Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019


19/10/19

Μικρασιατική Εκστρατεία: Οι Σοβιετικοί και το μνημείο της πλατείας Ταξίμ


Γράφει ο Βελισάριος


Οι μεγάλες πολιτικές ταραχές που έλαβαν πρόσφατα χώρα στην Τουρκία είχαν σαν επίκεντρο ένα χώρο ιδιαίτερου συμβολικού  βάρους για τη σύγχρονη τουρκική πολιτεία. Πρόκειται για την πλατεία Ταξίμ, στο κέντρο της οποίας υπάρχει το «Μνημείο της Πολιτείας»[i] (Cumhuriyet Anıtı), σε ανάμνηση της ίδρυσης της τουρκικής πολιτείας το 1923. Στο μνημείο που ανηγέρθη το 1928 με προσωπικές οδηγίες του Μουσταφά Κεμάλ, η νότια, δευτερεύουσα πλευρά  φιλοξενεί ανάγλυφη σύνθεση στην οποία πρωτοστατεί ο Κεμάλ ως πολεμικός ηγέτης που οδηγεί τούρκους στρατιώτες στη μάχη. Στη βόρεια πλευρά, που είναι η κύρια πλευρά του μνημείου, υπάρχει μεγάλη γλυπτή σύνθεση αφιερωμένη στην ίδρυση του κεμαλικού κράτους. Στην πρώτη σειρά της σύνθεσης υπάρχουν τρεις άντρες: στο κέντρο ο Μουσταφά Κεμάλ, πλαισιωμένος από τους δύο βασικούς στρατιωτικούς αλλά και πολιτικούς συνεργάτες του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία: τον Ισμέτ Ινονού και τον Φεβζί Τσακμάκ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, εμφανίζει η δεύτερη σειρά, ακριβώς πίσω από τους τρεις άντρες. Σε αυτήν αναπαριστώνται δύο άντρες πίσω και αριστερά του Κεμάλ: πρόκειται για τους διάσημους σοβιετικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες Μιχαήλ Φρούντζε και Κλιμέντιο Βοροσίλοφ – τοποθετημένους εκεί καθ’ υπόδειξιν του ιδίου του Κεμάλ. Η επιλογή των προσώπων ίσως φανεί αναπάντεχη σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με την ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Τι οδήγησε, όμως, στην τοποθέτηση των μπολσεβίκων ηγετών σε τόσο περίοπτη θέση σε ένα κεντρικό συμβολικό μνημείο της τουρκικής πολιτείας;
...


Η πολιτική και οικονομική υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας υπήρξε για την Κεμαλική Τουρκία όχι απλώς η κρισιμότερη στρατηγική της σχέση αλλά ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες της νίκης της. Και η αρχική ανασυγκρότηση της τουρκικής αντίδρασης κατά το 1920, και η δυνατότητά της να επιβιώσει κατά τις μείζονες ελληνικές επιχειρήσεις του 1921, και η δυνατότητά της να αντεπιτεθεί με αποφασιστικές επιχειρήσεις κατά το θέρος του 1922 οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη σοβιετική υποστήριξη και θα ήταν απολύτως αδύνατη χωρίς αυτήν.
Οι ρίζες της υποστήριξης οφείλονται στη στενότατη σύγκλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων των δύο πλευρών, σύγκλιση που ήταν μάλλον προφανής και στα δύο μέρη και η οποία συνετέλεσε στο να ξεπεραστούν ταχύτατατα οι δυσκολίες που οφείλονταν σε δευτερεύοντες ιδεολογικούς ή πολιτιστικούς λόγους. Η μοναδική στιγμή που ετέθη σε κάποιο κίνδυνο η στρατηγική αυτή σύγκλιση υπήρξε το καλοκαίρι του 1921, όταν υπό την πίεση των ελληνικών επιθέσεων και της ελληνικής διείσδυσης σε μεγάλο βάθος, οι γάλλοι επιχείρησαν να προσεγγίσουν τους κεμαλικούς προκειμένου να τους αποσπάσουν από τη σοβιετική επιρροή. Παρά τη γαλλική προσέγγιση, η κεμαλική πλευρά είχε αποκαταστήσει τέτοια σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τους μπολσεβίκους που απλώς βελτίωσε τη διαπραγματευτική της θέση έναντι των τελευταίων χωρίς ποτέ να τεθεί σοβαρά σε αμφισβήτηση η στρατηγική σχέση των δύο πλευρών.
Επισημαίνεται ότι παρά το ετεροβαρές της συμμαχίας, η σχέση υπήρξε πάντοτε ισότιμη και σε καμία στιγμή το ασθενέστερο (και πλέον πιεζόμενο) μέρος, η Κεμαλική Τουρκία, δεν δέχθηκε ή δε φέρθηκε ως εξαρτώμενο ή υποδεέστερο μέρος της σχέσης. Αντίθετα, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε το διάστημα αδυναμίας της Σοβιετικής Ρωσίας στον Καύκασο κατά το φθινόπωρο του 1921 προκειμένου να αποσπάσει για την ίδια την μεταξύ τους διαφιλονικούμενη περιοχή της Αρμενίας, υπολογίζοντας (ορθά) ότι η γενικότερη σύγκλιση των στρατηγικών συμφερόντων θα υπερίσχυε του εκνευρισμού που η στάση τους προκαλούσε. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι το σύνολο της (πολύ μεγάλης) βοήθειας, οικονομικής και στρατιωτικής, δε δόθηκε υπό μορφή δανείου αλλά ως δωρεά, ούτε ετέθη ποτέ τέτοιο θέμα.
Από οικονομικής απόψεως, η σοβιετική βοήθεια υπήρξε ο βασικός λόγος για τον οποίον το κεμαλικό κράτος διατηρούσε την ευχέρεια να λειτουργεί ως τέτοιο, εν απουσία ιδίων χρηματικών αποθεμάτων και με ελάχιστη δυνατότητα αγροτικής (και μηδαμινή δυνατότητα βιομηχανικής) παραγωγής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ειδικότερη αναφορά στη σημασία της σοβιετικής οικονομικής βοήθειας θα γίνει σε μελλοντικό άρθρο σχετικά με την οικονομική πτυχή του πολέμου).
Από στρατιωτικής απόψεως, η σημασία της σοβιετικής υποστήριξης υπήρξε επίσης ιδιαίτερα σημαντική.
Επιχειρησιακά, οι φιλικές σχέσεις με τους μπολσεβίκους – σε συνδυασμό με τη στρατιωτική τους αδυναμία στην περιοχή του Καυκάσου λόγω των εμπλοκών τους αλλού – επέτρεψε τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων από το μέτωπο του Καυκάσου στο ελληνικό μέτωπο, ιδιαίτερα μετά τη σύναψη της συμφωνίας του Μαρτίου του ’21 και την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων. Οι δυνάμεις που μεταφέρθηκαν κατά τη φάση εκείνη εκ πρώτης όψεως δεν ήταν μαζικές. Όμως υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές για τον εξής λόγο: Μετά την ανόητη «επιθετική αναγνώριση» του Δεκεμβρίου του ’20 και πολύ περισσότερο μετά τις ανεπιτυχείς επιχειρήσεις του Μαρτίου του ’21, η νέα ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία συνειδητοποίησε ότι οι κεμαλικές δυνάμεις ήταν σοβαρός αντίπαλος και απαιτούσε την κινητοποίηση όλου του δυναμικού που ήταν δυνατόν να κινητοποιηθεί προκειμένου να επιτύχουν οι επόμενες σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις του Ιουνίου. Η αποδέσμευση τουρκικών δυνάμεων από το προσανατολισμένο προς τον Καύκασο τουρκικό XV Σώμα Στρατού (σε συνδυασμό με τις δυνάμεις που αποδεσμεύονταν από το XIII Σώμα Στρατού, όπως επέτρεπε η γαλλική πολιτική), εξουδετέρωνε την ελληνική στρατηγική υπερπροσπάθεια. Μάλιστα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πέραν των σχηματισμών που κινήθηκαν προς τα δυτικά, το τουρκικό δυτικό μέτωπο τροφοδοτήθηκε κατά την περίοδο αυτή με υλικό και άντρες από τους σχηματισμούς της ανατολής, γεγονός που δεν αποτυπώνεται στη διάταξη μάχης των κεμαλικών δυνάμεων. Η οριακή έκβαση και ο επιχειρησιακά αμφίρροπος χαρακτήρας των μαχών του Ιουνίου και του Αυγούστου καθιστούσε κρίσιμη ακόμη και την κάθε μία επιπλέον μεραρχία που μπορούσε να εμπλακεί στον αγώνα. Η ίδια εύνοια παρασχέθηκε στον Κεμάλ κατά μείζονα λόγο κατά τον Αύγουστο του 1922, όταν ο τουρκικός στρατός είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μια πρωτοφανή στρατηγική συγκέντρωση των δυνάμεών του νότια της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ.
Από πλευράς εξοπλισμού, η σοβιετική υποστήριξη υπήρξε κρίσιμος παράγων. Η ενίσχυση του τουρκικού πυροβολικού με 54 πυροβόλα είναι σημαντική αλλά όχι εντυπωσιακή, καθώς συνεισέφερε περίπου το 15% της δυνάμεως πυροβολικού του Αυγούστου 1922. Χωρίς όμως  πληροφορίες σχετικά με τους τύπους που αυτή αφορούσε δε μπορεί να αποτιμηθεί με ακρίβεια. Πολύ σημαντικότερη είναι βέβαιο ότι υπήρξε η προμήθεια ελαφρού οπλισμού που έλειπε δραματικά από τον κεμαλικό στρατό, ακόμη και κατά την τελική φάση των επιχειρήσεων. Τα πολυβόλα που παραχωρήθηκαν επαρκούσαν για τον εξοπλισμό περίπου 9 μεραρχιών, ενώ τα τυφέκια επαρκούσαν για τον εξοπλισμό περισσοτέρων από 6 μεραρχίες.
Πολύ σημαντικότερη όλων φαίνεται να είναι η ροή πυρομαχικών και λοιπόν εφοδίων που επέτρεπαν στον κεμαλικό στρατό να παραμένει επιχειρησιακός. Ο όγκος των βλημάτων πυροβολικού που παραχωρήθηκαν, καθώς και η πολύ περιορισμένη δυνατότητα ίδιας παραγωγής πυρομαχικών εκ μέρους της τουρκική πλευράς (που μέχρι την παραχώρηση της επιπλέον υποδομής από τους μπολσεβίκους περιοριζόταν στην υποδομή του πυριτιδοποιείου Τοπ Χανέ που οι τουρκικές υπηρεσίες είχαν μεταφέρει μυστικά και τμηματικά προς την Άγκυρα) έκαναν την σοβιετική υποστήριξη κρίσιμη για τη δυνατότητα διεξαγωγής μειζόνων επιχειρήσεων.
Η σημασία της σοβιετικής υποστήριξης φαίνεται και από την διαβόητη ρήση του Κεμάλ μετά την Εκστρατεία ο οποίος αναφερόμενος στον βομβαρδισμό της Ινεπόλεως από το Βασιλικό Ναυτικό τον Ιούνιο του 1921 δήλωσε ότι «ενώ τα μάτια μου ήταν στο Σαγγάριο, τα αυτιά μου ήταν τεταμένα προς την Ινέπολη. Η οδός: ρωσικοί λιμένες (Νοβοροσίσκ/Τοπσίς/Μπατούμ) – Ινέπολη – Κασταμονή – Άγκυρα ήταν πιθανότατα η μία από τις δύο βασικές οδούς στρατηγικού εφοδιασμού κατά το θέρος του 1921.Ατυχής υπήρξε για την ελληνική πλευρά η λήξη των σοβιετο-πολωνικών εχθροπραξιών τον Οκτώβριο του 1920, που οδήγησε στην υπογραφή ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών τον Μάρτιο του 1921. Ο τερματισμός των μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων της Σοβιετικής Ρωσίας (που απορροφούσαν πολύτιμους πόρους) σήμαινε ότι είχε πλέον τη δυνατότητα να αποδεσμεύσει ουσιώδεις πόρους προς την Τουρκία. Η στιγμή αυτή συνέπεσε με την έναρξη της ελληνικής εξόρμησης προς την ανατολή, προκειμένου να καταβληθεί η τουρκική αντίσταση. Η οριακή τουρκική επιβίωση την άνοιξη και το θέρος του 1921 δείχνουν πόσο κρίσιμη υπήρξε η σοβιετική παρέμβαση. Τέλος, η παρέμβαση αυτή ουσιαστικά σήμαινε την αντίστροφη πορεία της ισχύος των δύο εμπολέμων πλευρών. Στις αρχές του 1921 αρχίζει από την ελληνική πλευρά, ταυτόχρονα με την έναρξη της μεγάλης τελικής στρατιωτικής προσπάθειας, η φθίνουσα πορεία της συνολικής της ισχύος λόγω της αποκοπής της από τη συμμαχική υποστήριξη. Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή η κεμαλική Τουρκία αρχίζει να δέχεται συνεχείς και έντονες ενέσεις υλικής, οικονομικής και πολιτικής βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωση.
...

https://belisarius21.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: