Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Κομμουνιστικά Εγκλήματα

 History espresso

Η Αλβανή Υπατία – η ζωή της Sabiha Kasimati
1994, Τίρανα, Αλβανία. Ένας χειριστής μπουλντόζας σκάβει το χώμα σε ένα οικόπεδο λίγα χιλιόμετρα έξω από την αλβανική πρωτεύουσα, όταν ξαφνικά το μηχάνημα πέφτει πάνω σε ένα κρανίο. Ο χειριστής συνεχίζει την ανασκαφή και δεύτερο κρανίο έρχεται στην επιφάνεια. Έκπληκτος αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται περί ομαδικού τάφου και καλεί την αστυνομία. Λίγες ώρες αργότερα οι αρχές ανακαλύπτουν 21 πτώματα, δεμένα το ένα με το άλλο, θαμμένα σε έναν ομαδικό τάφο. Ένα από τα πτώματα εκείνα ανήκει στη σπουδαιότερη ίσως Αλβανή επιστήμοντα του 20ου αιώνα, τη Sabiha Kasimati, η οποία έπεσε θύμα της στυγνής χοτζικής δικτατορίας και της τεράστιας προσωπικότητάς της, που δεν συμμορφωνόταν με το αυστηρό πρότυπο του ‘κόκκινου ανθρώπου’ - κι αυτή είναι η ιστορία της.

Γεννημένη στις 15 Σεπτεμβρίου 1912 στην Αδριανούπολη (Edirne) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας , η Sabiha Kasimati ήταν γόνος μιας εύπορης αλβανικής οικογένειας. Λίγα χρόνια μετά την άνοδο των Νεοτούρκων στην εξουσία, η οικογένειά της καταφεύγει στη Σκόδρα της βόρειας Αλβανίας. Όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένειά της μεταφέρεται στην Ημαθία, όπου αποκτά σημαντική ακίνητη περιουσία. Ωστόσο, μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οικογένειά της, ως μουσουλμανική (αλλά όχι τουρκική), διατάσσεται να μεταφερθεί βιαίως στην Τουρκία. Εντούτοις, η οικογένειά της καταφέρνει να διαφύγει και να καταφύγει τελικά στο Αργυρόκαστρο, τόπος καταγωγής του πατέρα της, αφήνοντας πίσω το βιος τους.
Το 1925 η Sabiha μετακομίζει στην Κορυτσά για να σπουδάσει στο γαλλικό Λύκειο της πόλης. Είναι η μόνη μαθήτρια. Όλοι οι συμμαθητές της είναι άντρες. Ανάμεσά τους και ο μελλοντικός σταλινικός δικτάτορας της χώρας Ενβέρ Χότζα (Enver Hoxha), με τον οποίο μοιράζονται την ίδια καταγωγή από το Αργυρόκαστρο. Φήμες -που μάλλον επιβεβαιώνονται- λένε ότι η Sabiha και ο Ενβέρ δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις ως συμμαθητές, καθώς η Sabiha τον υποτιμούσε συχνά απευθυνόμενη σε αυτόν με απαξία, όταν δεν αδιαφορούσε για την παρουσία του.
Η συμπεριφορά της Sabiha απέναντι στον έφηβο Ενβέρ ίσως αποτέλεσε κι έναν από τους λόγους που καθόρισε τη μετέπειτα μοίρα της. Στα απομνημονεύματά του, που σε μερικά σημεία μοιάζουν περισσότερο με ημερολόγιο μαθητή παρά με τις αναμνήσεις ενός ηγέτη, ο Χότζα δεν αναφέρεται ονομαστικά στην Sabiha, αλλά την περιγράφει ως ‘το μοναδικό κορίτσι του σχολείου’ κι αναφέρεται -με μάλλον κουτσομπολίστικη διάθεση- στα πεπραγμένα της Sabiha, τα εφηβικά σκιρτήματα της καρδιάς και τη σχέση της με τους συμμαθητές της. Η πίκρα και το κόμπλεξ που τού δημιούργησε η συμπεριφορά της Sabiha δεν μπορεί να παραγνωριστεί ως ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν τη στάση του Χότζα απέναντί της μετά την άνοδο του τελευταίου στην εξουσία ο 1944.
Μετά την αποφοίτησή της κι έχοντας εξασφαλίσει κρατική υποτροφία, η Sabiha συνεχίζει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο του Τορίνο στην Ιταλία, όπου και αποκτά διδακτορικό τίτλο στη βιολογία με ειδίκευση στην ιχθυολογία. Ωστόσο, διαμαρτυρόμενη για την κατοχή της Αλβανίας από τη φασιστική Ιταλία, αρνείται το διορισμό της ως καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο κι επιστρέφει στην Αλβανία, όπου και ζει κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Νοέμβριο του 1944, όταν οι κομμουνιστές αναλαμβάνουν την εξουσία στην Αλβανία, η Sabiha αρχίζει να διδάσκει βιολογία στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο των Τιράνων (σ.σ. το Πανεπιστήμιο των Τιράνων ιδρύθηκε το 1957). Δεν αργεί, ωστόσο, να έρθει σε σύγκρουση με το κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο βλέπει με ιδιαίτερη καχυποψία όσους είχαν σπουδάσει σε πανεπιστήμια της Δύσης. Ο Χότζα δεν διστάζει να επιβάλει αυστηρή λογοκρισία κι ένα κλίμα τρομοκρατίας στα μέλη της αλβανικής ιντελιγκέντσιας.
Η Sabiha μπαίνει στο μάτι των αρχών όχι μόνο για την εκπεφρασμένη αντίθεσή της στην καταπίεση και τη βία του καθεστώτος, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο ζει. Θεωρείται μια κυρία της μπουρζουαζίας, χειραφετημένη, που διάγει μια ζωή σε αντίθεση με τις επιταγές της πατριαρχικής αλβανικής κοινωνίας.
Οι μυστικές υπηρεσίες της Αλβανίας την παρακολουθούν και αναζητούν την παραμικρή αφορμή για να κατηγορήσουν για αντι-κομμουνιστική δράση. Τέτοια αφορμή δεν βρίσκουν - κι, ως εκ τούτου, τη δημιουργούν οι ίδιες οι αρχές.
Το Φεβρουάριο του 1951 μια σοβιετική αποστολή φτάνει στην Αλβανία για να λάβει μέρος στους εορτασμούς της σοβιετικής πρεσβείας για την 33η (!) επέτειο από τη συγκρότηση του Κόκκινου Στρατού (σ.σ. από τον Τρότσκι, ένα όνομα που έχει ξεγραφτεί πλέον από τα κιτάπια της σταλινικής ιστορίας, την οποία έχει ως ευαγγέλιο ο Χότζα το 1951, δύο χρόνια πριν από το θάνατο του Στάλιν).
Στις 5 και 45 μμ της 19ης Φεβρουαρίου, εν μέσω των εορτασμών, μια βόμβα εκρήγνυται στην είσοδο της σοβιετικής πρεσβείας. Η κρατική ασφάλεια επιδίδεται σε ένα κυνήγι μαγισσών για να εντοπίσει τους δράστες και συλλαμβάνει εκατοντάδες πολίτες, οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με την επίθεση. Η επιχείρηση της κρατικής ασφάλειας είναι ένα πρώτης τάξεως καμουφλάζ για να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος των αρχών: να συλληφθεί η αφρόκρεμα της αλβανικής διανόησης.
Στις 20 Φεβρουαρίου συγκαλείται η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος για να αποφασίσει τη λήψη μέτρων. Μεταξύ 20ής και 22ης Φεβρουαρίου 22 άνθρωποι, μέλη της εγχώριας διανόησης, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στη φυλακή. Οι συλλήψεις αυτές δεν είναι καθόλου τυχαίες καθώς η σχετική λίστα με όσους θα συλλαμβάνονταν είχε ήδη καθαρογραφεί εκ των προτέρων από τον Υπουργό Εσωτερικών Omer Nishani. Η κατηγορία, όπως είχε διατυπωθεί από τον Εισαγγελέα Siri Çarçani, είναι η ίδια για όλους τους συλληφθέντες:
‘Αυτοί οι άνθρωποι έχουν τεθεί στην υπηρεσία της ξένης ιμπεριαλιστικής κατασκοπείας και είναι μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης. Έχουν επιδοθεί σε προπαγάνδα υπέρ της πτώσης του καθεστώτος της λαϊκής κυριαρχίας κι έχουν ταχθεί υπέρ ενός νέου πολέμου από τους Αμερικανούς και Βρετανούς ιμπεριαλιστές και τους δορυφόρους τους’.
Είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται ο περιβόητος νόμος 1223 περί προπαγάνδας, ο οποίος αποτελεί και το κύριο όργανο εξόντωσης όσων θεωρούνταν αντικαθεστωτικά στοιχεία. Πρόκειται για αντιγραφή του σταλινικού νόμου της 10ης Δεκεμβρίου 1934 μετά τη δολοφονία του Κίροφ, που είχε σημάνει και την απαρχή της περιόδου του ‘Μεγάλου Τρόμου’ στη Σοβιετική Ένωση.
Όπως παραδέχθηκε αργότερα ο ίδιος ο Çarçani, όταν συνέθεσε το κατηγορητήριο, δεν είχε υπόψη του καμία προκαταρκτική έρευνα, στην οποία βασίζονταν οι συγκεκριμένες κατηγορίες. Άλλωστε, το κατηγορητήριο δεν γνωστοποιήθηκε ποτέ στους κατηγορουμένους. Δεν έγινε καμία απολύτως δίκη.
Η απόφαση είναι σαφής. Οι 22 συλληφθέντες θα εκτελεστούν στις 26 Φεβρουαρίου. Μία μέρα πιο πριν, στις 25 Φεβρουαρίου, ένας εκ των συλληφθέντων, ο Jonuz Kaceli, χάνει τη ζωή του εν μέσω μιας άγριας ανάκρισης, την οποία διενεργεί το δεξί χέρι του Χότζα και μετέπειτα πρωθυπουργός της Αλβανίας Mehmet Shehu. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο Kaceli, μη αντέχοντας τη διαπόμπευση και την παντελώς ανυπόστατη κατηγορία περί προδοσίας, την οποία τού έχουν αποδώσει οι αρχές, γρονθοκοπεί και τραυματίζει στο πρόσωπο τον Shehu. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Kaceli θα πεταχτεί έξω από το παράθυρο του ανακριτικού γραφείου, που βρίσκεται στο δεύτερο όροφο, και θα προσγειωθεί με το κεφάλι στο οδόστρωμα, όπου και θα βρει ακαριαίο θάνατο. Η επίσημη εκδοχή για το θάνατό του είναι προδιαγεγραμμένη: αυτοκτονία. Ο Kaceli θα αφήσει πίσω τη σύζυγό του και επτά παιδιά. Η οικογένειά του θα εξοριστεί. Τραγική ειρωνεία: 30 χρόνια μετά, το 1981 ο ίδιος ο Mehmet Shehu θα δολοφονηθεί με εντολή του Χότζα, αλλά η επίσημη εκδοχή είναι ότι ο Shehu αυτοκτόνησε!
Τα μεσάνυχτα της 26ης Φεβρουαρίου οι υπόλοιποι 21 συλληφθέντες μεταφέρονται σε ένα χωράφι κοντά στη γέφυρα Beshiri, 15 χλμ έξω από τα Τίρανα όπου κι εκτελούνται. Τα πτώματά τους, δεμένα το ένα με το άλλο, θάβονται σε έναν ομαδικό τάφο διαστάσεων 8Χ8Χ1,5μ, ο οποίος είχε σκαφτεί δύο μέρες πριν από τη σύλληψή τους!
Η εντολή εκτέλεσης είχε εκδοθεί νωρίτερα την ίδια μέρα από τον Υπουργό Εσωτερικών Omer Nishani. Ωστόσο, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Manol Konomi με καταγωγή από το χωριό Κηπαρό της επαρχίας της Χειμάρρας, είχε αρνηθεί να συνυπογράψει τη διαταγή εκτέλεσης χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη. Η μοίρα του ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη. Λίγο αργότερα παύθηκε από τα υπουργικά του καθήκοντα και κατέληξε ένας ανυπόληπτος λογιστής.
Τελικά, στις 5 Μαρτίου, μία εβδομάδα μετά την εκτέλεση, το στρατιωτικό δικαστήριο θα επικυρώσει την καταδίκη των ήδη εκτελεσθέντων!
Ανάμεσα στους 22 συλληφθέντες συγκαταλεγόταν μόνο μία γυναίκα. Το όνομα αυτής: Sabiha Kasimati. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός βοσκού, αυτόπτη μάρτυρα της εκτέλεσης, οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν την σκότωσαν και δόθηκε εντολή να την αποτελειώσουν χτυπώντας της με τον υποκόπανο των όπλων.
Μετά το θάνατό της, η επιστημονική της έρευνα υποκλάπηκε από Σοβιετικούς επιστήμονες, οι οποίου δημοσίευσαν εργασίες με βάση την έρευνα της Sabiha χωρίς ποτέ να αναφερθεί το όνομά της.
Το 1994, όταν ανακαλύφθηκε ο ομαδικός τάφος, λόγω του ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να ταυτοποιηθούν οι σοροί και των 22 νεκρών, αποφασίστηκε να ταφούν σε άλλον ομαδικό τάφο στο Κοιμητήριο των Μαρτύρων του Έθνους στα Τίρανα.
Σήμερα το Μουσείο Φυσικών Επιστημών των Τιράνων φέρει το όνομά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: