Διαβάζουμε από τη μαγνητοφωνημένη μαρτυρία της Κωστούλας Παπαδοπούλου, συζύγου του Ναούμ Αγγελόπουλου από το Κοπανάκι...
Στην Πηγάδα είναι ο πατέρας της Χρήστος Παπαδόπουλος, ετών 65, και τα αδέλφια της Μενέλαος ετών 22 και Δημήτριος ετών 24. Και οι τρεις ήσαν άμαχοι πολίτες από το Κοπανάκι που είχαν καταφύγει στον Μελιγαλά πριν τη μάχη για ασφάλεια, όπως είχαν κάνει και χιλιάδες άλλοι πατριώτες της Μεσσηνίας!
Η κ. Παπαδοπούλου είχε ακολουθήσει την οικογένειά της και βρισκόταν και αυτή στον Μελιγαλά τις ημέρες της Μάχης. Επίσης ήταν παρούσα τον Σεπτέμβριο του 1945 αναζητώντας τους νεκρούς της, όταν οι Βρετανοί και οι ιατροδικαστές της Αθήνας έβγαλαν έναν αριθμό θυμάτων από την Πηγάδα και είδε την κατάστασή των πτωμάτων. Η μαρτυρία της πιστοποιεί αυτό που έχει λεχθεί αόριστα από κάποιους, ότι δηλαδή οι σφαγείς του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ είχαν εδώ έναν οι περισσότερους κορμούς δένδρων επάνω στους οποίους ξάπλωναν επιλεκτικά κάποια από τα θύματα και τα αποκεφάλιζαν ή τους έκοβαν τα άκρα.
Λέει λοπόν η κ. Παπαδοπούλου:
«...Εγώ είδα μετά την Μάχη τον αδελφό μου τον Μενέλη δεμένον από το χέρι με έναν άλλον και τους πήγαιναν για την Πηγάδα. Τους είδαμε και στην Πηγάδα, όταν τους είχαν βγάλει.
Στην Πηγάδα είχαν ένα κούτσουρο και τους κόβανε.
-Τον Μήτση τον δικό μας τον είχαν κάνει κομάτια .
-Του Λιακοστέλιου του κόψανε τα γεννητικά όργανα.
-Του Τάσου του Γκότση τούχανε πάρει το κεφάλι.
-Έναν τον είδα εγώ στον λαιμό, τον είχαν σφάξει, και έναν τον είδα με όλο το κορμί του μαχαιριές.
-‘Εψαχναν οι γυναίκες τα πτώματα όπως οι κότες τις ακαθαρσίες, για να βρουν τους ανθρώπους τους κλαίγοντας.
- Κοίταζαν οι Εγγλέζοι από πάνω μέχρι να φύγουν οι γυναίκες που έψαχναν.
Στην Πηγάδα (οι σφαγείς) έριξαν στο τέλος σπίρτο (σ.σ. καυστική ποτάσα) και χορίδι (σ.σ. πέτρες ασβέστη) και τα πτώματα δεν είχαν λυώσει. (σ.σ. αυτό το έκαναν οι σφαγείς κομμουνιστές για να σταματήσουν την μυρωδιά των πτωμάτων που κατέκλυζε την περιοχή)
Τους βγάλαμε στον χρόνο επάνω. Πηγαίναμε πριν στην Πηγάδα και ακούγαμε το νερό να κοχλάζει. Έφεραν ένα μηχάνημα και έπιανε τα πτώματα και τα έβγαζε έξω. Και τα άπλωναν εκεί στον τόπο εμπρός από την Πηγάδα. Γέμισε σκοτωμένους....
Τον Καραχάλιο τον γέροντα και άλλους γέρους, και τον πατέρα μου, τους άφησαν επάνω-επάνω, τους σκοτώσανε τελευταίους. Τους είχαν κόψει τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι!
Δεν βρήκαμε εμείς ούτε χέρια, ούτε πόδια, ούτε κεφάλι, ούτε τίποτε. Μόνο αυτό εδώ από τα γόνατα και επάνω. Τον γνωρίσαμε από ένα πουκάμισο που φόραγε καρέ. Του είχαμε φτιάξει ένα πουκάμισο καρέ, και έτσι τον γνωρίσαμε.
Και τον Μενέλη τον γνωρίσαμε από ένα καφέ παντελόνι που φόραγε και είχε σχισθεί από κάτω και του το είχα ράψει με άλλες κλωστές. Φόραγε και ένα εσώρουχο άσπρο και του είχα βάλει μαύρο κουμπί.
Τον Μήτση τον γνώρισα εγώ χάμω, κομάτια-κομάτια. Το χέρι του ήταν δεμένο με έναν άλλον, αλλά τον γνώρισα από μια πράσινη μπλούζα που φόραγε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου