόσο τον ΔΣΕ όσο και τις αλβανικές αρχές‒ και τη διενέργεια δολιοφθορών σε ευαίσθητες περιοχές της μεθορίου, στην Ήπειρο και τη Μακεδονία λόγω της ευαίσθητης πληθυσμιακής σύστασης και στην Κέρκυρα λόγω της στρατηγικής της θέσης.
Όμως, ύστερα από ακριβή πληροφόρηση από διάφορες πηγές, οι ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας αντιμετώπιζαν επιτυχώς και σχεδόν εύκολα τους αποσταλμένους πράκτορες από την Αλβανία, κυρίως μαχητές του ΔΣΕ, αλλά και τις μεικτές ομάδες αλβανών και ελλήνων προσφύγων διαφόρων κατηγοριών. Αυτά τα στίφη πρακτόρων (ή «πρακτόρων») πιάνονταν στην τσιμπίδα των διωκτικών αρχών και οδηγούνταν στη δικαιοσύνη.
Έως το 1961 είχαν εξαρθρωθεί και παραπεμφθεί στα ελληνικά στρατοδικεία 244 κατάσκοποι εισελθόντες από χώρες του παραπετάσματος (κυρίως από Αλβανία και Βουλγαρία) εκπαιδευμένοι σε 32 σχολές κατασκοπείας των ανατολικών χωρών, όπου είχαν εκπαιδευτεί περί τους 900-1000 πράκτορες οι οποίοι συμμετείχαν στην εκτέλεση διαφόρων κατασκοπευτικών έργων υπό το μανδύα της αναδιοργάνωσης και ενίσχυσης του διαλυθέντος κομματικού μηχανισμού. Η πλειοψηφία των συλληφθέντων ομολογούσαν άνευ δισταγμού ότι σε ουδεμία κομματική ενέργεια θα προέβαιναν μα αποστολή τους ήταν η εκτέλεση της μυστικής δράσης για την οποία αμείβονταν χρηματικώς.
Σύμφωνα με τον ταγματάρχη Κ. Δορκά, διοικητή της Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ο οποίος κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας στην προκείμενη δίκη, στις υπηρεσίες ασφαλείας και στρατού στις χώρες του παραπετάσματος υπηρετούσαν 442 Έλληνες κομμουνιστές.
Η κατασκοπευτική ομάδα του Αργύρη Αργυρίου
Την πρωινή της 26ης Ιουλίου 1960 (65 χρόνια πριν), περιπλανώμενος στην ελληνοαλβανική μεθόριο, απολέσας τον προσανατολισμό και κατόπιν παρακολούθησης από πληροφορίες που είχαν περιέλθει στην ΚΥΠ, ενέπεσε σε ενέδρα και συνελήφθη αιφνιδιαστικά από τα τμήματα μεθοριακής προκάλυψης και αποσπάσματα ΤΕΑ Καστοριάς-Φλωρίνης έξωθι του Μακροχωρίου Καστοριάς ο Ιορδάνης Νικολάου, ο οποίος επιχειρούσε να διαφύγει στην Αλβανία αφού είχε εκτελέσει επιτυχώς τη μυστική αποστολή, (ως συνοδός του Αργύρη Αργυρίου να περάσει τα σύνορα και στη συνέχεια να τον οδηγήσει στην ελληνική ενδοχώρα) διαρρεύσας από την Αλβανία μία μέρα πριν εκ της Ιεροπηγής Καστοριάς.
Ο Νικολάου δεν πρόβαλε αντίσταση και προέβη αυτοβούλως και αβιάστως σε πλήρεις αποκαλύψεις, παραδεχόμενος ότι ήταν όργανο της αλβανικής ασφάλειας, ότι είχε εισέλθει λάθρα τρεις φορές στην Ελλάδα και ότι κατά την τελευταία είσοδό του (την προκείμενη), ενεργούσε ως συνοδός του Αργύρη Αργυρίου (ή Αργυριάδη), ο οποίος, βάσει των πληροφοριών, συνελήφθη επ’ αυτοφώρω στη Θεσσαλονίκη τρεις μέρες μετά, την 29η Ιουλίου 1960, κατά τη συνάντησή του με τον συνεργάτη του Δημήτρη Γκαγκαράκη στην οδό Ίωνος Δραγούμη στη στάση των λεωφορείων Καβάλας όπου είχαν ορίσει σημείο συνάντησης και ανταλλαγής κατασκοπευτικού υλικού. Σκοπός, γενικά, της αποστολής του ήταν η συλλογή στρατιωτικού και πολιτικο-οικονομικού υλικού της περιοχής του Γ’ Σώματος Στρατού, πληροφοριών για τη στρατιωτική κατάσταση της περιοχής της Θεσσαλονίκης, των στρατιωτικών βάσεων της Μακεδονίας, του λιμένος της Θεσσαλονίκης, των σωμάτων ασφαλείας και για την πολιτική κατάσταση της Μακεδονίας ευρύτερα και, ειδικά, η εξύφανση μόνιμου δικτύου κατασκοπείας στη Θεσσαλονίκη, με την ενοικίαση κατοικίας, η οποία θα λειτουργούσε ως γιάφκα.
Ο πράκτορας ήταν εφοδιασμένος με πλαστές ταυτότητες υπό το όνομα Γεώργιος Στάνκος, περίστροφα, χρυσές λίρες, χαρτονομίσματα και τρόφιμα ρωσικής προέλευσης. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του, λάμβανε σημαντικό χρηματικό ποσό ως ανταμοιβή για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Βάσει των πληροφοριών του, μερικές μέρες βραδύτερα, συνελήφθη και ο Αργύρης Αργυρίου. Οι δύο συλληφθέντες είχαν αναλάβει διάφορες αποστολές στην Ελλάδα από τις αρχές του 1958, ερχόμενοι σε επαφή με άτομα κινούμενα κατασκοπευτικώς εις βάρος της Ελλάδος, παρακολουθούμενα δε από έτους από την ελληνική ασφάλεια. Τέλος, είχαν καταφέρει να εγκαταστήσουν μόνιμο δίκτυο κατασκοπείας στη Βόρεια Ελλάδα. Ο Νικολάου έδρασε στη Δυτική Μακεδονία και ο Αργυριάδης στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Διέθεταν πλούσιο κατασκοπευτικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένης και μελάνης αφανούς γραφής.
Οι ομολογίες των κατηγορουμένων
Ο Αργυρίου, απολογούμενος στη διαδικασία της ανάκρισης, δήλωσε ότι υπηρέτησε στον ΕΛΑΣ κατά την κατοχή, και το 1947 χωρίς να είναι κομμουνιστής βρέθηκε μεταξύ συμμοριτών, παραδόθηκε στον Εθνικό Στρατό και στη συνέχεια νυμφεύθηκε στο Άσπρο Κιλικίς και απέκτησε δύο τέκνα.
Δήλωνε δε ότι περί τα τέλη Ιουνίου 1957 είχε μυηθεί και στρατολογηθεί από τον Βορειοηπειρώτη αξιωματικό ασφαλείας και βασικό στρατολόγο της Λ. Π., ο οποίος διαχειριζόταν αποκλειστικά τον απόρρητο πληροφοριακό ταμιευτήρα των ελλήνων προσφύγων για ανάγκες της αλβανικής κατασκοπείας και αντικατασκοπείας. Ο Αργυρίου δήλωνε ότι τις ενέργειες συντονισμού της αποστολής είχε αναλάβει ο συναγωνιστής Χρήστος Σπυρόπουλος, καταγόμενος από τα Κομνηνά Πτολεμαΐδας με τον οποίο από κοινού είχαν διαρρεύσει, ανεπιτυχώς όμως, στην Ελλάδα για πρώτη φορά τον Ιούνιο 1957, συνοδευόμενοι έως την ελληνοαλβανική μεθόριο από αλβανό λοχαγό στρατού. Η δεύτερη απόπειρα διέλευσης των συνόρων την 25η Αυγούστου 1958, υπήρξε επίσης ανεπιτυχής παρότι είχε εφοδιαστεί με πλαστή ταυτότητα ως Γεώργιος Παπαδόπουλος, αφού είχε υποστεί κατάλληλη ψυχολογική και ηθική προπαρασκευή στο Σουκθ (Κεντρική Αλβανία) από κοινού με τον Δημήτρη Νικολάου.
Την 8η Σεπτεμβρίου 1958 εισήλθε ξανά στην Ελλάδα με οδηγό και πάλι τον Δημήτρη Νικολάου ο οποίος τον μετέφερε έως το χωριό Υδρούσα Φλωρίνης. Η αποστολή του να συνδεθεί με τον Δημήτρη Γκαγκαράκη στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο είχε υποδείξει ο ίδιος ο Βορειοηπειρώτης ασφαλίτης, ύστερα από προτροπή της ηγεσίας των ελλήνων κομμουνιστών στο Φίερ, υπήρξε ανεπιτυχής. Την 13η Οκτωβρίου 1958, όμως, ο Αργυρίου συναντάται τελικά με τον Γκαγκαράκη και τον στρατολογεί στην Οδό Σοφοκλέους, ωστόσο ο Γκαγκαράκης τελούσε υπό παρακολούθηση από τις αρχές ασφαλείας Θεσσαλονίκης. Ο Αργυρίου επέστρεψε στις 22 Οκτωβρίου στα Τίρανα. Την πέμπτη φορά (29 Ιουλίου 1960) συνελήφθη.
Ο Ιορδάνης Νικολάου ομολόγησε ότι είχε εκχωρηθεί στην αλβανική ασφάλεια από τον Ηλία Κούρτη, γραμματέα της κομματικής οργάνωσης βάσης (ΚΟΒ) στο Φίερ Αλβανίας και είχε εκπαιδευτεί στην κοιλάδα του Ίσμι διαμένοντας σε κεντρικό ξενοδοχείο του Ελμπασάν στις αρχές Ιουνίου 1958. Η πρώτη είσοδος στην Ελλάδα, στα τέλη Ιουνίου 1958, ήταν ανεπιτυχής, αναγκαζόμενος να επιστρέψει στην Κορυτσά. Εν τω μεταξύ, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Ελμπασάν όπου και συνέχισε την εκπαίδευση από αλβανούς αξιωματικούς ασφαλείας και την 7η Αυγούστου 1959 προωθήθη από κοινού με τον έτερο κατάσκοπο Σάββα Σαββίδη εκ Πιπεριάς Έδεσσας στην Ελλάδα. Αλλά και αυτή η προσπάθεια απέτυχε. Η τρίτη προσπάθεια ήταν αυτή της 25ης Ιούλιου, κατά την οποία ενέπεσε στην ενέδρα της ασφάλειας και συνελήφθη.
Η δίκη και οι επιβαλλόμενες θανατικές ποινές
Το προανακριτικό και ανακριτικό υλικό και η σχηματισθείσα δικογραφία διαβιβάστηκαν την 10η Αυγούστου 1960 στη διεύθυνση δικαστικού του Γ’ Σώματος Στρατού λόγω αρμοδιότητας ως ασκούν την ποινική δίωξη επί στρατιωτικών αδικημάτων στην περιοχή του.
Την 26η Απριλίου του 1961, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου της Θεσσαλονίκης, υπό την αντισυνταγματάρχη Λαγάνη και τον βασιλικό επίτροπο Χατζητζανή, άρχισε η δίκη των συλληφθέντων πρακτόρων απεσταλμένων με αναθέσεις από την αλβανική ασφάλεια, και των συνδέσμων και συνεργατών τους στην Ελλάδα ως εξής: Αργύρη Αργυριάδη (ή Αργυρίου), του Πέτρου, 36 ετών εκ Κίτρους (ή εξ Άσπρου Κιλκίς), Ιορδάνη Νικολάου του Ναούμ, 35 ετών εξ Αητού Φλωρίνης, και κατοίκου Ελμπασάν Αλβανίας κατά τη δήλωσή του, ο οποίος είχε υπηρετήσει στα τάγματα του Γκότσεφ, Νικόλαου Δοξιάδη, του Γεωργίου, 30 ετών, ετεροθαλή αδελφού (εκ μητρός) των αδελφών Αργυρίου, μέλους της ΕΔΑ, εκ Κίτρους Πιερίας, Δημήτρη Αργυριάδη (ή Αργυρίου) αδελφού του Αργύρη, ετών 30, εκ Κίτρους Πιερίας (ή εξ Άσπρου Κιλκίς), Γεωργίου Δοξιάδη, ετών 70, Κυριακής Δοξιάδου, ετών 66 (γονείς του Νικολάου), κατοίκων Κίτρους Πιερίας, Δημήτρη (ή Δήμου) Γκαγκαράκη, του Δημητρίου, ετών 37, κατοίκου Θεσσαλονίκης, στελέχους της νεολαίας ΕΔΑ, άπαντες οι τελευταίοι ήτο σύνδεσμοι και συνεργάτες των αλβανών πρακτόρων στην Ελλάδα. Επίσης, δικάστηκαν ερήμην οι Σάββας Σαββίδης και Χρήστος Σπυρόπουλος, με την ίδια κατηγορία, οι οποίοι, όμως, παρέμεναν στην Αλβανία στα στρατόπεδα των ελλήνων προσφύγων.
Οι κατηγορούμενοι ομολόγησαν ότι η αλβανική υπηρεσία πληροφοριών εκπαίδευε ως πράκτορες κυρίως τους καταφεύγοντες μαχητές του ΔΣΕ. Όλοι οι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν επί παραβάσει του Άρθρου 375 για διενέργεια κατασκοπείας. Ο ταγματάρχης Κ. Γεωργόπουλος, υποδιοικητής Αλλοδαπών της Θεσσαλονίκης, εξεταζόμενος ως μάρτυρας, δήλωσε ότι η υπηρεσία του κατείχε πληθώρα στοιχείων ενοχής των κατηγορούμενων και γνώριζε για την εκπαίδευσή τους ως κατάσκοποι μα και για όλους τους καταφεύγοντες συμμορίτες στην Αλβανία.
Μετά τετραημέρου διαδικασίας, την 29η Απριλίου 1961, το Διαρκές Στρατοδικείο εξέδωσε την απόφαση σύμφωνα με την οποία επιβλήθηκε η ποινή θανάτου δεκάκις στον Αργυρίου και δις στον Γκαγκαράκη, ενώ στον Νικολάου 13ετής ποινή φυλάκισης, λόγω της επιδειχθείσης μεταμέλειας και συνεργασίας με τις διωκτικές αρχές. Ο Νικολάου παρείχε πολύτιμες πληροφορίες για την εξάρθρωση της κατασκοπευτικής σπείρας και δήλωσε ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε να βλάψει την πατρίδα του. Στην αγόρευσή του ο Βασιλικός Επίτροπος είχε προτείνει για τον Γκαγκαράκη την ποινή των ισοβίων δις αλλά η πρότασή του απερρίφθη από την έδρα.
Ο δε Αργυρίου, ενώ είχε προβεί αδίσταχτα σε αποκαλύψεις, βραδύτερα και με απλή δήλωση στις φυλακές ανέτρεψε τις αρχικές καταθέσεις, αρνούμενος την ενοχή, πιστεύων στη βοήθεια του κομματικού μηχανισμού της νομαρχιακής οργάνωσης ΕΔΑ της Θεσσαλονίκης. Στην απολογία του, στη συνεδρία της 27ης Απριλίου, ο Αργυρίου (ο οποίος εμφανίσθη προκλητικός) αναίρεσε τις προηγούμενες καταθέσεις ενώπιον του εισηγητή του Στρατοδικείου και της προανάκρισης, χαρακτηρίζοντάς τες ως προϊόν ψυχολογικής βίας, βασανισμών και ξυλοδαρμού. Ο Αργυρίου δήλωσε, επίσης, ότι και η περιβόητη συνέντευξη της 9ης Αυγούστου 1960 ενώπιον των αντιπροσώπων του τύπου ήταν προσχεδιασμένη και στους συνεντευξιαζόμενους ασκήθηκε ψυχολογική βία, κάτι που διέψευσε ο δημοσιογράφος Νικ. Στάγκος, κληθείς ως μάρτυρας, ο οποίος δήλωσε ότι όσα είχαν δηλώσει οι φερόμενοι ως κατάσκοποι ήταν προϊόν αβίαστης ομολογίας ενώπιον των αντιπροσώπων του τύπου (των εφημερίδων της Αθήνας, Θεσσαλονίκης και των ξένων πρακτορείων τύπου).
Οι αναφορές των αλβανικών αρχειακών συλλογών
Σύμφωνα με τις αλβανικές αρχές, ο Αργυρίου είχε διαρρεύσει στη Γιουγκοσλαβία μετά τις αιματηρές μάχες στην περιοχή της Φλώρινας το 1949 και, αφού είχε περιπλανηθεί αναποκατάστατος εκεί, στις 19 Απριλίου 1950 διαπέρασε τα αλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα και εισήλθε στην Αλβανία. Οι αλβανικές αρχές ασφαλείας τον χαρακτήριζαν ως άτομο χαμηλού ήθους, ο οποίος σφετεριζόταν τα δέματα των συντρόφων του προερχόμενά από άλλες χώρες του παραπετάσματος, με γενικότερη κακή διαγωγή και χρηστά ήθη. Πιθανώς αυτή η συμπεριφορά (κλοπές και ανηθικότητα) χρησιμοποιήθηκε ως εκβιαστικό υλικό για την στρατολόγησή του.
Ο Ιορδάνης Νικολάου είχε συλληφθεί από τα τακτικά τμήματα του ΔΣΕ ως ύποπτος, διότι άλλαζε στρατόπεδα, μια με τον ΕΣ, μια με τον ΔΣΕ. Ως συλληφθέντας οδηγήθηκε στην Αλβανία τον Αύγουστο 1949 και, ως τον Οκτώβριο 1951, παρέμεινε στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας των αποκαλούμενων μοναρχοφασιστών. Η συμπεριφορά του κρινόταν αδιάφορη. Τον Οκτώβριο 1955 ζήτησε να μετεγκατασταθεί στη Ρουμανία, αλλά η αίτησή του απερρίφθη.
Ο Σάββας Σαββίδης δήλωνε ενώπιον των αλβανικών αρχών ότι υπήρξε εξόριστος στη Μακρόνησο από όπου απολύθηκε, αφού είχε προβεί σε δήλωση μετανοίας. Στη συνέχεια, ενώ υπηρετούσε στον ΕΣ, αυτομόλησε και διήλθε των συνόρων στην Αλβανία, παραδοθείς στα αλβανικά τμήματα προκάλυψης στις 17 Ιουνίου 1948. Εστάλη στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης έως το 1950. Το 1954 ενεγράφη σε σχολή χειριστών τρακτέρ στην Καβάγια, στο πλαίσιο της προσπάθειας επαγγελματικής αποκατάστασης των εναπομείναντων μαχητών του ΔΣΕ στην Αλβανία, και έως το Γενάρη του 1957 ασκούσε κανονικά το επάγγελμα του τρακτερίστα στο Φίερ. Τον Οκτώβριο 1955 ζήτησε να μετεγκατασταθεί στη Ρουμανία, αλλά η αίτησή του απερρίφθη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σπύρου Χριστόπουλου, από τα Κομνηνά Πτολεμαΐδας. Ο Χριστόπουλος αυτομόλησε από τον ΕΣ το 1949 και παραδόθηκε στις μεθοριακές δυνάμεις προκάλυψης της Αλβανίας. Χαρακτηριζόταν από τις αλβανικές αρχές ως προβληματικός, ανήθικος, διχαστικός, εμπλεκόμενος και κατηγορούμενος σε υποθέσεις αγοραίου έρωτα, αν και αναδείχθηκε σε Β’ Πρόεδρο του Συμβουλίου Ελλήνων Προσφύγων της Αλβανίας το 1954. Την ίδια χρονιά ενεγράφη σε σχολή χειριστών τρακτέρ στην Καβάγια, στο πλαίσιο της προσπάθειας επαγγελματικής αποκατάστασης των εναπομείναντων μαχητών του ΔΣΕ στην Αλβανία. Τον Οκτώβριο 1955 ζήτησε να μετεγκατασταθεί στη Ρουμανία, αλλά η αίτησή του απερρίφθη. Ενεπλάκη σε τροχαίο ενώ οδηγούσε αμάξι, με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο γυναικών και καταδικάσθηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης. Κατά την έκτιση της ποινής (1949-1951) και λόγω των τρωτών σημείων του χαρακτήρα του, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως εκβιαστικό υλικό, κατατάχθηκε στην υπηρεσία των αλβανικών αρχών.
Επίλογος
Η νομαρχιακή επιτροπή της ΕΔΑ Θεσσαλονίκης σε ανακοίνωσή της χαρακτήριζε «παραμύθι κατασκοπείας» τις ανακοινώσεις των αστυνομικών αρχών περί ανακαλύψεως και εξαρθρώσεως δικτύου κατασκοπείας, οι οποίες καταδεικνύουν παντελή έλλειψη σοβαρότητας και ψυχραιμίας στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η ανακοίνωση, όμως, προκαλούσε βάναυσα το δημόσιο αίσθημα χαρακτηριζόμενη ως «ένοχη σπουδή» που απεμπολεί το δημόσιο συμφέρον από τις δημόσιες αρχές.
Γενικά, όμως, και εν αντιθέσει με τις δηλώσεις της αριστεράς, το 1962 ο ελληνικός τύπος απηχούσε αρνητικά και κατηγορούσε το ΚΚΕ (το οποίο δικαιολογούσε τις αποστολές με τη φενάκη της αναδιοργάνωσης του κομματικού μηχανισμού) για την αποστολή της ανατρεπτικής ομάδας του Αργυρίου, αλλά και του Βασίλη Κατσουλίδη, ο οποίος, τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1959, είχε φονευθεί σε ενέδρα ανδρών της χωροφυλακής και των ΤΕΑ, εισερχόμενος στην Ελλάδα από την Αλβανία.
Δίκτυο πρακτόρων δρούσε και στην περιοχή των Σερρών. Δύο αντάρτες του ΔΣΕ, επιστρέφοντας από τις σοσιαλιστικές χώρες, είχαν μυήσει και άλλους συναγωνιστές στη συλλογή στρατιωτικών πληροφοριών, στα τέλη του 1959.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου