Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

 ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΜΠΟΥΓΑΣ (Ioannis Bougas) - Ιστορία 1940-1949

Ο Βασίλης Δωρής διέφυγε από τους σφαγείς στον Φενεό και τον αντικατέστησαν με τον μικρότερο αδελφό του!

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΩΡΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΟΔΗΓΟΥΝΤΑΝ ΣΤΗ ΣΦΑΓΗ ΣΤΗΝ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ, ΑΛΛΑ ΞΕΦΥΓΕ ΤΩΝ ΣΦΑΓΕΩΝ ΛΙΓΑ ΜΕΤΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΥΠΑΣ!
Στη θέση του Βασίλη, η ΟΠΛΑ πήρε απο το χωριό του και έσφαξε τον τρίτο, μικρότερο αδελφό τους, τον Νίκο!

Είπε μετά ο Βασίλης: «Ὁ Θύμιος καί ὁ Σαμαρτζῆς (σ.σ. 2 γνωστοί σφαγείς της ΟΠΛΑ) ἦταν ἀκουμπισμένοι σέ ἕναν ἔλατο, μέ τά μανίκια ἀνασκουμπωμένα καί κάπνιζαν! Τί ἀποκτήνωση Θεέ μου! Κατά γῆς δέ ἦταν δυό ἀνθρώπινα κεφάλια νωπά καί πιό πέρα ἄλλα δυό. Ὅλο δέ τό ἔδαφος ἐμπρός τους κατακόκκινο ἀπό τά αἵματα. Σώ-ματα δέν εἶδα, γιατί ὅπως κατάλαβα τά σώματα τά ἔριχναν ἀμέσως στήν Τρῦπα, τά δέ κεφάλια ὅταν μαζεύονταν πολλά... ἀμέσως, μέ μιά ὑπεράνθρωπη δύναμη, χωρίς καλά-καλά νά καταλάβω τί ἔκανα, ἔδωσα μιά δυνατή γροθιά στό πρόσωπο τοῦ συνοδοῦ μου καί ἔτρεξα τόν κατήφορο. Οἱ δήμιοι μέ ἀποχαιρέτησαν μέ μερικές πιστολιές, δυό ριπές αὐτομάτου ὅπλου καί μέ τή φράση, «ἄστε τον, δέν πειράζει, ἕνας λιγότερος». Τό τί ἔπαθε ὁ ἀδελφός μου μετά ἀπ᾽ αὐτό, μόνον ἕνας Θεός ξέρει..».
Η περιπέτεια της οικογένειας Δωρή (Απόσπασμα από το έργο μου «ΑΘΩΩΝ ΑΙΜΑ, «Ελεύθερος Μωριάς 1943-44»», Τόμος Β΄.
«.....Ἡ κορύφωση τῆς περιπέτειας τοῦ Βασίλη Δωρῆ ἦρθε τόν Ἰούλιο τοῦ 1944. Στίς 7 τοῦ μηνός, δυό ἀντάρτες παρουσιάστηκαν στό χωριό του Δούκα καί πῆραν τόν ἀδελφό του, τόν Σωτήρη Δωρῆ καί τόν γαμπρό του Γεώργιο Διαμαντῆ. Εἶπαν ὅτι θά τούς πήγαιναν στό χωριό Ἐξοχή γιά νά τούς ἀνακρίνει ὁ καπετάν Γραβιάς (σ.σ. ὁ Ἀνδρέας Φρούσιος, Γενικός Γραμματέας ΕΑΜ Ἀργολίδος). Τήν ἑπομένη ἡμέρα τό πρωί, τρεῖς ἄλλοι ἀντάρτες παρουσιάζονται καί καλοῦν τόν Βασίλη Δωρῆ νά τούς ἀκολουθήσει στό χωριό Ἐξοχή, γιά νά συμπληρώσει δῆθεν τήν ἀνάκριση τῶν συγγενῶν του. Στήν Ἐξοχή, τόν κλείνουν στήν ἐκκλησία πού χρησιμοποιοῦσαν ὡς κρατητήριο. Βρίσκει ἐκεῖ τούς δικούς του καί πολλούς ἄλλους ἀπό τά γύρω χωριά.
Μαθαίνει ὅτι κανείς δέν ἔχει ἀνακριθεῖ, οὔτε ἔχουν δεῖ τόν καπετάν Γραβιά. Στήν πεποίθησή του ὅτι δέν πρόκειται νά ἀνακριθοῦν ἀλλά ὅτι κινδυνεύουν νά ἐκτελεσθοῦν, ὁ ἀδελφός καί ὁ γαμπρός του τοῦ ἀντιτείνουν ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς κάνει κακό ὁ Γραβιᾶς, πού ἔχει φιλοξενηθεῖ καί κοιμηθεῖ τόσες φορές στό σπίτι μας». Λέει ὁ Δωρής: «Ἐμείναμε κλεισμένοι στήν ἐκκλησία, περιμένοντας τί θά γίνει, ὅταν περί τό μεσημέρι ἐκάλεσαν ὀνομαστικῶς 11, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐμᾶς τούς τρεῖς, τόν Κων. Τσέλιον ἀπό τά Τσιπιανά, τόν Παπασωτηρίου ἀπό τή Νεμέα καί 6 γυναῖκες. Μέ τρόμον καί ἀγωνία περιμέναμε νά δοῦμε τί θά μᾶς κάνουν. Εἶχα τόν τρόμον τῆς ἐκτελέσεως, γιατί μέ τόν ἴδιο τρόπο μοῦ εἶπαν ὅτι εἶχαν πάρει τήν περασμένη νύχτα 3 Νεμεάτες καί τούς «ἔφαγαν τά ρέμματα». Γνώριζα ἄλλωστε ὅτι ἡ Ἐξοχή ἦταν τό μεγαλύτερο σφαγεῖο τῆς περιοχῆς μας».
Παρουσιάζεται ὁ ἴδιος ὁ Γραβιᾶς καί ἀνακοινώνει στούς 11 κρατούμενους ὅτι τούς στέλνει στήν ταξιαρχία γιά ἀνάκριση καί ὅτι εἶναι σίγουρος ὅτι μετά θά τούς ἀφήσουν ἐλεύθερους. Τούς παραλαμβάνουν 3 ἄνδρες τῆς ΟΠΛΑ μέ ἐπικεφαλῆς τόν καπετάν Θύμιο (σ.σ. ἦταν ὁ σφαγέας Σεραφείμ Γκιόκας), στόν ὁποῖον ὁ Γραβιᾶς δίνει καί ἕναν σφραγισμένο φάκελλο. Φεύγοντας, ὁ Γραβιᾶς τούς καθησυχάζει ἀκόμη, λέγοντας: «Ἄντε παιδιά, εἴσαστε τυχεροί, πού θά πᾶτε στήν ταξιαρχία, εἶναι καλός ὁ ταξίαρχος καί θά σᾶς ἀπο¬λύσει ὅλους».
Ὁ Δωρής ἔχει πεισθεῖ ὅτι τούς πηγαίνουν γιά ἐκτέλεση, ἀλλά ματαίως προσπαθεῖ νά πείσει τούς ὑπόλοιπους. Μάλιστα, οἱ δικοί του τοῦ λένε ὅτι «στήν ταξιαρχία θά βροῦμε τόσους γνωστούς ἀξιωματικούς ἀπό τήν ὁμάδα τῶν ἐθνικιστῶν (τοῦ Φαρμακᾶ) οἱ ὁποῖοι προσχώρησαν στόν ΕΛΑΣ». Πιστεύουν ὅτι αὐτοί θά τούς σώσουν καί ἔτσι βαδίζουν μέ αἰσιοδοξία γιά τόν Φενεό. «Ἑξαιρέσει μόνον μιᾶς γυναίκας ἀπό τή Νεμέα, ὀνόματι Εὐσταθίου, ἡ ὁποία ἔβλεπε τό δίκοπο μαχαίρι τοῦ καπετάν Θύμιου καί τήν ἔπιανε ρῖγος, οἱ ἄλλοι ἦταν αἰσιό¬δοξοι», λέει ὁ Δωρής γιά τούς συγκρατούμενούς του.
Βαδίζοντας νηστικοί καί διψασμένοι καί παρά ταῦτα μέ τόν Κων. Τσέλιο νά τραγουδάει σέ ὅλον τόν δρόμο, φθάνουν τό βράδυ στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στόν Φενεό. Λέει ὁ Δωρής: «Ἐκεῖ βρήκαμε κι ἄλλους γνωστούς: τόν Βαλκανιονίκην ἰατρό Πετρόπουλο (σ.σ. Χαράλαμπο), τόν συγχωριανό μας Γεώργ. Καπετάνο, τόν ἐκ Νεμέας ἰατρόν Τομαρᾶ καί πολλούς ἄλλους πάσης ἡλικίας καί φύλου, ἰδίως γυναῖκες καί μικρά παιδιά. [...] Μᾶς ἔκλεισαν ὅλους στά ὑπόγεια τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπου ἐκρατοῦντο παρά πολλοί. Ἡ κατάσταση ἐκεῖ μέσα ἦτο ἀθλία: ψείρα, κακό... Ρωτήσαμε τούς ἄλλους τί γίνεται καί μᾶς εἶπαν ὅτι κάθε βράδυ διώχνουν 10-20 γιά τήν ταξιαρχία, ἐνῶ ἐν τῷ μεταξύ ἔφερναν ἄλλους».
Εἶναι τώρα ἡ ἑπόμενη νύχτα, τῆς 9ης πρός 10η Ἰουλίου. Ὁ Δωρής καί ἡ ὑπόλοιπη ὁμάδα τῶν 10 κρατουμένων στό ὑπόγειο τοῦ Μοναστηριοῦ, δέν ἔχουν ἀνακριθεῖ οὔτε κακοποιηθεῖ, ἀλλά εἶναι καί τελείως νηστικοί γιά 2 καί μερικοί γιά 3 ἡμέρες! Στό μέσον τῆς νύχτας, ἡ ἀπραξία τῆς φυλακῆς τελειώνει: «...Στίς 2 τή νύχτα ἤρθαν οἱ φύλακες-δήμιοι, κάποιος Δασκαλόπουλος ἀπό τό Κακούρι Μαντινείας καί ἕνας Οἰκονομόπουλος (σ.σ. Βλάσης) ἀπό τά Καλύβια καί ἐφώναξαν 20 ὀνόματα, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐμένα, τόν ἀδελφό μου Σωτήρη, τόν γαμπρό μου, τόν Πετρόπουλο, τόν Καπετάνο, τήν Εὐσταθίου καί ἄλλους ἀπό τήν Ἀκράταν καί τήν Κορινθίαν.
Ἀκολούθως μᾶς ἐπαρουσίασαν εἰς κάποιον ἀξιωματικόν ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδιάβασε μίαν ἀναφοράν μέ τάς ὑπογραφάς μερικῶν συγχωριανῶν μας κομμουνιστῶν καί ἄλλων κομμουνιστῶν, στελεχῶν τῆς περιφερείας μας, τοῦ βουλευτοῦ τῆς ΠΕΕΑ, τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Ἐφεδρικοῦ ΕΛΑΣ, τοῦ περιφερειακοῦ καθοδηγητοῦ καί στό κάτω μέρος φαρδειά-πλατειά τοῦ Γραβιᾶ.
Κατηγορούμεθα ὡς ἀντιδραστικοί, γιατί διατελέσαμε ἐθνικιστές ἀντάρτες, γιατί συνεργαζόμεθα μέ τούς Ἄγγλους καί τά τοιαῦτα. Μᾶς διαβεβαίωσε ὅμως κυνικότατα καί τό κάθαρμα αὐτό ὅτι στόν ταξίαρχο πού θά πᾶμε, θά ἀπολογηθοῦμε καί θά μᾶς ἀπολύσουν, γιατί δέν εἶναι βαριά ἡ κατηγορία μας.
Μετά ἀπ᾽ αὐτό μᾶς ὁδήγησαν στήν πύλη, ὅπου ἕνας ἀγροφύλακας ἀπό τά Καλύβια, ὁ Νικήτας Σαμαρτζῆς, μᾶς ἔδεσε πισθάγκωνα ἕναν-ἕναν, ἐνῶ ἕνας ἄλλος, ὁ Βλάσης Πρόβος ἀπό τό Μούλκι, μᾶς φρουροῦσε μέ προτεταμένο τό αὐτόματο. Σέ ἐρώτησή μας γιατί μᾶς δένουν, μᾶς ἀπάντησαν: «μή φοβάσθε παιδιά, ἐπειδή εἶναι μακριά ἡ ταξιαρχία, σᾶς δένουμε ὅσο εἶναι νύχτα, γιά νά μή φύγει κανείς καί βροῦμε τό μπελά μας. Ὅταν φωτίσει θά σᾶς λύσουμε».
Μᾶς διέταξαν νά βαδίσουμε. Εἴμαστε 20 καί ἐκεῖνοι 7, ἀπό τούς ὁποίους γνώριζα τόν Δασκαλόπουλο, τόν Οἰκονομόπουλο, τόν Σαμαρτζῆ καί τόν Πρόβο. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἦταν ὁ καπετάν Θύμιος, ἕνας Ἀντώνης (καπετάν Κεραυνός) καί κάποιος Κων. Γλυκός ἀπό τό Στόμιο Κορινθίας. Πήραμε τό δρόμο πρός τά Καλύβια. Βαδίζαμε σιγά, γιατί εἴμαστε δεμένοι καί ἦταν νύχτα. Κάναμε πολλές στάσεις γιατί εἴμαστε κουρασμένοι καί τελείως νηστικοί. Ξημερώνοντας ἀνεβαίναμε τόν ἀνήφορο πρός τό Κακοβούνι...». (σ.σ. Ὁ Δωρής δέν ἀναφέρει ὅτι τούς ἀφαίρεσαν τά παπούτσια, κάτι πού γινόταν συνήθως στίς κουστωδίες μελλοθανάτων. Ἔτσι, οἱ μέν ξυπόλητοι κρατούμενοι θά εἶχαν ἀκόμη μιά δυσκολία νά δραπετεύσουν, ἄν τυχόν δοκίμαζαν, ἐνῶ οἱ σφαγεῖς δέν θά χρειάζονταν νά μεταφέρουν στούς ὤμους τους τά πα¬πούτσια κατά τήν ἐπιστροφή τους στό Μοναστήρι ἀπό τόν τόπο τῆς ἐκτέλεσης).
Ὁ Δωρής ἔχει πεισθεῖ ὅτι τούς πηγαίνουν γιά ἐκτέλεση καί ἔχει ἀποφασίσει νά γλυτώσει τουλάχιστον τή σφαγή διά τῆς φυγῆς. Τώρα καί ἐκεῖνον τόν ἔπιανε ρίγος, ὅταν ἔβλεπε τό τεράστιο μαχαίρι πού κρεμόταν στή μέση τοῦ καπετάν Θύμιου. Παρατήρησε δέ, ὅτι ἐνῶ εἶχε πιά φωτίσει, οἱ φρουροί δέν τούς ἔλυσαν τά χέρια. Ὁ ἴδιος μέ προσπάθεια εἶχε λύσει τά χέρια του, ἀλλά συνέχιζε νά βαδίζει στή γραμμή μαζί μέ τούς ἄλλους, ἀναζητώντας τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά ξεφύγει. Σέ μιά στάση οἱ φρουροί τόν ἀνεκάλυψαν, τοῦ ξανάδεσαν τά χέρια πιό σφιχτά καί ἄρχισαν νά τόν προσέχουν.
Ὁ Δωρής συνεχίζει: «…Σμήνη ἀπό κοράκια πετοῦσαν ἐπάνω ἀπό τή χαράδρα, ἐνῶ ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν γεμάτη μύγες. Ἀπό ὅλους ἔβγαιναν βαθεῖς ἀναστεναγμοί. Ἐνῶ ὁ ἥλιος τοῦ Ἰουλίου ἄρχισε νά καίει, ἡ ὥρα εἶχε φθάσει ἐννέα, ἐμεῖς ἀνεβαίναμε τόν ἀφόρητο ἀνήφορο τοῦ μαρτυρίου. Σέ μιά στιγμή ἐνῶ βαδίζαμε καί ἀσυναίσθητα πίεζα τά χέρια μου, κατάλαβα ὅτι μποροῦσα νά λυθῶ πάλι. Τό κατόρθωσα νά λυθῶ...».
Οἱ φρουροί διέταξαν τούς κρατούμενους νά σταματήσουν καί νά καθήσουν κάτω, ἐνῶ δυό ἐξ αὐτῶν, ὁ καπετάν Θύμιος καί ὁ Νικήτας Σαμαρτζῆς, ἔφυγαν πρός τά κάτω, τήν χαράδρα, πού δέν ἦταν ὁρατοί. Σέ λίγο δυό ἀπό τούς 5 φρουρούς πού εἶχαν μείνει μέ τούς κρατούμενους, πῆραν τούς δυό πρώτους κρατούμενους γιά δῆθεν ἀνάκριση. Ἐπέστρεψαν καί κάλεσαν τούς ἑπόμενους δύο γιά ἀνάκριση, ἀλλά χωρίς νά φέρουν πίσω τούς πρώτους. Ὁ ἀδελφός τοῦ Δωρῆ ρωτάει ἕναν ἀπό τούς φρουρούς: «συ¬ναγωνιστή, ἐδῶ οὔτε δρόμο βλέπουμε, οὔτε ταξιαρχία, σάν νά μᾶς μυρίζει μαχαίρι». Ὁ φρουρός ἀπαντᾶ: «μή φοβόσαστε παιδιά, ἐδῶ εἶναι ἡ ταξιαρχία, θά πάρετε καί συσσίτιο!».
Ἡ συνέχεια τῆς ἀφήγησης τοῦ Δωρῆ: «Ἦλθε καί ἡ σειρά ἐμένα καί τοῦ ἀδελφοῦ μου, ὁ ὁποῖος προχώρησε πρῶτος. Μόλις ἀπομακρυνθήκαμε λίγο καί δέν φαινόμαστε ἀπό τούς ὑπόλοιπους, μᾶς ἔβαλαν τά πιστόλια στό κορμί καί μᾶς διέταξαν ἀπειλητικά νά προχωρήσουμε. Τότε ἐγώ τούς λέω: «βρέ συναγωνιστές, γιατί μᾶς σκοτώνετε; Τί σᾶς ἐκάναμε; Ἀνακρίνετέ μας τουλάχιστον!». Ἐκεῖνος, ἀντί γιά ἀπάντηση μοῦ βλαστήμησε τά θεῖα καί μοῦ ἔδωσε μερικά χτυπήματα στό κορμί μέ ἕνα ξύλο ἀπό ἔλατο πού κρατοῦσε γιά νά στηρίζεται. Βαδίσαμε 50-60 μέτρα καί πήραμε τόν κατήφορο πρός τήν χαράδρα. Ἀκούω τόν ἀδελφό μου νά φωνάζει μέ ἀπελπισία: «ἄχ νιάτα μου, ἀντίο κόσμε». Φαίνεται ὅτι εἶχε ἀντικρύσει τό σφαγεῖο, γιατί καί ἐγώ ἀμέσως εἶδα τούς δυό δήμιους, πού εἶχαν φύγει πρῶ-τοι νωρίτερα.
Ὁ Θύμιος καί ὁ Σαμαρτζῆς ἦταν ἀκουμπισμένοι σέ ἕναν ἔλατο, μέ τά μανίκια ἀνασκουμπωμένα καί κάπνιζαν! Τί ἀποκτήνωση Θεέ μου! Κατά γῆς δέ ἦταν δυό ἀνθρώπινα κεφάλια νωπά καί πιό πέρα ἄλλα δυό. Ὅλο δέ τό ἔδαφος ἐμπρός τους κατακόκκινο ἀπό τά αἵματα. Σώματα δέν εἶδα, γιατί ὅπως κατάλαβα τά σώματα τά ἔριχναν ἀμέσως στήν Τρῦπα, τά δέ κεφάλια ὅταν μαζεύονταν πολλά... ἀμέσως, μέ μιά ὑπεράνθρωπη δύναμη, χωρίς καλά-καλά νά καταλάβω τί ἔκανα, ἔδωσα μιά δυνατή γροθιά στό πρόσωπο τοῦ συνοδοῦ μου καί ἔτρεξα τόν κατήφορο. Οἱ δήμιοι μέ ἀποχαιρέτησαν μέ μερικές πιστολιές, δυό ριπές αὐτομάτου ὅπλου καί μέ τή φράση, «ἄστε τον, δέν πειράζει, ἕνας λιγότερος». Τό τί ἔπαθε ὁ ἀδελφός μου μετά ἀπ᾽ αὐτό, μόνον ἕνας Θεός ξέρει..».
Ὁ Δωρής, δραπέτης ἀπό τό θάνατο, συνέχισε νά τρέχει μέ¬σα στό δάσος μέχρι πού αἰσθάνθηκε ὅτι εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀρκετά. Ὅταν πήδηξε στό κενό γιά νά ξεφύγει ἀπό τούς φρουρούς, εἶχε σπάσει τό ἀριστερό του χέρι, εἶχε τραυματισθεῖ στά πόδια καί εἶχε χάσει τά παπούτσια του. Σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση κρύφτηκε ὅλη τήν ἡμέρα μέσα σέ ἕναν πυκνό κέδρο καί ἀπό ἐκεῖ σχεδίαζε τήν πορεία πού ἔπρεπε νά ἀκολουθήσει γιά νά ἐπιστρέψει στό χωριό του. Ἤθελε νά εἰδοποιήσει τόν μικρότερο ἀδελφό του, ἐπειδή ὑποψιάστηκε ὅτι θά κινδύνευε ἀκόμη περισσότερο λόγω τῆς δικῆς του ἀπόδρασης.
Ὅταν νύχτωσε, συνέχισε τήν πορεία του στό δάσος, μέχρι πού ἔφθασε στή μικρή ἀγροικία τῆς Δήμητρας Θανασενάρη, ἀπό τό χωριό Καλύβια, τήν ὁποία εἶχε ἐντοπίσει ἀπό τήν κρυψώνα του στή διάρκεια τῆς ἡμέρας. Ἡ εὐγενική γυναίκα τοῦ πρόσφερε νερό καί ψωμί καί τόν κατηύθυνε πώς νά συνεχίσει τήν πορεία του χωρίς νά πέσει σέ φυλάκια τῶν ἀνταρτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κινητοποιηθεῖ γιά νά τόν συλλάβουν.
Βαδίζοντας μόνο νύχτα, μετά 4 ἡμέρες ἔφθασε στό χωριό Κεφαλόβρυσο. Ἐκεῖ, ζήτησε ἀπό τόν συγγενῆ του Ἀνδρέα Κωστάκη νά πάει στό σπίτι του, στό Δούκα, νά εἰδοποιήσει τόν μικρό ἀδελφό του Νῖκο νά φύγει καί νά ἔρθει κοντά του. Ὁ Κωστάκης ἀπέτυχε νά φθάσει στό σπίτι τῆς οἰκογένειας Δωρῆ, γιατί στό Δούκα ἦταν ἀντάρτες καί ἔτσι τό ἑπόμενο βράδυ ὁ Βασίλης Δωρής πῆγε ὁ ἴδιος στό χωριό του. Ἐκεῖ ἔμαθε ὅτι ὁ μέν ἀδελφός του Νῖκος εἶχε ἤδη συλληφθεῖ, ὅλα δέ τά ζῶα τους καί τά πρόβατα τῆς οἰκογενείας τά εἶχαν συγκεντρώσει στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τους.
Μέ βαριά καρδιά, ἔφυγε ἀπό τό χωριό καί ἀνέβηκε στό ἀπέναντι βουνό Μελιδόνι γιά νά ἰδεῖ τί θά ἀκολουθήσει. Τήν ἑπομένη ἡμέρα κτύπησε ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας καί οἱ ὀργανωμένοι τοῦ χωριοῦ ἔκαμαν καθολικό πλιάτσικο ὅλων τῶν ὑπαρχόντων τῆς οἰκογενείας Δωρῆ, «μέχρι βελόνας», ὅπως χαρακτηριστικά εἶ-πε ὁ Βασίλης. Ἀφοῦ εἶδε καί τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀδελφοῦ του Νίκου ἀπό τό χωριό πρός τόν τόπο τῆς ἐκτέλεσής του καί ἄκου¬σε τά λυπητερά γαυγίσματα τοῦ σκυλιοῦ τους πού εἶχε ἀπομείνει πιά μόνο του, ἀντελήφθη ὅτι ἡ περιοχή δέν τόν χωροῦσε καί πῆρε τόν δρόμο γιά τό Ἄργος. Ἐκεῖ ἔμαθε ὅτι τό ἔρημο σπίτι τους στό Δούκα τό ἔκαψαν οἱ Γερμανοί.
Στή συνέχεια ἔφθασε στήν Ἀθήνα, κοντά στόν ἀδελφό του Εὐάγγελο. Τήν περίοδο τῶν Δεκεμβριανῶν κατετάγη στήν Ἐθνοφυλακή καί πολέμησε ἐναντίον τοῦ ΕΛΑΣ. (Ἐδῶ τελειώνει ἡ ἀφήγηση τοῦ Βασίλη Δωρῆ).
[Ἡ ἱστορία τοῦ Βασίλη Δωρῆ δέν τελείωσε ἐκεῖ. Ἐπέστρεψε στό ἐλεύθερο πλέον χωριό του μετά τή Συνθήκη τῆς Βάρκιζας καί ζήτησε νά πάρει ἐκδίκηση γιά τό αἷμα τῆς οἰκογενείας του καί τή δική του περιπέτεια. Ὀργάνωσε ὀλιγομελῆ ὁμάδα μέ τήν ὁποία μπῆκε στό κυνήγι πρώην μελῶν τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ ΟΠΛΑ. Τό μένος του στράφηκε ἰδιαίτερα ἐναντίον τῶν οἰκογενειῶν Κάππου, Τριανταφύλου, Παπαδημητρίου καί Κωστάκη ἀπό τό Δούκα, μέλη τῶν ὁποίων ἦταν ὑπεύθυνοι τοῦ ΕΑΜ στό χωριό, ἀντάρτες στόν ΕΛΑΣ ἤ μέλη τῆς ΟΠΛΑ.
Τούς θεωροῦσε κύριους ὑπεύθυνους γιά τή στοχοποίηση τῆς οἰκογενείας του ὡς «ἀντίδραση» καί γιά τή σφαγή τῶν ἀδελφῶν του καί τοῦ γαμπροῦ του. Ἡ διαφορά ἐξελίχθηκε σέ βεντέτα ἐκδικήσεων καί ἀντεκδικήσεων μέ πολλές δολοφονίες, ἀκόμη καί νεαρῶν παιδιῶν καί γυναικῶν. Ἡ ὁμάδα τοῦ Δωρῆ δολοφόνησε 6 μέλη τῶν δυό οἰκογενειῶν, ἐνῶ ἐκεῖνοι δολοφόνησαν τουλάχιστον ἕναν ἀκόμη συγγενῆ τοῦ Δωρῆ καί ἕνα μέλος τῆς ὁμάδος του.
Ὁ Δωρής δικάσθηκε ἐπανειλημμένα στήν Κόρινθο καί στό Ναύπλιο ἀλλά σέ κάθε περίπτωση οἱ ἔνορκοι καί οἱ δικαστές τόν ἀθώωναν.
Ἡ ἱστορία τοῦ Δωρῆ ἔχει σχολιασθεῖ καί ἀπό ἱστοριογράφους τῆς Ἀριστερᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴτε δικαιολογοῦν τή σφαγή τῶν συγγενῶν τοῦ Δωρῆ, ἤ τήν ἀντιπαρέρχονται ἀσχολούμενοι μόνο μέ τήν μετέπειτα βίαιη δράση του. Ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἀδελφοί Δωρῆ κυνηγήθηκαν καί ἐσφάγηκαν γιατί τό ΕΑΜ εἶχε πληροφορίες ὅτι τά ἀδέλφια ἦταν πληροφοριοδότες τῶν Ἰταλῶν. Ἀκόμη, ὅτι οἱ ἀδελφοί Σωτήρης καί Βασίλης Δωρής πίεζαν φορτικά τή νεαρή Βασιλική Παπαδημη¬τρίου νά γίνει φίλη τους καί ἐπειδή ἐκείνη ἀρνιόταν, κατέδωσαν στούς Ἰταλούς ὅτι γνώριζε πού ἦταν κρυμμένα τά ὅπλα τῆς οἰκογενείας της, γεγονός πού ὁδήγησε στόν βασανισμό της ἀπό τούς Ἰταλούς.
Πραγματικά, δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποκλείσει κάποια σχέση τῶν ἀδελφῶν Δωρῆ μέ Ἰταλούς στρατιώτες ἤ μέ τή νεαρή Παπαδημητρίου. Σέ μιά παρόμοια ἐκδοχή ὅμως, γεννᾶται ἡ ἀπορία γιατί ἡ τιμωρία τους δέν ἔγινε πολύ νωρίτερα, ἀφοῦ οἱ Ἰταλοί εἶχαν φύγει ἀπό τό πρῶτο δεκαήμερο τοῦ Σεπτεμβρίου 1943. Ἐπί πλέον, ἄν τά 2 ἀδέλφια Δωρῆ ἐστάλησαν τόν Ἰούλιο τοῦ 1944 στόν Φενεό νά σφαγοῦν γιά παλαιές σχέσεις τους μέ τούς Ἰταλούς, πιά ἦταν ἡ προδοσία τῶν ἄλλων 8 συγχωριανῶν τους, πού ἐπίσης ἐσφάγησαν;
Ἐπί πλέον, τί προδοτική συμπεριφορά εἶχε ὁ νεαρός Νῖκος Δωρῆς πού ἐσφάγη ἀπό τήν ΟΠΛΑ μετά τή δραπέτευση τοῦ ἀδελφοῦ του Βασίλη ;
Δυστυχῶς, ἡ σφαγή τῶν ἀδελφῶν Δωρῆ, ὅπως καί τῶν ἄλλων 8 κατοίκων τοῦ μικροῦ χωριοῦ, ἔγινε ἁπλά ὡς μέρος τῆς ἐκστρατείας Βίας καί Θανάτου τοῦ Θεόδωρου Ζέγκου καί ὄχι διότι εἶχαν κάποια προδοτική συμπεριφορά!].
Στό ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀστυνομική κατάθεση ἑνός ἀπό τούς σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ πού ἀκολουθεῖ, ἐπιβεβαιώνεται ἡ περιγραφή πού ἔκανε ὁ δραπέτης Βασίλης Δωρῆς γιά τή διαδικασία τῆς σφαγῆς τῶν κρατουμένων στήν Τρῦπα τοῦ Φενεοῦ: «…Στήν Τρῦπα ἐκτελέσαμε 17 κατοίκους τῆς Νεμέας. [...] εἴπαμε στούς κρατούμενους ὅτι τούς πᾶμε γιά τήν Ταξιαρχία στά Μαζέϊκα. Ὁ Καραπάνος μέ τόν Κρητικό καί τόν Μωριά πῆγαν στήν Τρῦπα (σ.σ. 3 σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ).
Ἐκεῖ ὁδηγοῦντο δυό-δυό δῆθεν γιά ἀνάκριση καί χωρίς νά ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄλλοι, τούς ἐκτελοῦσαν κατά τόν ἑξῆς τρόπο: τούς γδύναμε τελείως καί μέ τό μαχαίρι τούς ἔκοβαν τό λάρυγγα καί τούς ἔριχναν μέσα στήν Τρῦπα. Τά ροῦχα πού παίρνανε τά πήγαιναν στήν Περιφερειακή Ἐπιτροπή πού ἦταν στό Μπούζι καί ἔπειτα στή Λαύκα καί τά φοροῦσαν τά διάφορα μέλη τῆς ὀργανώσεως...».
Στη φωτογραφία, ο Βασίλης Δωρής σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν ζούσε στις ΗΠΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: