Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Εγκλήματα Ακροαριστερών 1942-1967

 Ioannis Bougas

12-08-2020

ΟΙ ΣΦΑΓΕΣ ΤΟΥ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ΣΤΟΝ ΦΕΝΕΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ!

(Σε συνέχειες από το έργο μου «ΑΘΩΩΝ ΑΙΜΑ, «Ελεύθερος Μωριάς» 1943-44»)

ΜΕΡΟΣ 2-ΟΝ: Ο ΕΛΑΣ στη Μονή Αγίου Γεωργίου. Το Βασανιστήριο του "Μαρτύρα", Δολοφονίες!

Τό ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΟΠΛΑ/ΚΚΕ ἐκτέλεσε τό 1943-᾽44 περισσότερους ἀπό 1200 ἀνθρώπους στήν Κορινθία, ὅλους ἀμάχους. Ἐκτελέσεις ἔγιναν σέ δεκάδες τοποθεσίες. Τό συντριπτικό ποσοστό, ἴσως πάνω ἀπό τό 80%, τῶν ἐκτελέσεων ἔγιναν σέ δυό συγκεκριμένα μέρη. Στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στόν Φενεό, καί στην περιφέρεια τῶν δυό γειτονικῶν χωριῶν Στιμάγκα καί Ἑλληνοχώρι πού βρίσκονται νοτιότερα στήν Ὀρεινή Κορινθία. Στά δυό αὐτά χωριά, οἱ περισσότερες σφαγές ἔγιναν στή ρύπα Καμάρι, λίγο ἔξω ἀπό τό χωριό Στιμάγκα, καί σέ 3-4 ρύπες (γκρεμούς) μεταξύ τῶν δυό χωριῶν, πλησιέστερα πρός τό Ἑλληνοχώρι.


Γιά μιά καλή περιγραφή τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου κατέφυγα σέ ἕνα ἄρθρο τῆς συγγραφέως Ντίνας Βλάχου: «Τό μοναστήρι, τριώροφο, ἐπιβλητικό καί ἐντυπωσιακό οἰκοδόμημα, σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή πού ὑπάρχει στό ἐξωτερικό τοῦ ναοῦ, πίσω ἀπό τήν κύρια θύρα, χτίστηκε τό 1693, ἀλλά ἀνακαινίσθη ἐκ θεμελίων, λόγῳ πυρκαγιᾶς, τό 1754. Ὑπῆρξε ἐξ ἀρχῆς σταυροπηγιακό, δηλαδή ἀδούλωτο κι ἐλεύθερο, δεσποζόμενο κατευθείαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό ὁποῖο, σάν γνώρισμα ὑποταγῆς, ἔστελνε κάθε χρόνο μιά ὀκά κερί! Σταυροπηγιακό ἀναφέρεται τό μοναστήρι «τοῦ Φονιᾶ» καί στόν κατάλογο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1797-1798. Ἀλλά καί ἡ ἀρχαιοτάτη σφραγίδα τοῦ μοναστηριοῦ πού βρίσκεται στό ἐκκλησιαστικό μουσεῖο Κορίνθου φέρει τήν ἐπιγραφή «Σφραγίς τῆς Ἱερᾶς καί σταυροπηγιακῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου Φονιᾶ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ».

Ἐπίσης, ἐπί Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε' ἐξεδόθη Σιγίλλιο τό 1797 μέ τό ὁποῖον βεβαιοῦται ὅτι τό μοναστήρι εἶναι σταυροπηγιακό. Ἐπειδή, φαίνεται, εἶχε καεῖ, οἱ πατέρες εἶχαν ξαναζητήσει τήν ἀναγνώριση ὡς σταυροπηγιακό ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Σέ τοῦτο τό Σιγίλλιο ὁ Γρηγόριος ὁ Ε' τό ἀνακηρύσσει Πατριαρχικό καί σάν δείγμα ὑποταγῆς του νά στέλνει τό μοναστήρι κάθε χρόνο ἑκατόν πενήντα γρό¬σια.
Ὁ ναός εἶναι στή μέση τῆς αὐλῆς καί γύρω τριώροφο συγκρότημα κελιῶν, πού τό κάνουν ὁλόκληρο τεράστιο καί μεγαλόπρεπο. Ὁ ναός, τύπου βασιλικῆς μέ τροῦλο, εἶναι χωρισμένος στό νάρθηκα, στόν κυρίως ναό στόν ὁποῖο εἰσερχόμεθα ἀπό τρεῖς θύρες καί στό Ἱερό. Ὁλόκληρος ὁ ναός εἶναι εἰκονογραφημένος μέ τοιχογραφίες σπάνιας τέχνης καί λεπτοτάτης κατεργασίας ἀπό τόν ζωγράφο Παναγιώτη ἀπό τά Ἰωάννινα, (ὅπως ἀναφέρει ἐπιγραφή), τό 1762 - 1768. [...] Στή δυτική πλευρά τοῦ ναοῦ, πίσω ἀπό τό νάρθηκα, στήν ὁροφή, ὑπάρχει καταπακτή ἀπό τήν ὁποία μέ ξύλινη σκάλα σήμερα ἀνεβαίνει κανείς στό «Κρυφό Σχολειό».

Τίποτα ἄν δέν εἶχε τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου νά μᾶς προσφέρει καί εἶχε μόνο τό κρυφό σχολειό του, τό ὁποῖο σώζεται σέ ἄριστη κατάσταση, ὄχι μόνο θά ἄξιζε, ἀλλά θά ἦταν καί χρέος μας νά τό ἐπισκεφτοῦμε. Τοῦτος ὁ χῶρος εἶναι ἁγιασμένος ἀπό τό φόβο καί τή λαχτάρα τῶν σκλαβωμένων προγόνων μας γιά ἐλευθερία. [...] Κατά τήν Ἐπανάσταση οἱ μοναχοί τῆς μονῆς ἐθυσίασαν ὅλα τά ὑπάρχοντα τους γιά τόν Ἀγώνα. Κατά τόν Φωτᾶκο «Ἔτρεχαν ἄλλα χρήσιμα εἰς τούς στρατιώτας». Ἀπό τοῦτο τό μοναστήρι εἶχε περάσει ὁ Παπαφλέσσας μέ ἄλλους ἀρχηγούς ὅπλων, λίγο πρίν τήν Ἐπανάσταση, ζητώντας μέ τήν ὁρμή του νά σηκωθοῦν ἐκείνη τήν ὥρα. Καί τώρα πιά δέ μᾶς ξαφνιάζει ἡ πληροφορία πού ὑποστηρίζουν πολλοί συγγραφεῖς (ἀπό τό βιβλίο «Ἡ Γκούρα Κοριν¬θίας» τοῦ Βασ. Π. Σαρλῆ) ὅτι «τό πρῶτο Τούρκικο αἷμα πού χύθηκε ἀπό δικούς μας καί πού ἐσήμαινε τήν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως, ἔρευσε σέ χωριό τῆς Κορινθίας, στό Φονιά. Ἐκεῖ οἱ δικοί μας χτύπησαν κάτι γυφτοχαρατσίδες πού ἀνῆκαν στήν ὑπηρεσία τοῦ Κορίνθιου Βοεβόδα, τοῦ γνωστοῦ Κιαμήλμπέη». Κι ἀπό τοῦτο τό μοναστήρι πάλι, ὅταν ὁ Ἰμπραήμ εἶχε ρημάξει τήν Πελοπόννησο, ὁ ἀρχηγός τῶν ὅπλων Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, προσπαθοῦσε νά συγ-κεντρώσει τά Ἑλληνικά στρατεύματα γιά ν᾽ ἀντισταθεῖ στόν Αἰγύπτιο Πασά. Τό ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Κολοκοτρώνης στά ἀπομνημονεύματά του.

«Στήν πατρίδα (γράφει ὁ Σταῦρος Κουτίβας) τούτη ἡ μονή δέν πρόσφερε μόνο χρήματα καί τίς ὑπηρεσίες τῶν μοναχῶν στούς ἀσθενεῖς καί τραυματίες τοῦ πολέμου, ἀλλά καί πολλούς ὁπλοφόρους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπολέμησαν σ᾽ ὅλες τίς μάχες τοῦ πολέμου μέ γενναιότητα καί τόλμη». Ἡ μονή σ᾽ ὅλα τά χρόνια τοῦ πολέμου συντηροῦσε τριάντα ὁπλοφόρους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν μέ ἡρωισμό καί αὐτοθυσία. Ὁ ἴδιος ὁ ἡγούμενος Ναθαναήλ, τά πρῶτα χρόνια τῆς Ἐπανάστασης, ἀκολουθοῦσε τά Ἑλληνικά στρατεύματα!
Ἀπό ἔγγραφο τῆς μονῆς μαθαίνουμε τήν προσφορά της στήν Ἐπανάσταση πού μπορεῖ νά μετρηθεῖ μέ τά φτωχά σταθμά τῆς ὕλης. Τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Φενεοῦ πρόσφερε στόν Ἀγώνα 9.500 γρόσια, 15 ὀκάδες ἀσήμι. «Ἀσήμι ἰδικόν μας καί τοῦ μοναστηρίου, ἐκτός τοῦ Ἁγίου ποτηρίου, ὀκάδες 15». 500 γιδοπρόβατα. 15 βοϊδογέλαδα, 8.000 μπότσες κρασί καί 950 ὀκάδες σιτάρι.

Ὅπως θά περιγράψουμε, στά χρόνια τῆς Κατοχῆς τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὑπῆρξε δυστυχῶς τόπος μαρτυρίου. Σήμερα, τό μνημεῖο αὐτό μέ τήν λαμπρή μακρόχρονη ἱστορία καί προσφορά, εἶναι τυλιγμένο στή σιωπή. Σχεδόν χωρίς καθόλου περιουσιακά στοιχεῖα, μέ ἐλάχιστους, ἐγκαταλειμένους στή μοναξιά μοναχούς, σάν ἕνα μουσειακό εἶδος, τό περισφίγγει σιγά - σιγά μέ τά ὕπουλα δάχτυλά της ἡ λησμονιά καί ὁ θάνατος...».

Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τόπος μαρτυρίου.
Αὐτό τό ἱστορικό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στόν Φενεό Κορινθίας, ἀπό τό καλοκαίρι τοῦ 1943 μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 1944, ἦταν τό μεγαλύτερο σφαγεῖο τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στήν Πελοπόννησο. Ὑστέρησε μόνον τοῦ Μελιγαλᾶ σέ ἀριθμό θυμάτων! Εἶναι κτισμένο σέ ὑψόμετρο 1.600 περίπου μέτρων, στήν δασωμένη πλαγιά τοῦ πανέμορφου βουνοῦ τῆς Πεντέλειας ἤ Ντουρντουβάνας, κοντά στό σημεῖο πού ἑνώνονται οἱ τρεῖς νομοί Κορινθίας, Ἀχαΐας καί Ἀρκαδίας. Ἡ Ντουρντουβάνα (ὑψόμετρο 2.112 μέτρα) εἶναι ἡ Ἀνατολική ἄκρη τοῦ βουνοῦ Ἀοράνεια (ἤ Χελμός). Κάποτε φιλοξενοῦσε περήφανους καί ἀνυπότακτους κλέφτες, ὅπως μᾶς λέει ἕνα κλέφτικο τραγούδι.

Τρεῖς περδικοῦλες κάθονταν ψηλά στή Ντουρντουβάνα
Ἡ μιά τηράει τό Φονιά, ἡ ἄλλη κατά τή Λάστα,
κι ἡ τρίτη, ἡ καλύτερη, μοιριολογεῖ καί λέει.
- Ἀλέξη κάτσε φρόνιμα, κάτσε νά προσκυνήσεις!
Πέντε πασάδες ἔρχονται μές τοῦ Φονιά τόν κάμπο
Καί κυνηγοῦν τήν κλεφτουριά καί τούς καπεταναίους
Καί τότες πούθε νά κρυφτεῖς καί ποῦ νά ξεχειμάσεις;
Ἐγώ σᾶς τόειπα μιά φορά, σᾶς τόειπα τρεῖς καί πέντε
Τούρκους ἐγώ δέ σκιάζομαι, πασάδες δέ φοβᾶμαι!
...................................................................................................
Στήν Κατοχή τό περπατοῦσαν ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ καί σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ πού ὁδηγοῦσαν Ἕλληνες μέ δεμένα χέρια, ξυπόλητους καί ἡμίγυμνους. Ἕλληνες «ἀντιδραστικούς» καθ᾽ ὁδόν γιά τό Στρατόπεδο Κρατουμένων τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ πού λειτουργοῦσε στό Μοναστήρι, ἤ γιά τόν τελικό τόπο τοῦ μαρτυρίου τους. Γιά τήν σφαγή τους δηλαδή, σέ μιά ἀπό τίς γύρω δασομένες πλαγιές ἤ στό Βάραθρο τοῦ Φενεοῦ (τήν Τρῦπα), πού βρίσκεται λίγο μακρύτερα στή θέση Κακοβούνι τῆς Ντουρντουβάνας.

Τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί τά πολύ κοντινά χωριά, ἔγιναν ἡ βάση τοῦ ἀρχικοῦ πυρήνα τοῦ 6ου συντάγματος Κορινθίας τοῦ ΕΛΑΣ, πού δημιουργήθηκε τό καλοκαίρι τοῦ 1943 μέ πολλούς ἀπό τούς ἀντάρτες τῆς Ρούμελης πού ἔστειλε ὁ Ἄρης Βελουχιώτης στήν Πελοπόννησο. Ἀργότερα, τό 1944, τάγματα ἤ λόχοι τοῦ συντάγματος ἔκαναν βάση τους, μόνιμα ἤ προσωρινά καί ἄλλες περιοχές τῆς Ἀργολιδικορινθίας. Τό Ἀρχηγεῖο τοῦ συντάγματος ὅμως παρέμεινε σ᾽ αὐτήν τήν περιοχή τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας μέχρι τήν ἀπελευθέρωση. Ἀρχικά στό Μοναστήρι ἤ τό πλησίον χωριό Φονιάς, μετά στό χωριό Γκούρα, καί γιά λίγο στό χωριό Γκιόζα.

Ὁ ἀντάρτης τοῦ ΕΛΑΣ Γιάννης Κουρούμαλης (καπετάν Λάμπρος) ἀπό τό χωριό Σοφιανά, γράφει σχετικά: «...Ἦταν ἀρχές τοῦ Δεκέμβρη 1943. [...] Ὁ σύνδεσμος ἔφερε ἕνα σημείωμα ἀπό τό Ἀρχηγεῖο τοῦ 6ου Συντάγματος πού μιλοῦσαν γιά ἐπικείμενες ἐκκαθαριστικές ἐπιχειρήσεις τῶν Γερμανῶν [...] κι ἀπό κεῖ νά μποῦνε στόν Φενεό τῆς Κορινθίας, πού ἦταν ἕδρα τοῦ Συντάγματος...». Μόνο σέ περιόδους πού πλησίαζαν Γερμανοί, τό Ἀρχηγεῖο τοῦ 6ου μετεκινεῖτο προσωρινά ἀπό τήν περιοχή τοῦ Φενεοῦ.

Μαζί μέ τήν ἐγκατάσταση τῶν ἀνταρτῶν τοῦ ΕΛΑΣ, ξεκίνησαν καί οἱ ἐκτελέσεις γύρω ἀπό τό Μοναστήρι. Ἡ μαρτυρία πού ἀκολουθεῖ ἀνήκει πάλι στόν καπετάν Λάμπρο, ὁ ὁποῖος εἶδε ἐκεῖ βασανιστήρια καί ἐκτελέσεις ἀπό ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ στίς ἀρχές Αὐγούστου τοῦ 1943: «...τό χωριό Σουδενά τό ἔκαψαν οἱ Ἰταλοί καί σκότωσαν τόν ὑπεύθυνο τοῦ ΕΑΜ. Τό γιό τῆς χήρας ὅπως τόν ἔλεγαν οἱ χωριανοί του καί ἦταν τραυματίας τοῦ Ἀλβανικοῦ Μετώπου. Ὁ προδότης πιάστηκε καί παραδόθηκε στόν ΕΛΑΣ ἀπό τούς χωριανούς του. Εἶχε προδώσει καί τόν γιό του, ὅτι ἦταν ἀντάρτης. Τήν ἡμέρα τοῦ Ἁη Λιός τοῦ 1943 ἔγινε δίκη στό χωριό Μεσορούγι, στά ριζά τοῦ Χελμοῦ. Καταδικάστηκε σέ θάνατο χωρίς ἐλαφρυντικά. Μετά ἀπό δυό μέρες ἐκτελέστηκε στή Ζαρούχλα, στό νεκροταφεῖο.

Τό πέρασμά μας στήν Κορινθία ἦταν μέ πρῶτο, τό χωριό Σιβίστα Φενεοῦ. [...] Ἀπό τό ἀναφορεῖο μαθεύτηκε ὅτι στό χωριό Στενό, ἕνας ἰταλόπροδότης μάζευε καρπούς γιά τούς Ἰταλούς. Τήν ἄλλη μέρα ἔφυγε πρωί μία ὁμάδα καί πῆγε στό Στενό. Δέν δυσκολεύτηκε νά ἐντοπίσει καί νά συλλάβει τόν προδότη πού ὀνομαζόταν Κώστας Κατσούλης, ἀπό τό χωριό Λουτρό Κορινθίας.

Ὅταν ἦρθε ὅλο τό τμῆμα σταματήσαμε στήν πλατεία. Μέσα σ᾽ ἕνα καφενεῖο τόν εἴχανε κάνει τοῦ ἁλατιοῦ τόν προδότη. Ἐκεῖ ἄκουσα τή λέξη "Μαρτύρα". Μόλις ἄκουσα τό ὄνομά του, πρόσθεσα στό κατηγορητήριο: «αὐτός εἶχε ἔρθει στά Σοφιανά τήν Κυριακή τῶν Βαΐων καί ζητοῦσε νά τοῦ παραδώσουμε τά πιστόλια».
Μετά ἀπό καμιά εἰκοσαριά μέρες τό τμῆμα βρέθηκε στό μοναστήρι τοῦ Ἅϊ Γιώργη καί γίνονταν ἀνακρίσεις γιά τήν προδοσία τοῦ "Ζήρια". Μαζί μέ ἄλλους πού ἔφεραν γιά συνενόχους τοῦ Ζήρια. Κάποιον Ἀποστολόπουλο ἀπό τό Περιθώρι, κάποιον Ἀρβανίτη ἀπό τήν Γκιόζα, ἔφεραν καί τόν Κατσούλη καί ἕναν πονηρό ἀπό τήν Σβυροῦ τῆς Ἀνατολικῆς Αἰγιαλείας. Τούς δυό τελευταίους τούς στήσανε στά ἕξι μέτρα γιατί ἦσαν ἀποδεδειγμένοι προδότες. Τό λόγο εἶχε ὁ Διάκος ὄχι νά τούς διαβάσει ἀλλά νά τούς τουφεκίσει... (σ.σ. Διάκος ἦταν τό ψευδώνυμο τοῦ ἀντάρτη καί ἐκτελεστή. Τό πραγματικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Βούλγαρης ἀπό τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο Αἰγίου. Στόν ΕΛΑΣ φοροῦσε ράσο καί σταυρωτά φυσεκλίκια. Πρίν ν᾽ ἀνεβεῖ στό βουνό ἦταν καλογεροπαίδι στή Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγίου)».

Στόν βασανισμό καί τήν ἐκτέλεση τοῦ Κων. Κατσούλη στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἦταν αὐτόπτης μάρτυρας ἡ νεαρή κοπέλα Ἄννα Σταματοπούλου ἀπό τό χωριό Φονιάς, τό πλησιέστερο στό Μοναστήρι: «...μιά ἡμέρα μᾶς ἔστειλαν οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ χωριοῦ μου στό Στρατόπεδο, στό Μοναστήρι, γιά νά πᾶμε φροῦτα στούς ἀγωνιστές. Εἴμαστε πέντε κορίτσια [...] πήραμε τά καλάθια μέ τά φροῦτα καί ξεκινήσαμε γιά τό μοναστήρι. Ὅταν φθάσαμε καμιά ἑκατοστή μέτρα κοντά στό Μοναστήρι ἀκούσαμε κραυγές. Τρομερές κραυγές. Χλωμιάσαμε ὅλες ἀπό φόβο καί λέγαμε. Τί συμβαίνει; Φθάσαμε ἔξω ἀπό τούς σκοπούς. Τούς ρωτήσαμε τί κραυγές εἶναι αὐτές; Αὐτοί δέν μᾶς ἀπάντησαν, ἐμεῖς ὅμως ἀκούγαμε: ”Μαρτύρα προδότη! Μαρτύρα!”.

Προχωρήσαμε μέσα, ἀνεβήκαμε τίς σκάλες καί πήγαμε στούς καπεταναίους. Τόν καπετάν Πελοπίδα καί τούς ἄλλους, τόν Κίτσο, τόν φίλο τῆς ἀδελφῆς τοῦ Πελοπίδα καί τούς δώσαμε τά φροῦτα. Τούς εἴπαμε ὅτι ἀκούσαμε φωνές. Τί ἦταν, τί συνέβαινε; Αὐτοί μᾶς εἶπαν τότε πώς κτυποῦν καί βασανίζουν ἕναν «προδότη». Τότε ἡ ἀδελφή τοῦ Πελοπίδα πού φοροῦσε ἀρμάθες καί φυσίγγια καί εἶχε ἕνα πιστόλι κρεμασμένο στή μέση της, μᾶς πῆρε καί μᾶς πῆγε νά ἰδοῦμε τόν προδότη μέσα σ᾽ ἕνα κελί. Ἐκεῖ τί νά ἰδοῦμε; Ἕναν ἄνθρωπο λιπόθυμο. Ἀπό τό καραφλό κεφάλι του ἔτρεχαν αἵματα. Ἦταν γυμνός ἀπό τή μέση καί ἐπάνω καί ἦταν κατάμαυρος ἀπό τίς βουρδουλιές…
Τρεῖς, τέσσερες ἀντάρτες ἔδερναν τά πόδια του, πού τοῦ τά εἶχαν βάλει φάλαγγα σέ ἕνα ὅπλο. Ἐγώ ἀπό τό φόβο μου θάμπωσα τελείως, σάν νά ἤμουν τυφλή. Βγήκαμε ἔξω στά μπαλκόνια τοῦ Μοναστηριοῦ. Σέ λίγο, εἶπαν τά κορίτσια, πώς πήγαιναν τηγανιστό λάδι γιά νά τό ρίξουν στίς πληγές του.

Ὕστερα ἀπό λίγη ὥρα μοῦ λένε τά ἄλλα κορίτσια: «Ἄννα τόν εἶδες; Τόν πηγαίνουν γιά ἐκτέλεση». Τότε ἔρχονται καί μᾶς διατάσσουν οἱ ἀντάρτες, νά ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς κοντά. Νά ἰδοῦμε τήν ἐκτέλεση. Μᾶς ἄφησαν στό ἁλώνι τοῦ Μοναστηριοῦ καί αὐτοί ὁδήγησαν τόν «προδότη» λίγο πιό πάνω στό νεκροταφεῖο τοῦ Ἅϊ-Γιάννη καί τόν ἐξετέλεσαν μέ ὅπλα, ὄχι μέ μαχαίρι. Μᾶς φώναξαν νά πᾶμε κοντά νά τόν ἰδοῦμε. Σκοτωμένο τόν γύρισαν, γιατί εἶχε πέσει μπρού¬μυτα καί τοῦ ἔβαλαν ἕνα μεγάλο κρεμμύδι στό στόμα. (σ.σ. Αὐτήν τήν ἀποτρόπαιη, ἀπάνθρωπη πράξη τήν ἔκαναν συχνά οἱ ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ καί οἱ σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ στήν Πελοπόννησο σέ νεκρούς, ἀλλά καί σέ ζωντανούς τήν ὥρα πού τούς βασάνιζαν, γιά νά τούς ἐξισώσουν μέ χοιρινά! Οἱ ἀνακριτές καί οἱ σφαγεῖς εἶναι βέ¬βαιο ὅτι εἶχαν ἀπολέσει κάθε ἴχνος ἀνθρωπισμοῦ. Δυστυχῶς, δέν ὑπῆρχε καί κανείς ἄλλος στό ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ/ΚΚΕ νά σταματήσει παρόμοιες συμπεριφορές. Δέν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι μεταξύ τους).

Ἕνας ἀντάρτης τό πατοῦσε μέ τήν ἀρβύλα του γιά νά μπεῖ στό στόμα του, λέγοντας: ”...Ἔτσι βάζουν στά γουρούνια”. [...] ὁ κρατούμενος λεγόταν Κώστας Κατσούλης ἀπό τό Λουτρό Ξυλοκάστρου. Φύγαμε ἀπό τό στρατόπεδο τρομαγμένες....».
Στό βιβλίο τοῦ Γιάννη Μπαλαφούτα «ΦΕΝΕΟΣ ᾽43-᾽44», σελίδα 288, ὑπάρχει ἡ μαρτυρία γιά τόν ἴδιο ἀποτρόπαιο βασανισμό κρατουμένου, μέ κρεμμύδι στό στόμα, πού τό εἶδαν εἴκοσι περίπου κοπέλες ἀπό τά χωριά Καλύβια καί Πανόραμα πού εἶχαν πάει στό Μοναστήρι τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, στίς 7 Ἰουνίου 1944, νά πάρουν ροῦχα γιά νά τά πλύνουν. Ὁ βασανισμός αὐτή τή φορά γινόταν ἔξω ἀπό τήν κεντρική πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ. Σημειωτέον ὅτι τά ροῦχα πού πῆραν οἱ κοπέλες γιά νά τά πλύνουν, προέρχονταν ἀπό κρα¬τουμένους πού εἶχαν σφαγεῖ τίς προηγούμενες ἡμέρες! Ὅταν εἶχαν γυναῖκες κρατούμενες στό Μοναστήρι, συχνά τίς ἔβαζαν καί αὐτές νά πλένουν ροῦχα σφαγμένων κρατουμένων.

Ἄν ὁ Κ. Κατσούλης ἦταν πράγματι καταδότης τῶν Ἰταλῶν -ὅπως λέει στή μαρτυρία του ὁ ἀντάρτης Κουρούμαλης- σίγουρα ἔπρεπε νά τιμωρηθεῖ ἀπό κάποια Ἑλληνική Ἀρχή. Δέν πιστεύω ὅμως ὅτι αὐτή ἡ Ἀρχή ἦταν τό ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, οὔτε τό εἶδος τῆς τιμωρίας πού τοῦ ἐπεβλήθη ἦταν ἀνθρώπινο.
Δέν πρέπει ὅμως νά δημιουργοῦνται ψευδεῖς ἐντυπώσεις, ὅτι ὅλα τά θύματα τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στόν Φενεό ἦταν καταδότες καί δοσίλογοι. Τίποτε δέν εἶναι πιό μακριά ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς Κόκκινης Τρομοκρατίας. Στή συντριπτική τους πλειονότητα, τά θύματα ἦταν ἀθῶοι καί ἐθνικά ἄμεμπτοι πολίτες. Ἡ Κόκκινη Τρομοκρατία, γιά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦσαν στόν «Ἐλεύθερο Μωριά», ἦταν συνεχής καί ἀπαιτοῦσε ἐγρήγορση στό πῶς καί σέ ποιόν μιλοῦσαν, πῶς σχολίαζαν γεγονότα. Ἦταν γι᾽ αὐτούς πιό εὔκολο νά ἀντιμετωπίσουν τόν κίνδυνο τῶν κατακτητῶν Γερμανῶν ἀπό ὅτι τόν ὕπουλο ἐσωτερικό ἐχθρό, πού μποροῦσε νά ἐμ-φανισθεῖ ξαφνικά καί ἀναπάντεχα στό πρόσωπο τοῦ ὁποιουδήποτε συνέλληνα καί συμπατριώτη τους.

Ἡ Ντίνα Βλάχου, πού μεγάλωνε τότε στό κοντινό χωριό Φο¬νιά περιγράφει τήν ἐμπειρία της ἀπό τήν τρομοκρατία καί τίς ἐκτελέσεις στό Μοναστήρι: «..Ἀργότερα ὁ πατέρας ἐξοικονόμησε κι ἕνα κομμάτι χοντρή σαμπρέλα ἀπό ρόδα αὐτοκινήτου καί τήν ἔβαζε γιά σόλα. Ἔρχονταν πολλοί στό ὑπόστεγο καί τούς μπάλωνε τά παπούτσια. Καί ἀντάρτες. Κανενός δέ χάλαγε τό χατήρι, ἰδίως στούς ἀντάρτες. Οἱ καιροί ἦσαν δύσκολοι. Φοβόταν ὁ ἕνας ἄνθρωπος τόν ἄλλο. Πρόσεχαν τό βάδισμά τους, νά εἶναι σεμνό, νά μήν προκαλεῖ, τά μάτια ταπεινά, ριγμένα στή γῆ. Τά λόγια τους λίγα καί μετρημένα. Ἕνα ἀπαίσιο θέατρο δηλαδή. Γύρω κυκλοφοροῦσε ἀόρατος ὁ κίνδυνος..». «..

Χθές βράδυ στό τζάκι ὁ πατέρας εἶπε χαμηλόφωνα πώς οἱ ἀντάρτες σφάζουν ἀνθρώ-πους. «Ὅλοι τό λένε..». [...] «Τά παλιόσκυλα...», εἶπε ἡ μάνα κι ἀνατρίχιασε σύγκορμη.[...] Τούς παίρνουν καί τούς Πᾶνε στό μοναστήρι τάχα γιά «ἀνάκριση» εἶπε «κι ἀποκεῖ δέν τούς ξαναβλέπει κανείς. Χάνονται σάν ν᾽ ἀνοίγει ἡ γῆ καί νά τούς καταπίνει..».

Δεν υπάρχουν σχόλια: