Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

 

Νίκος Απελαίος
Τα Κομμουνιστικά εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα! «Τους διέταζα να γδυθούν κι ύστερα τους έβαζα να γονατίσουν στο… χώμα και να σκύψουν το κεφάλι πάνω σε μεγάλες πέτρες, που είχα αραδιάσει έξω από τα Διυλιστήρια της Ούλεν. Τότε έπαιρνα ένα τσεκούρι και τους έδινα μια τσεκουριά πίσω στο κεφάλι και αν δεν τους αποτελείωνα με την πρώτη, τους έδινα και δεύτερη και τρίτη, ώσπου “να τα βροντήξουν”… Άλλα παλικάρια, όπως ο Τζογανάκος και ο Μακαρόνας, τους έδιναν κάμποσες μαχαιριές στην καρδιά και κατόπιν ερχόταν αλλουνού η σειρά. Όταν κουραζόμουν, έπαιρνε άλλος τη θέση μου…». (Στέφανος Λιόλιος, δήμιος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) Ἦταν ἡ πλέον αἱματηρὴ περίοδος τῆς «Κόκκινης Τρομοκρατίας» ἐναντίον ἀθῴων ἀμάχων, τῆς «ἀντιδράσεως» ὅπως εἶχαν βαπτισθῇ ἀπὸ τὸ ΕΑΜ/ΚΚΕ, στὴν Πελοπόννησο. Περισσότερα ἀπὸ 1200 ἄτομα ἐσφγιάσθησαν μόνον στὴν Ἀργολιδοκορινθία. Ὁ τόπος μαρτυρίου μὲ τὰ περισσότερα θύματα ἦταν ὁ Φενεὸς (τὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἡ Τρῦπα στὸ Κακοβοῦνι) καὶ ὁ δεύτερος ἡ Στιμάγκα καὶ τὸ γειτονικὸ Ἑλληνοχῶρι. Στὴν Στιμάγκα, χρόνια μετὰ τὰ γεγονότα, συγγενεῖς τῶν θυμάτων ἔκτισαν ἕνα μνημεῖο στὸν λόφο ἐπάνω ἀπὸ τὸ χωριό, κοντὰ στὸ ἐξωκκλήσι ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἡ ΟΠΛΑ ὡς φυλακὴ καὶ βασανιστήριο πρὶν τὴν ἐκτέλεση. Ἐπάνω στὸ μνημεῖο εἶχαν γράψῃ τὰ ὀνόματα 800 καὶ πλέον θυμάτων. Κάποια χρόνια μετὰ τὴν Μεταπολίτευση, βάνδαλοι κατέστρεψαν τὶς πλάκες μὲ τὰ ὀνόματα, σκεπτόμενοι ἴσως ὅτι ἔτσι ἐξαφανίζουν ἕνα πειστήριο τοῦ φοβεροῦ αὐτοῦ ἐγκλήματος! Έτσι δρούσε η ερυθρή συμμορία «Στην περιφέρεια Κονίτσης εκτελούσαν κατά ομάδες πολίτες, μητέρες, γέροντες, παπάδες, ως δήθεν “πράκτορες του μοναρχοφασισμού”. Ο κόσμος έτρεμε, ακούγοντας το όνομα “πράκτωρ”. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα είχε την τύχη να του πέσει τέτοιος χαρακτηρισμός. Και τέτοιους χαρακτηρισμούς ήταν εύκολα να κάμει και ο πιο άξεστος συμμορίτης και διά μόνο τον λόγο, ότι κάποιος του αρνήθηκε να δώσει το ζώο ή ένα κομμάτι ψωμί… Από μερικά κομματικά μέλη άκουσα, μου ήλθε στα αυτιά μου, μια φοβερή είδησις. Πως κάτι παιδιά του Παιδομαζώματος από τη Ρουμανία, εστάλησαν να πολεμήσουν στην Ελλάδα!… Αισθάνθηκα τη μεγαλύτερη ντροπή! Συλλογιζόμουν το κατάντημά μας! Την ψευτιά μας! Την δολιότητα! Την απάτη! Την προδοσία! Την κακουργία και το έγκλημα! Γελάσαμε τους γονείς πως τα παιδιά θα “ζούσαν ευτυχισμένα, μακρυά από αεροπλάνα και πολέμους”! Και τώρα, μετά από έναν χρόνο “ανάπαυση” τα στέλναμε στον πόλεμο! Να πολεμήσουν εναντίον εκείνων που όφειλαν να σέβονται! Σκέφθηκα, ότι δεν είχαμε ούτε μιας δεκάρας φιλότιμο! Διότι αν είχαν έστω και μιας δεκάρας φιλότιμο εκείνοι που διέπραξαν τέτοιο ανοσιούργημα, έπρεπε να πέσουν στον Δούναβη να ξεπλύνουν την ντροπή και το αίσχος απ’ το κατάντημά τους! Αλλά που ντροπή!». (Γεώργιος Μανούκας, εκ των υπευθύνων του "παιδομαζώματος") «Σκότωναν φτωχές γυναικούλες γιατί έπλεναν ρούχα Ιταλών ή Γερμανών στρατιωτών. Θανάσιμο έγκλημα, επαίσχυντη αντιπατριωτική πράξη. Από πόσο πατριωτικό πάθος θα φλέγονταν αυτός ο λεβέντης για να σκοτώσει μια μάνα που έπλενε ρούχα για ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά της. Σκότωσαν εργάτες γιατί δούλευαν σε γερμανικές επιχειρήσεις. Στους ομαδικούς τάφους που άνοιξαν στο Περιστέρι, μπροστά στην αντιπροσωπεία των αγγλικών εργατικών συνδικάτων όλα τα πτώματα φορούσαν μπαλωμένα κουρέλια και τα χέρια τους ήταν χέρια εργατών… Σκότωσαν γυναίκες γιατί από την πείνα ή για να σώσουν τα παιδιά τους δόθηκαν για μια πανιότα ή για μια κονσέρβα σε Ιταλούς ή Γερμανούς στρατιώτες… Χιλιάδες αθώοι ανύποπτοι άνθρωποι σφαγιάσθηκαν δίχως να ξέρουν γιατί, ούτε αυτοί ούτε εκείνοι που εν ψυχρώ τους εκτελούσαν. Ολόκληρες οικογένειες έχουν ξεκληριστεί με το πρόσχημα της συνεργασίας με τον εχθρό, ενώ στην πραγματικότητα κρύβονταν πίσω απ’ αυτά οικογενειακά ή προσωπικά μίση… Δρούσε ακόμα στις πόλεις για λογαριασμό του ΕΑΜ και η ΟΠΛΑ. Πρόκειται για τους φονιάδες που χρησιμοποιούσε το ΚΚΕ στην Κατοχή… Αυτήν την ηρωική πλευρά του “Εθνικού Έπους”, ίσως από μετριοφροσύνη δεν την αναφέρουν στους πανηγυρισμούς της Εθνικής Αντίστασης!». (Άγις Στίνας, παλαιό στέλεχος και βουλευτής του ΚΚΕ) «Στην Απάνω Μεσσήνη, ρίχναμε πολύ διαφωτιστικό υλικό. Θέλαμε να σπάσουμε τον πάγο του πληθυσμού και την “ηττοπάθειά” του. Τον καλούσαμε να πάρει θέση. Η Οιχαλία είναι ένα μεγάλο κεφαλοχώρι της Απάνω Μεσσήνης. Κάθε Κυριακή γίνεται εκεί μεγάλο παζάρι, που εξυπηρετεί τον πληθυσμό της Μεσσηνίας—Αρκαδίας. Ένα Σάββατο βράδυ, μπήκε ένας λόχος μας στο χωριό, κατά τον Οκτώβριο 1948. Όπου υπήρχε μαγαζί ανοίχτηκε, από τσαγκάρικο, εμπορικό, μέχρι φαναρτζίδικο. Γιόμισαν οι δρόμοι του χωριού σπασμένες πόρτες, τζάμια, παραθυρόφυλλα. Ούτε ένας κάτοικος δεν βγήκε στο παράθυρο να διαμαρτυρηθεί. Χάλαγε ο κόσμος από τους βρόντους της βαριάς και από το τρίξιμο των λοστών. Όσοι χωριάτες, άλλων μακρινών χωριών, είχαν πάει από βραδύς στην Οιχαλία, με τις πραμάτειες των, και είχαν πλαγιάσει στους δρόμους, τσαλαπατήθηκαν και οι ίδιοι και οι πραμάτειες τους. Το πρωί-πρωί, βγήκε δειλά-δειλά ο πληθυσμός. Οι δρόμοι ήταν γιομάτοι γνέματα, μπογιές βαφής, πρόκες, καλαπόδια, τσαλαπατημένες ντομάτες και μελιτζάνες. Οι αντάρτες δεν είχαν αφήσει τίποτα στα μαγαζιά. Όσα δεν χρειάζονταν, τα πέταγαν στους δρόμους. Τ’ άλλα χωριά, που ήρθαν πρωί στο παζάρι για να ψωνίσουν, βρήκαν γιομάτους τους δρόμους με προκηρύξεις μας. Ίσως να διάβαζαν και καμμιά. Περισσότερο, όμως, μελετούσαν και “θαύμαζαν” τα έργα μας. Φαίνεται πως τα έργα μας, μιλούσαν κατ’ ευθείαν στην καρδιά και στον νου του λαού…». (Γιάννης Καραμούζης, διαφωτιστής του ΚΚΕ) «Ο Δημοκρατικός Στρατός έκανε επίθεση τη νύχτα, αιφνιδιαστικά σε χωριά και σε πόλεις και έπαιρνε ανεξέλεγκτα αγόρια και κορίτσια, έστω κι αν ακόμα το στόμα τους μύρισε γάλα. Οι μάνες έκρυβαν τα παιδιά τους στους αχερώνες, στα μπαούλα, μα οι αντάρτες τα βρίσκανε και τα παίρνανε μαζί τους στα βουνά. Από τη θαλπωρή του σπιτιού τους, από τη μητρική αγκαλιά, από την πατρική φροντίδα, βρίσκονταν μονομιάς σ’ ένα κρύο αμπρί, στο χιόνι, στον παγωμένο αέρα του βουνού, στην πείνα. Και έπρεπε ο Δημοκρατικός Στρατός να πολεμήσει μ’ αυτούς… Στις συσκέψεις που κάναμε στα διά­φορα τμήματα με τις υπεύθυνες γυ­ναικών των ταγμάτων, των λόχων, των ταξιαρχιών, μαθαίναμε ότι οι μικρές κοπέλες των 13, 14 και 15 χρονών, που τις επιστρατεύαμε, άμαθες και α­νεκπαίδευτες όπως ήταν, σκοτώνονταν στις πρώτες μάχες, που τις στέλναμε. Η εντολή από “Πάνω” -από το Γενικό Αρχηγείο-, ήταν να τους καταδι­κάσουμε όλους σε θάνατο. Μας περίμε­ναν δύσκολες μάχες, έπρεπε με το μα­χαίρι να τα σταματήσουμε όλα αυτά, έπρεπε να επιβάλουμε τιμωρία σκληρή προς παραδειγματισμό και εκφοβισμό». (Μαργαρίτα Λαζαρίδου, καπετάνισσα και «δικαστής» του ΔΣΕ) Στην μεταπολεμική ελληνική ιστοριογραφία που έχει καθιερώσει η αριστερή ιδεολογική τρομοκρατία, ελάχιστοι γνωρίζουν για την ΟΠΛΑ (ή «Πολιτοφυλακή»), την δολοφονική οργάνωση του ΚΚΕ (κάτι σαν την μυστική αστυνομία του Τσαουσέσκου, την ΣΕΚΙΟΥΡΙΤΑΤΕ, όπου τα υποψήφια θύματα υποχρεώνονταν να πάνε «για μια ανακρισούλα» και έκτοτε χάνονταν τα ίχνη τους), όπως ελάχιστοι έχουν γνώση για τα λαϊκά δικαστήρια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, κατά το πρότυπο των λαϊκών δικαστηρίων των μπολσεβίκων στη Σοβιετική Ένωση. Το Παιδομάζωμα, είτε αποσιωπείται επιμελώς, είτε γίνεται, συνήθως, μια επιδερμική αναφορά και φροντίζεται σχεδόν πάντα να αντιπαραβάλλεται με τις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης, ώστε να δικαιολογείται και να εξωραΐζεται αυτό το μεγάλο έγκλημα. Για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των κομμουνιστών (ναι, υπήρξαν και τέτοια), ούτε λόγος να γίνεται. Τα προμελετημένα, από τους κομμουνιστές, αιματηρά Δεκεμβριανά του ’44, παρουσιάζονται σαν μια αυθόρμητη αντίδραση στην καταπίεση του «μοναρχοφασισμού»· η σφαγή ομήρων, ως ένα «λάθος» -άρα τα υπόλοιπα ήταν σωστά και δικαιολογημένα. Σε κανένα από τα αφιερώματα των εγκάθετων κομμουνιστών δημοσιογράφων και «ιστορικών», δεν πρόκειται να δείτε και να διαβάσετε για την προδοτική στάση των κομμουνιστών στη Μακεδονία και τη Θράκη και την συμπόρευσή τους με τους Βούλγαρους κατακτητές, ούτε και για την εξόντωση των αντιστασιακών οργανώσεων από το ΚΚΕ. Αντιθέτως, σε μια πλήρη διαστρέβλωση της ιστορίας, όλοι οι άλλοι πλην των κομμουνιστών, ιδίως κατά την περίοδο της Κατοχής, παρουσιάζονται σαν προδότες, φασίστες και συνεργάτες των κατακτητών, ενώ οι ίδιοι οι κομμουνιστές, ως οι μόνοι αυθεντικοί πατριώτες και τιμητές των πάντων. Η ευθύνη της οποίας σπάνιας παραδοχής εγκλημάτων, μετατοπίζεται στον «ανεύθυνο» όχλο και οι ηθικοί αυτουργοί παρουσιάζονται ως Πόντιοι Πιλάτοι που «αδυνατούσαν να συγκρατήσουν την εκδικητική μανία του λαού». Πρόκειται δηλαδή, για να δανειστούμε τον τίτλο του βιβλίου του ταγμένου Τάσου Κωστόπουλου, για μια «αυτολογοκριμένη μνήμη». Ο «εθνάρχης» Κωνσταντίνος Καραμανλής, δίχως το ΚΚΕ να αποκηρύξει το εγκληματικό κι αντεθνικό παρελθόν του, στα πλαίσια μιας παρεξηγημένης δημοκρατίας κι εθνικής ενότητας, το βγάζει από την παρανομία, όπου ουσιαστικά είχε μπει οικειοθελώς και το βάζει στη νομιμότητα· ο σφαγέας του Καρπενησίου, Χαρίλαος Φλωράκης, εξαγνίζεται υπογράφοντας μια απλή δήλωση «σεβασμού» του δημοκρατικού πολιτεύματος (σε αναγνώριση μάλιστα της εθνικής του «προσφοράς», όταν πέθανε το 2005, ο μπουνταλάς πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, διέταξε να κυματίσουν οι σημαίες… μεσίστιες!). Ο δημαγωγός Ανδρέας Παπανδρέου, συνεχίζει αυτό το ανοσιούργημα και δίνει συγχωροχάρτι, αναγνωρίζοντας το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ως αντιστασιακή οργάνωση και επιτρέποντας, στους δολοφόνους που διέφυγαν στο εξωτερικό (αυτούς που ονομάζουν «πολιτικούς πρόσφυγες») να επιστρέψουν ως αδικημένοι αντιστασιακοί, συνταξιοδοτούμενοι μάλιστα από το κράτος, για τις «υπηρεσίες» που πρόσφεραν στην πατρίδα. Το κερασάκι βάζει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1989, στα πλαίσια της συγκυβέρνησης με το ΚΚΕ, όπου με τον νόμο 1863, ο Συμμοριτοπόλεμος βαπτίζεται κι επισήμως ως Εμφύλιος, ενώ οι συμμορίτες του ΚΚΕ καλούνται πλέον ως «Δημοκρατικός Στρατός» (λες και η μετονομασία κάνει το αίμα να ζυγίζει λιγότερο)· παραλλήλως απονέμεται και με τη βούλα αμνηστία για όλα τα κομμουνιστικά εγκλήματα, τα οποία διαγράφονται από τα ποινικά μητρώα των εγκληματιών. Και για να δικαιολογηθεί όλο αυτό, η περίοδος από το 1944 μέχρι το 1974, αποκαλείται περίοδος με «κατά διαστήματα πολιτική ανωμαλία». Έτσι, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Οι φέροντες το περιβραχιόνιο του ΕΑΜ, με όλη την δύναμη κι εξουσία που τους έδινε αυτό, οι οποίοι κυκλοφορούσαν με τους καταλόγους των προγραφέντων συχωριανών τους και σημάδευαν τα σπίτια τους, ώστε να είναι αναγνωρίσιμα προς λεηλασία και καταστροφή, βγαίνουν από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, «αγνοί» και «τίμιοι» και φυσικά συνταξιοδοτούνται κι αυτοί ως «αντιστασιακοί» από το ελληνικό κράτος (δηλαδή και με την συνδρομή των θυμάτων τους). Επιβολή της ιστορικής λήθης, διαστρέβλωση της ιστορίας και εμπαιγμός της ιστορικής μνήμης, διά νομοθετικών διαταγμάτων, γεννήματα πολιτικής συναλλαγής. Ο Άρης Βελουχιώτης, δεν είναι πια ο αδίστακτος σαδιστής εγκληματίας, αλλά ένας μέγας πατριώτης κι επαναστάτης, μόλις ένα σκαλί πιο κάτω από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη -το άγαλμά του στην πλατεία Λαού της Λαμίας, αποτελεί πάντοτε ένα μνημείο αμετροέπειας και ιταμότητας. Ο υμνητής του Στάλιν, Νίκος Μπελογιάννης, δεν είναι πια προδότης, αλλά ένας ακόμη «ήρωας» της κομμουνιστικής Αριστεράς. Ο κουρέας Γιάννης Ιωαννίδης που έγινε «αντιπρόεδρος» της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης», ο αγράμματος τσαγκάρης «αντιστράτηγος» Γούσιας, ο θλιβερός γιατρός Πέτρος Κόκκαλης (πατέρας του επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη), που οργάνωσε το επαίσχυντο Παιδομάζωμα, και όλα αυτά τα ρεμάλια που είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στον καθένα, γίνονται μορφές «σεβάσμιες», αντί να καταλήξουν στον «σκουπιδοντενεκέ της Ιστορίας» (κατά την έκφραση του Τρότσκι). Σε μια προσβολή της ιστορικής μνήμης, οι εκδηλώσεις για τα θύματα από τις σφαγές του Μελιγαλά, των Γαργαλιάνων, του Φενεού κ.λπ., στιγματίζονται και βαπτίζονται από τους θύτες, ως «εκδηλώσεις μίσους» -και το επίσημο κράτος συναινεί σ’ αυτό, είτε διά της εκκωφαντικής σιωπής του, είτε διά της απουσίας του από τις τελετές μνήμης των νεκρών αυτών. Ο καπνεργάτης Σιάντος, ο απόφοιτος της Δ’ Δημοτικού που ξεκίνησε το αιματοκύλισμα της Ελλάδος και έδωσε το ελεύθερο στον ψευτοταγματάρχη Βελουχιώτη να «στρώσει τον δρόμο του με κορμιά» στην Πελοπόννησο, καθώς και ο αντιπρόσωπος του Στάλιν στην Ελλάδα, Νίκος Ζαχαριάδης, ο άνθρωπος που συνέχισε και ολοκλήρωσε το αιματοκύλισμα, «αποκαθίστανται» από το ΚΚΕ. Ο καπνεργάτης «στρατηγός» Μάρκος Βαφειάδης, μπαίνει με δόξα και τιμή στη Βουλή, την οποία προηγουμένως θέλησε να καταλύσει με τα όπλα. Η καφρίλα σε όλο της το μεγαλείο. Έτσι γράφεται η Ιστορία στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, η χυδαία μορφή της Ιστορίας…

Δεν υπάρχουν σχόλια: