Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Εγκλήματα Ακροαριστερών 1942-1967

Ηλίας Λυμπερόπουλος προς Ματωμένος Δεκέμβρης

Η μεγάλη πορεία
Το φθινόπωρο μαθεύτηκε ότι το κράτος - τότε έλεγαν η Φρειδερίκη - είχε αρχίσει να μαζεύει τα παιδιά των ανταρτών στις παιδουπόλεις για να τα κάνει εθνικόφρονες, και μερικές οικογένειες που είχαν δικούς τους ανθρώπους στο βουνό αποφάσισαν να φύγουν μακριά. Εμείς στο αντάρτικο είχαμε τρεις θείους, τον Νίκο, τον Βαγγέλη και τον Φώτη Γκένα... Ο Νίκος Γκένας, από τότε που ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί στην Αλβανία, ζούσε μαζί μας...
Σιγά σιγά ο στρατός ανέβαινε κι άρχισαν οι μάχες. Όσο γίνονταν οι μάχες, εμείς λουφάζαμε. Κρυβόμασταν την ημέρα και βγαίναμε τη νύχτα. Ήμασταν πολλά παιδιά. Η δική μου παρέα ήταν όλοι συγχωριανοί: Ο Νίκος Φαρμάκης, ο Κώστας Βαΐτσης, ο Νίκος Αποστόλου. Όλοι συνομήλικοι. Μαζί φυλάγαμε τα πρόβατα, μαζί παίζαμε».
Αρχές Ιανουαρίου 1949 ξεκινήσαμε από τη Θεσσαλία 1200 άτομα (γυναίκες, παιδιά, γέροι) να περάσουμε τα σύνορα. Αρχηγός της φάλαγγας ήταν ο Ερμής Πριόβολος. Θα αποφεύγαμε τη δημοσιά και θα βαδίζαμε νύχτα από μονοπάτια. Μαζί ήταν και λίγοι άντρες οπλισμένοι που ήξεραν το δρόμο.
.
.
Περπατήσαμε πολύ μέσα στα χιόνια και όταν φτάσαμε στην Κατάρα, περάσαμε τον αυχένα νύχτα. Όσο ανεβαίναμε στη ράχη του βουνού Περιστέρι, ο καιρός χειροτέρευε, χιόνιζε συνέχεια. Μόλις περάσαμε τον αυχένα, απ’ εκεί δεν είχε χιόνι, μάθαμε πως ο στρατός είχε κλείσει τη δημοσιά με τανκς και τότε δόθηκε διαταγή να κάνουμε απόλυτη ησυχία. Δεν έπρεπε να προδοθούμε. Επειδή τα σκυλιά που μας είχαν απομείνει γάβγιζαν, ένας αντάρτης πήρε ένα δοχείο κι άρχισε να το χτυπάει και τα σκυλιά μαζεύτηκαν, νόμισαν ότι θα τους δώσει τροφή και τον ακολούθησαν. Τα πήγε σ’ ένα μαντρί και τα έκλεισε μέσα. Πολλά χιλιόμετρα μακριά, μέσα στη νύχτα, ακούγαμε τα γαβγίσματα τους. Επειδή υπήρχε φόβος κάποιο μικρό παιδί να κλάψει και να μας ακούσει ο στρατός, οι μανάδες τους έδεσαν το στόμα μ’ ένα μαντήλι. Ένα παιδί μικρό, ο Βαγγέλης Φαρμάκης, κόντεψε να σκάσει γιατί η μάνα του είχε δέσει το μαντήλι με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Μελάνιασε το παιδί, κάποιος το είδε και του έβγαλε το μαντήλι, ύστερα του έδωσαν ένα παξιμάδι να γλύφει να το ξεγελάσουν.
.
.
Περνώντας νύχτα τον ποταμό Σαραντάπορο που είχε πολύ νερό, πνίγηκαν μερικά επιστρατευμένα κορίτσια από την Καρδίτσα. Εμάς τα παιδιά μας πέρασαν απέναντι οι αντάρτες που έκαναν αλυσίδα. Ξημερώματα εμφανίστηκαν πάλι τα αεροπλάνα και μας βομβάρδιζαν όλη μέρα. Το βράδυ όσοι επιζήσαμε, νηστικοί και εξαθλιωμένοι, συνεχίσαμε για το Γράμμο.. Πολλά απ’ εμάς τα παιδιά αρρώστησαν και τα κουβαλούσαν γυναίκες και αντάρτες αγκαλιά.
.
.
Βουνά, ατέλειωτα βουνά. Η πείνα ήταν αφόρητη. Οι μεγάλοι μας έλεγαν να βάλουμε στο στόμα χαλίκια και να τα γλείφουμε για να μας κοπεί η πείνα.
.
.
Περάσαμε τα σύνορα 28 Μαρτίου 1949. Πολλοί έσκυψαν και πήραν μαζί τους μια χούφτα ελληνικό χώμα. Άλλοι όμως έριξαν πίσω τους πέτρα. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο παππούς μου Παναγιώτης προσπαθούσε να πάρει τον επαναπατρισμό του και δεν του τον έδιναν, ρωτούσε:
«Βρε παιδιά, μήπως θυμάστε; Τι έκανα εκεί στα σύνορα; Πήρα χώμα ή έριξα πέτρα;».
(Θωμάς Νικολάου, Αμπελικό Καρδίτσας 1937 - 1998, συγγραφέας-μεταφραστής)

Δεν υπάρχουν σχόλια: