Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος πόλεμος, Κυπριακό, Αριστερά

Παραδείγματα ελληνικής παραδοξότητας
του Παναγιώτη Μπαλακτάρη
Η πατρίδα μας είναι η χώρα της παραδοξότητας. Μπορεί να μην είναι η μόνη αλλά είναι σίγουρα μια από τις πιο εμβληματικές. Και όταν λέμε παραδοξότητα εννοούμε την αναντιστοιχία μεταξύ ιστορικών γεγονότων και των αποτελεσμάτων τους. Παραδείγματος χάριν, ενώ η Ελλάδα προκάλεσε παγκόσμιο θαυμασμό για την ηρωική της άμυνα και εν συνεχεία αντίσταση απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα, από το 1940 έως και την Απελευθέρωση το 1944, απέτυχε να εξαργυρώσει το τεράστιο και συσσωρευμένο μαχητικό της κεφάλαιο μετά το τέλος του Πολέμου. Αντιθέτως, αντί να ανοικοδομηθεί όπως όλες οι άλλες χώρες της Ευρώπης που έλαβαν μέρος καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο αιματηρό δράμα, συνέχισε τον πόλεμο, εμφύλιο αυτήν τη φορά, για να αποτελειώσει ό,τι είχε απομείνει όρθιο. Δηλαδή, ενώ νίκησε έχασε!


Δεύτερο παράδειγμα της διαπιστωμένης ιστορικώς ελληνικής παραδοξότητας αποτελεί εν πολλοίς το Κυπριακό Ζήτημα. Η Κύπρος, ανέκαθεν ελληνική με τουρκοκυπριακή μειονότητα, είχε την ευκαιρία μετά τα μέσα του 20ου αιώνα να ενωθεί με την Ελλάδα, αλλά αποφεύχθηκε αυτό το ενδεχόμενο όχι λόγω των αντιδράσεων της Τουρκίας όπως ίσως κάποιος θα φανταζόταν. Ούτε μόνον εξαιτίας της διχαστικής πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεν κατέστη εφικτή, κυρίως, επειδή οι ηγέτες στην Ελλάδα και στην Κύπρο δεν είχαν μια κοινή γραμμή που να τους ενώνει. Αν μπορούσε να περιγραφεί η μεταξύ των σχέση με κινηματογραφικούς όρους θα λέγαμε ότι επρόκειτο για μεγάλα ονόματα της 7ης Τέχνης που είχαν αναγκασθεί να παίξουν στο ίδιο έργο. Καθείς και η πολιτική του ιδιοτέλεια και υστεροφημία, με τελικό αποτέλεσμα ασυνάρτητες και παράλληλες πολιτικές ερμηνείες. Έτσι, αντί να κατορθωθεί η ένωση της Μεγαλονήσου με την μητέρα πατρίδα η Κύπρος διχοτομήθηκε – τριχοτομήθηκε για την ακρίβεια – και κερδισμένος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ο ελληνικός λαός, ούτε το ανάδελφο Έθνος μας.
Από την συχνή ιστορικώς αυτή ελληνική παραδοξότητα δεν θα ήταν λογικό να ξεφύγει και η Αριστερά με τα συμπαρομαρτούντα της.
Ενώ στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο οι δυνάμεις που βρέθηκαν εναντίον του αστικού κράτους, ήτοι οι δυνάμεις της Αριστεράς ηττήθηκαν οριστικά το 1949, η Δεξιά και το Κέντρο ουδέποτε νίκησαν στην πραγματικότητα. Αντ’ αυτού, συνέβη κάτι πρωτοφανές. Οι ηττημένοι επικράτησαν ιδεολογικά και πολιτικά την ώρα που οι νικητές προσπαθούσαν με μέτρα καταναγκασμού να διοικήσουν τη χώρα και να σταθούν, διότι στο ιδεολογικό πεδίο αισθάνονταν αδύναμοι ή έστω λίγοι. Κάπως έτσι οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, κεντρώες και δεξιές, αργά αλλά σταθερά έκαναν στροφή στην άσκηση της πολιτικής και ενδύθηκαν τα ιμάτια της Αριστεράς τουλάχιστον κατά τον τρόπο της διακυβερνήσεως. Συνεπώς, οι ηττημένοι στο πεδίο της μάχης επέβαλαν τις πολιτικές τους μεσο-μακροπροθέσμως στο αστικό κράτος, το οποίο πολέμησαν και το οποίο υποτίθεται ήταν ο νικητής.

Ένα σύγχρονο παράδειγμα της ελληνικής παραδοξότητας είναι και η σύγχρονη Αριστερά στη χώρα μας. Η Αριστερά αντιτάχθηκε με οργή και αγωνιστική διάθεση στην επιβολή Μνημονίων που περιορίζουν την εθνική μας κυριαρχία. Οργάνωσε πορείες, συγκεντρώσεις, αντιστάσεις. Ενθάρρυνε έως έναν βαθμό ακόμη και πιο ανοίκειες συμπεριφορές απέναντι σε όσους είχαν αντίθετη άποψη. Εν πάση περιπτώσει, ήταν απολύτως αντίθετη στη λύση που επελέγη για την αντιμετώπιση της ανακυψάσης οικονομικής κρίσης.  Η αντιδραστική αυτή στάση την έφερε προ των πυλών της εξουσίας και τον Ιανουάριο του 2015 την κατέλαβε. Όμως και πάλι δούλεψε αυτό το «μοτίβο» της ελληνικής παραδοξότητας. Η Αριστερά συμβιβάσθηκε και σε μια ιδιόμορφη αλλά αξιοπαρατήρητη αντιστροφή ιστορικού παραδείγματος, ευθυγραμμίσθηκε με τις φιλελεύθερες απόψεις και άρχισε ή συνέχισε τις αποκρατικοποιήσεις, ψήφισε Μνημόνιο, αναγνώρισε το Χρέος και τους τρόπους μειώσεώς του συμπεριλαμβανομένου και του «τρισκατάρατου» για αυτήν PSI (Private Sector Involvement), το οποίο μέχρι και χθες κατήγγειλε, έθεσε τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου σε τροχιά εκποιήσεως για 99 χρόνια! Εν ολίγοις, ενώ νίκησε στις εθνικές εκλογές και έγινε κυβέρνηση ηττήθηκε κατά κράτος και ανέδειξε την ανάγκη ή τον μονόδρομο εφαρμογής φιλελεύθερων πολιτικών. Ήτοι, νίκησε ηττώμενη. Έγινε αντιστρόφως ό,τι και το 1949 και επέκεινα.   



Μέρος 1ον

Σύντομη αλλά περιεκτική καταγραφή και ορθή ερμηνεία των μεταπολεμικών καταστάσεων που έζησε και ζει η Ελλάδα. Δεδομένου ότι (κατά την γνώμη μου) το Κυπριακό στο οποίο επίσης αναφέρεται το ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο άρθρο, είναι μια προβολή των “Ελλαδίτικων” εμπειριών τής δεκαετίας τού 1950 (περιλαμβανομένης και τής διαλυτικής δράσης τού δηλητηριώδους αγγλικού παράγοντα) , ενώ και η “συριζαϊκή φάση” είναι κατά κύριο λόγο μια παρακμιακή επιδείνωση των ιδίων, θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα σ’ εκείνη την εποχή.
Είναι νομίζω άξιο ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι μολονότι η κουμουνιστική ανταρσία δεν πέτυχε την λαϊκή αποδοχή, και μάλλον αυτό ήταν αυτός ο κυριότερος λόγος που επέτρεψε στο αστικό κράτος να την καταστείλει, παρά ταύτα η αριστερά στο μεταπολεμικό Ελληνικό κράτος αντιμετωπίσθηκε περίπου τιμητικά. Το επίσημο Κράτος απαιτούσε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για τα πάντα και έφθαναν οι έρευνες για τα φρονήματα συχνά μέχρις αστείου σημείου (“μην ήταν αντάρτης ο θείος τού μπαμπά σου;;”) ˙ ίσως αυτό έκανε την κοινωνία πιο επιεική απέναντι στους αμφισβητουμένων φρονημάτων συμπολίτες. Επίσης μετά την κατασίγαση των εντάσεων ο μέσος πολίτης θέλησε να ξεχάσει το αίμα και τον διχασμό ˙ αυτό επίσης τον έκανε επιεικέστερο και συμφιλιωτικό απέναντι στους ηττημένους. Από την πλευρά τους εκείνοι επέμεναν με σκληρότητα και εκδικητικότητα, μεγιστοποιούσαν μια “θυματική” διάσταση τής αντιμετώπισής τους και δεν έπαυαν να μεθοδεύουν διάφορες ρεβάνς. Το αστικό κράτος τραγικά ανακόλουθο έθεσε μεν εκτός νόμου το κουμουνιστικό κόμμα, ηρωοποιώντας το, ενώ αμήχανο παρακολουθούσε την λεγόμενη δημοκρατική αριστερά (“Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, Ε.Δ.Α.”) να δρά ως υποκατάστατό του ˙ χωρίς κανείς να απαντήσει στην ερώτηση: υπήρχε και “μη κουμουνιστική” αριστερά; πώς διαφοροποιούνταν η τελευταία απέναντι στην κουμουνιστική; Εννοείται ότι δεν μέμφομαι την λειτουργία τής Ε.Δ.Α. , η οποία δεν μπορούσε να αποκλεισθεί, αλλά αναφέρομαι στο βλακώδες μέτρο τής απαγόρευσης τού Κ.Κ.Ε. με το αληθινό όνομά του , μέτρο το οποίο νομίζω ότι απλά έδινε την ευκαιρία στον κάθε πρώην αντάρτη (ακόμη και αν ήταν ποινικός εγκληματίας) να παριστάνει τον ήρωα και το θύμα, παράλληλα δε έδινε όπλα στην πάντα “δημοκρατική” και δήθεν μη κουμουνιστική Ε.Δ.Α. να διασύρει το αστικό κράτος ως ανελεύθερο . Διασυρμός ό οποίος γιγαντωνόταν στις Ευρωπαϊκές χώρες, όπου όσοι δήλωναν Έλληνες αριστεροί διανοητές ή καλλιτέχνες, αντιμετωπίζονταν με ένα “πριμ” έντιμου, διωκόμενου συνεπούς αγωνιστή . Και φθάνουμε εδώ στην (κατά την γνώμη μου) καίρια αποτυχία τού Ελληνικού αστικού μεταπολεμικού κόσμου : Για κάποιους λόγους τούς οποίους δεν έχω επιβεβαιώσει, αδυνατούσε να εκφέρει λόγο και άποψη στο πολιτιστικό πεδίο, στο οποίο επέτρεψε να κυριαρχήσει η αριστερή άποψη ˙ είτε ρητά, είτε συγκεκαλυμμένα κουμουνιστική .
Είναι γνωστή η ιστορική φράση τού Μάνου Χατζηδάκη ότι η μία κορυφαία προϋπόθεση για να πετύχεις στα καλλιτεχνικά στην Ελλάδα ήταν “να είσαι κουμουνιστής”. Σίγουρα δεν λέχθηκε αβασάνιστα από τον άνθρωπο ο οποίος το 1955 είπε στον Βασίλη Βασιλικό ότι “οι δεξιοί σού επιτρέπουν και να μην είσαι μαζί τους”. Σε δύο φράσεις οι βάσεις εκτόξευσης τής αριστερής κουλτούρας στην Ελλάδα ˙ οι δεξιοί δέχονταν και τούς μη δικούς τους, παράλληλα δε το κουμουνιστικό “χρίσμα” αποτελούσε το διαβατήριο για την άνοδο στο καλλιτεχνικό πεδίο . Αυτό απαντά στο ερώτημα για την αποδυνάμωση τής “δεξιάς ιντελιγκέντσιας”; ίσως αν σκεφθεί κανείς π.χ. την τύχη τού αριστουργήματος τού Ρόδη Ρούφου “Το χρονικό μιάς σταυροφορίας”, το οποίο το “αριστερό ιερατείο” τής Ελληνικής ιντελιγκέντσιας έθαψε με μίσος ως δήθεν “μαύρη λογοτεχνία”• προς επίρρωση των χαρακτηρισμών μου αναφέρομαι πάλι στον μη δεξιό Βασίλη Βασιλικό, ο οποίος προς τιμήν του, προ ετών σε τηλεοπτική παρουσίαση εξεθείασε το παραπάνω βιβλίο και μάλιστα το συνέκρινε προς την γνωστή θαυμάσια τριλογία τού Στρατή Τσίρκα για την ίδια σχεδόν περίοδο, «Ακυβέρνητες πολιτείες», χαρακτηρίζοντας ως ανώτερο τους το «Χρονικό» του Ρ. Ρούφου.
Ίσως πράγματι αυτό το δίπολο απουσίας αστικής ιντελιγκέντσιας και η υπερτροφική έως μονοπωλιακή παρουσία τής αντίθετης αριστερής εκδοχής, να συνετέλεσε καθοριστικά στην αποσάθρωση τής σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας και στην απογύμνωσή της από τις “γονιδιακές” αξίες της , που κατέληξαν να χαρακτηρίζονται απλά “παραδοσιακές” ή και “αναχρονιστικές αρχές”, κενές γραφικές αφυδατωμένες παραδόσεις. Κάτι που βέβαια μεταφράζεται και σε πολιτικό αποπροσανατολισμό και βαθύτερη κοινωνική σήψη - κρίση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: