Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Ελληνική Ιστορία, εμφύλιος 5.

Η Τρίτη Φάση του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου


Στις 12 Φεβρουαρίου του 1945 υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία προέβλεπε τον αφοπλισμό των ανταρτικών δυνάμεων και την εξασφάλιση της ελεύθερης εκδήλωσης των πολιτικών φρονημάτων όλων των πολιτών.
Συμπλήρωση Στοιχείων:
Η συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 από την κυβέρνηση Πλαστήρα και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Η συνθήκη προέβλεπε:
 
  • Δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για τη διεξαγωγή εκλογών και δημοψηφίσματος, που θα έκρινε την τύχη της μοναρχίας στην Ελλάδα.
  • Διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων.
  • Παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ μέσα σε δύο εβδομάδες.
  • Παραχώρηση αμνηστίας στους στρατιώτες του Ε.Λ.Α.Σ.
 
Τα αποτελέσματα της Συμφωνίας της Βάρκιζας ήταν:
 
  • Η παράδοση μεγάλου τμήματος του οπλισμού του Ε.Λ.Α.Σ. (επίσης μεγάλο όμως μέρος παρέμεινε τελικά κρυμμένο).
  • Μερικές μονάδες του ΕΛΑΣ, όπως και ο ηγέτης του Άρης Βελουχιώτης αρνήθηκαν να δεχτούν τη Συμφωνία και κατέφυγαν και πάλι στα βουνά. Το Κ.Κ.Ε. τους αποκήρυξε αμέσως.
  • Τερματισμός της πρώτης φάσης του εμφυλίου πολέμου.
 
    Ωστόσο, η Συμφωνία της Βάρκιζας περιείχε ουσιαστικές αδυναμίες και νομικά κενά, τα οποία σε συνδυασμό με την έλλειψη συνεννόησης ανάμεσα στις δύο πλευρές, τελικά οδήγησαν στην ουσιαστική ακύρωσή της. Υπήρχε, χαρακτηριστικά, η πιο κάτω σημαντική παράλειψη: Ενώ με τη συμφωνία της Βάρκιζας παραχωρούνταν αμνηστία στους αντάρτες του ΕΛΑΣ, δε ελαμβάνετο πρόνοια για τα ποινικά αδικήματα που διαπράχθηκαν στην περίοδο των Δεκεμβριανών. Αυτή η παράλειψη θα έχει μοιραίες επιπτώσεις στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης ξέσπασε η λεγόμενη Λευκή Τρομοκρατία και κύμα αντεκδικήσεων εναντίων των κομμουνιστών. Πάντως λόγω της συνθήκης το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας παρέμεινε νόμιμο κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου έως τις 27/12/1947.

    Τα πάθη όμως ήταν ήδη πολύ έντονα, κυρίως εξ αιτίας της συμπεριφοράς της αριστεράς κατά την διάρκεια της κατοχής. Από το 1942 οι ελεγχόμενες από το ΚΚΕ οργανώσεις είχαν αρχίσει τις επιθέσεις εναντίον των μη κομμουνιστικών αντιστασιακών ομάδων, όσο και εναντίον μεμονωμένων πολιτών. Η άγρια τρομοκρατία που εξαπέλυσαν οι οργανώσεις αυτές στην επαρχία, όπου είχαν την ουσιαστική διακυβέρνηση τα τελευταία χρόνια της κατοχής, προκάλεσε τεράστια ένταση των παθών. Το Κ.Κ.Ε. από τις πρώτες ημέρες της κατοχής είχε σαν στόχο να χρησιμοποιήσει τις αντιστασιακές οργανώσεις που θα ήλεγχε, εναντίον των «ταξικών» του εχθρών, ώστε να αποκτήσει την εξουσία όταν θα ερχόταν η απελευθέρωση. Αρχικά στόχευσε τις υπόλοιπες πατριωτικές / αντιστασιακές οργανώσεις, εναντίον των οποίων επιτέθηκε και τις διάλυσε. Ακολούθως μετέφερε την τρομοκρατία μέσα στα χωριά και τις πόλεις,  εκτελώντας τους πολιτικούς αντιπάλους της αριστεράς και υποχρεώνοντας τους κατοίκους της υπαίθρου σε βίαια στρατολογία ή «φορολογώντας» τους. Από το 1943 και μετά οι οργανώσεις που ελεγχόταν από το Κ.Κ.Ε., κατάφεραν να ελέγξουν και τα δίκτυα διαφυγής προς την Μ. Ανατολή, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν και τον έλεγχο μεγάλου τμήματος του στρατού στην Μ. Ανατολή. Σε πολλές περιπτώσεις, εμπόδισαν Έλληνες αξιωματικούς και πολίτες που ήταν «δεξιοί» να δραπετεύσουν στην Μ. Ανατολή και τους παρέδωσαν στις Γερμανικές αρχές κατοχής. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944, μετέφεραν απλά την ίδια τρομοκρατία στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ταυτόχρονα οι μαζικές εκτελέσεις που έκαναν οι ελεγχόμενες από το ΚΚΕ οργανώσεις, εναντίον άοπλων πολιτών, υποστηρικτών της αστικής δημοκρατίας, κατά τα Δεκεμβριανά έδωσαν στην κυβέρνηση και τις αποδείξεις που χρειαζόταν ώστε να αντισταθεί δυναμικά.
    Σύμφωνα με την άποψη του Κ.Κ.Ε., τον πρώτο χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας είχε εξαπολυθεί, από αντεκδικούμενους οπαδούς της δεξιάς, τρομοκρατία εναντίον των οπαδών του, με αποτέλεσμα χίλιους περίπου νεκρούς, τρομοκρατικές ενέργειες, επιδρομές σε τυπογραφεία κ.α. Οι αριθμοί είναι υπερβολικοί και βέβαια, το ΚΚΕ δεν αναφέρει τίποτε για τις αντίστοιχες εκτελέσεις των «δεξιών», που συνέχιζε να κάνει η Ο.Π.Λ.Α. (οργανωση προστασιας λαικων αγωνιστων) με αμείωτη ένταση.
    Στις 10 Δεκεμβρίου 1945, ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Ρέντης, ανακοίνωσε ότι η δικαιοσύνη είχε ασκήσει δίωξη (ή ερευνούσε) εναντίον 80.000 περίπου οπαδών της αριστεράς, για σοβαρά εγκλήματα (κυρίως φόνους, βιασμούς και εμπρησμούς) που διέπραξαν εναντίον Ελλήνων πολιτών κατά την διάρκεια της κατοχής, από τους οποίους 40.000 βρίσκονταν στις φυλακές, ως υπόδικοι ή κατάδικοι, ενώ υπήρχαν εκκρεμείς και άλλες 48.000 δικογραφίες. Ανάλογος ήταν ο αριθμός των υποδίκων συνεργατών των Γερμανών κατά την διάρκεια της κατοχής.
    Η κυβέρνηση όσο και αν το ήθελε, δεν είχε τις απαραίτητες δυνάμεις για να εμποδίσει την δράση των συμμοριών τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1946 η 2η Ολομέλεια του ΚΚΕ αποφάσισε την αποχή από τις εκλογές και προσανατολίσθηκε προς την ένοπλη δράση, χωρίς όμως από ότι φαίνεται να έχει συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων. Βέβαια είχαν γίνει οι απαραίτητες προετοιμασίες, όπως για παράδειγμα η μη παράδοση του  μεγαλύτερου μέρους του οπλισμού και των εφοδίων του ΕΛΑΣ σύμφωνα με την συμφωνία της Βάρκιζας. Ιδιαίτερα σημαντική επιτυχία για το ΚΚΕ ήταν η μη παράδοση όλου σχεδόν του βαρέως οπλισμού (όλμοι, πυροβόλα, αντιαρματικά, νάρκες κλπ.) ο οποίος χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία αργότερα κατά την Τρίτη φάση του εμφυλίου πολέμου. Το γεγονός όμως πως η κυβέρνηση πρόλαβε και εκτόπισε προληπτικά τους στρατιωτικούς ηγέτες του, στέρησε από το ΚΚΕ την δυνατότητα να έχει ένα σοβαρό σχέδιο επιχειρήσεων.
    Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου, χαρακτηρίζεται από μικρές μάχες, χτυπήματα εντυπωσιασμού και προσωρινές καταλήψεις μεγάλων πόλεων από τους αντάρτες. Ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από την πολιτική αστάθεια που επικράτησε στη χώρα, όταν ακόμη ήταν αβέβαιη η έκβαση του πολέμου. Οι  Αγγλοαμερικάνοι, πίεζαν έντονα τα αστικά κόμματα ώστε να υπάρχουν κυβερνήσεις του κέντρου και όχι της δεξιάς, ενώ εμπόδιζαν την κυβερνητική παράταξη από την εφαρμογή  προληπτικών μέτρων εναντίον των οπαδών της Αριστεράς. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το γεγονός πως, ενώ οι οπαδοί του ΚΚΕ έπαιρναν εντολές να βγουν «στο βουνό» για να ενισχύσουν τις δυνάμεις του Δ.Σ.Ε., η ηγεσία του ΚΚΕ απολάμβανε την νομιμότητα στην Αθήνα, από όπου και κατάστρωνε τα σχέδια της για την κατάληψη της εξουσίας. Επίσης αξίζει να αναφερθεί το γεγονός πως σε ολόκληρο τον Εμφύλιο πόλεμο, δεν κυρήχθηκε στρατιωτικός νόμος, ούτε ασκήθηκε λογοκρισία στις εφημερίδες. Μέχρι τις αρχές του 1948 το επίσημο όργανο του Κ.Κ.Ε. ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφορούσε ελεύθερα, μη λογοκρινόμενος και προπαγανδίζοντας τις νίκες του Δ.Σ.Ε.
    Η συμπεριφορά αυτή των Άγγλων, όσο και των Αμερικανών εξηγείται από το γεγονός πως ενώ οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών ήθελαν να υποστηρίξουν την υπόθεση της αστικής δημοκρατίας στην Ελλάδα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και αρκετοί μεμονωμένοι αξιωματούχοι στις χώρες αυτές δεν έκρυβαν την συμπάθεια τους και υποστήριζαν με κάθε τρόπο τους αριστερούς αντάρτες, είτε λόγω ιδεολογίας είτε σε αντιπαράθεση με την δεξιά, για την οποία η αριστερή προπαγάνδα, τους είχε πείσει ότι ταυτιζόταν με τους μέχρι πρόσφατα εθνικοσοσιαλιστές εχθρούς.
    Οι αξιωματικοί του κυβερνητικού στρατού πολλές φορές παραπονέθηκαν, όχι αβάσιμα, ότι οι Βρετανοί αξιωματικοί είτε τους προμήθευαν με ακατάλληλο οπλισμό, είτε επέμεναν σε λανθασμένες τακτικές οι οποίες οδηγούσαν σε ήττα στο πεδίο της μάχης. Εκ των υστέρων η τακτική των συγκεκριμένων Βρετανών αξιωματούχων συνδέθηκε με την ομάδα του Cambridge, των Βρετανών δηλαδή κατασκόπων που δρούσαν για λογαριασμό της Σοβιετικής ένωσης. Η κατάσταση άλλαξε αργότερα όταν οι Ηνωμένες πολιτείες ανέλαβαν τον ρόλο της προστάτιδας δύναμης, χωρίς όμως να πάψουν εντελώς τα παράπονα. Για παράδειγμα οι πιλότοι της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας παραπονιόταν από τις αρχές του πολέμου ότι υποχρεωνόταν να εκτελούν αποστολές βομβαρδισμού με τα ακατάλληλα spitfire τα οποία ήταν φτιαγμένα μόνο για αναχαίτιση/καταδίωξη και όχι για υποστήριξη δυνάμεων εδάφους. Οι Βρετανοί σύμβουλοι όχι μόνο δεν προμήθευσαν την Ε.Β.Α. (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ) με βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως τα οποία χρειαζόταν, αλλά και ζήτησαν να τους επιστραφούν τα λίγα βομβαρδιστικά Baltimore που είχαν δανείσει στην Ε.Β.Α. όσο αυτή επιχειρούσε στην Αίγυπτο. Τελικά η Ε.Β.Α, πήρε από τις Ηνωμένες πολιτείες 16 βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Helldiver, δύο μήνες  πριν την λήξη των επιχειρήσεων το καλοκαίρι του 1949. Προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Στρατού η Ε.Β.Α. είχε αναγκασθεί να μετατρέψει σε βομβαρδιστικά τις γνωστές "Ντακότες" χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα των τεχνικών της , για να καλύψει την άρνηση των Άγγλων.
    Μετά τα Δεκεμβριανά ο Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε και την πρωθυπουργία ανέλαβαν διαδοχικά ο στρατηγός Πλαστήρας, ο ναύαρχος Π. Βούλγαρης και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Στις 25 Νοεμβρίου 1945 παραιτήθηκε και ο Αντιβασιλέας, αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ο οποίος θεώρησε ότι έληξε ο ρόλος του. Στις 9 Μαρτίου 1946, παραιτήθηκε ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Καφαντάρης και 11 υπουργοί, μετά την άρνηση του Σοφούλη για αναβολή των εκλογών και στις 31 Μαρτίου πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες μετά την απελευθέρωση βουλευτικές εκλογές. Το ΚΚΕ ζήτησε από τους οπαδούς του να απέχουν από τις εκλογές με το επιχείρημα ότι η επικρατούσα κατάσταση δεν κατοχύρωνε το αδιάβλητο. Η κίνηση αυτή ήταν αρκετά έξυπνη και είχε σαν σκοπό να εμφανίσει την δύναμη του μεγαλύτερη, μια που οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν ενημερωθεί με τους νεκρούς της περιόδου 1935 – 1946 και έτσι όλοι οι νεκροί θα φαινόταν σαν υποστηρικτές της αποχής. Ταυτόχρονα τα βουνά είχαν «γεμίσει» από «ομάδες δημοκρατικών ένοπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών», οι οποίες συγκροτούνταν βαθμιαία σε οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, υπό την εποπτεία έμπειρων αξιωματικών του ΕΛΑΣ που έστελνε το ΚΚΕ ενώ σε πολλές περιπτώσεις αριστερές συμμορίες αφαιρούσαν τα εκλογικά βιβλιάρια πολιτικών τους αντιπάλων, ώστε να μη μπορούν να ψηφίσουν. Στις εκλογές πρώτο ήρθε το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του Στ. Γονατά, που πήρε 609.000 ψήφους και 205 έδρες, και ακολούθησε η κεντρώα ΕΠΕ (Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλος) με 213.000 ψήφους και 68 έδρες, το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Θεμ. Σοφούλη με 200.000 ψήφους και 48 έδρες και το Εθνικό Κόμμα του Ν. Ζέρβα 65.000 ψήφους και 20 έδρες. Στις 4 Απριλίου, σχηματίσθηκε κυβέρνηση κοινής αποδοχής του Π. Πουλίτσα, ο οποίος σύντομα  παραιτήθηκε και ανέλαβε ο Κων. Τσαλδάρης.
    Τα ξημερώματα της 31 Μαρτίου ημέρας των εκλογών, ένοπλοι κομμουνιστές επετέθησαν εναντίον του Σταθμού Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο και μετά από ολιγόωρη μάχη εξόντωσαν όλους τους χωροφύλακες και τους λίγους στρατιώτες της φρουράς του εκλογικού κέντρου και έκαψαν τον Σταθμό χωροφυλακής. Ιδιαίτερη εντύπωση προξένησε η αφήγηση του μοναδικού διασωθέντος χωροφύλακα που είπε ότι οι αντάρτες εκτέλεσαν επί τόπου όλους τους τραυματισμένους χωροφύλακες που έπεσαν στα χέρια τους. Ο ηγέτης του ΚΚΕ Ζαχαριάδης, σε άρθρο του στον «Ριζοσπάστη» εκθείασε την επίθεση υπογραμμίζοντας τον προειδοποιητικό της χαρακτήρα.
    Σε συνέντευξη του που δημοσιεύθηκε το 2006 στην εφημερίδα «Καθημερινή» Ο Ν. Παπακωνσταντίνου χωροφύλακας που ήταν ο μοναδικός που επέζησε από το απόσπασμα αφηγείται:
«Λαβαμε εντολή να μεταβούμε δέκα χωροφύλακες στο Λιτόχωρο για ενίσχυση στις εκλογές του τοπικού σταθμού της Χωροφυλακής. Ο σταθμός ήταν στην πλατεία ενώ εμείς στρατωνιστήκαμε σ’ ένα διώροφο παλιό κτίριο σε απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων. Φτάσαμε βραδάκι. Η επίθεση άρχισε γύρω στις 10.30. Σκότωσαν πρώτα τον σκοπό και άρχισαν να γαζώνουν το κτίριο. Αρπάξαμε τα όπλα και πιάσαμε τα παράθυρα. Οι συμμορίτες χτύπησαν ταυτόχρονα και στο κτίριο του (Αστυνομικού) τμήματος που το φρουρούσαν 7 – 8 χωροφύλακες αλλά και τον στρατιωτικό ουλαμό που αποτελείτο από οχτώ στρατιώτες. Από το τμήμα χωροφυλακής δεν σκοτώθηκε κανείς. Από τον ουλαμό σκοτώθηκαν τρεις, οι άλλοι διέφυγαν. Τη ζημιά την έπαθε το απόσπασμα. Γύρω στα μεσάνυχτα άρχισαν να μας πετούν από τα παράθυρα φιάλες με βενζίνη. Οι σφαίρες έπεφταν σαν χαλάζι. Κατά τις 4 το πρωί πέταξαν μια φιάλη στο ισόγειο, όπου ζούσε μια γριά με την κόρη της και το κτίριο λαμπάδιασε. Η γριά σκοτώθηκε, η κόρη βγήκε τραυματισμένη. Τότε βρεθήκαμε στο δίλημμα, ή θα καιγόμασταν ζωντανοί ή θα προσπαθούσαμε να βγούμε από τα παράθυρα με κίνδυνο να σκοτωθούμε. Αποφασίσαμε το δεύτερο. Οι τρεις τραυματίες μας δεν πρόλαβαν και κάηκαν μέσα ζωντανοί. Οι άλλοι πηδήξαμε από τα παράθυρα και τραυματιστήκαμε βαριά. Καθώς βρισκόμασταν ανήμποροι στο έδαφος, ήρθε ένας συμμορίτης και έδωσε σε όλους μας τη χαριστική βολή. Εγώ στάθηκα τυχερός. Λόγω του ότι ήταν νύχτα, η σφαίρα με πέτυχε ξυστά στο κεφάλι. Εμεινα εκεί ακίνητος. Μόλις απομακρύνθηκαν, επιστρατεύοντας όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει πήδηξα πάνω από τα πτώματα και περπάτησα προς το σταθμό όπου συνάντησα ένα γέροντα και με μάζεψε».
    Στην ίδια συνέντευξη Ο Θανάσης Παπαθανασίου, Λιτοχωρινός, μέλος του ΕΑΜ, που πήρε μέρος στη μάχη ως σύνδεσμος, αναφέρει ότι ενημερώθηκε για την επιχείρηση δύο μέρες νωρίτερα, όταν ο τοπικός κομματικός υπεύθυνος του ζήτησε να μεταφέρει τη νύχτα με τη βάρκα “δύο φίλους”, από την Πλάκα Λιτοχώρου στην Κατερινόσκαλα. Οταν μετά την εκτέλεση της αποστολής που του ανατέθηκε επέστρεψε στο Λιτόχωρο και συνάντησε τον κομματικό υπεύθυνο για να τον ενημερώσει εκείνος είπε “απόψε θα του βάλουμε φωτιά”. Πράγματι, το βράδυ έγινε συγκέντρωση έξω από το χωριό. Εκεί, στη συγκέντρωση, πριν την επίθεση είδε για πρώτη φορά τον Υψηλάντη .
    Στις 5 Ιουνίου ανταρτικές ομάδες καλυπτόμενες πίσω από γυναίκες της περιοχής επετέθησαν εναντίον ενός λόχου του στρατού, που έδρευε στην Ποντοκερασιά Κιλκίς και τον διέλυσαν.
    Σύμφωνα με το ΚΚΕ, μετά τις εκλογές εντάθηκε η δράση των ακροδεξιών παρακρατικών στην ύπαιθρο, ενώ ταυτόχρονα έκαναν την εμφάνισή τους ομάδες αριστερών ενόπλων στα Πιέρια, το Βόϊο, τα Χάσια, τον Όλυμπο, την Ήπειρο και τη Ρούμελη. Το ΚΚΕ ισχυρίζεται πως πρόκειται για "καταδιωκόμενους αγωνιστές". Το γεγονός είναι πως στην 2η Ολομέλειά του, είχε ήδη αποφασίσει πριν 3 μήνες τον προσανατολισμό προς την ένοπλη δράση και το γεγονός πως η μη παράδοση του οπλισμού (κυρίως του βαρέως) έδειχνε ότι ήδη από το 1945 ετοιμαζόταν για τον τρίτο γύρο. Τον Απρίλιο του 1946 ο Γεν. Γραμματέας του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης επισκέφθηκε τον Γκ. Δημητρόφ στη Σόφια και, όπως φαίνεται από έκθεση που έστειλε ο Δημητρόφ στην Μόσχα στις 26/4/1946, ζήτησε την δημιουργία σε Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και Βουλγαρία κέντρων εκπαίδευσης 8.000 στελεχών, αξιωματικών και μαχητών, ενίσχυση με πολεμικό υλικό μέσω Γιουγκοσλαβίας των δυνάμεων του ΚΚΕ, οργάνωση, στα μεγάλα κέντρα των βαλκανικών χωρών και των χωρών της Ευρώπης, κέντρων πληροφόρησης και βοήθειας για την Ελλάδα και τέλος, την αποστολή τυπογραφικών μηχανών και χαρτιού.
    Οι συνεχείς επιθέσεις των ανταρτικών ομάδων στην ύπαιθρο, προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στον πληθυσμό. Στις 17 Ιουνίου ψηφίστηκε από την Βουλή το Γ` Ψήφισμα "Περί εκτάκτων μέτρων", που προέβλεπε την ποινή του θανάτου "κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους" και ορίσθηκε η δημιουργία έκτακτων στρατοδικείων. Στις 16 Ιουλίου έγιναν δύο εκτελέσεις, οι πρώτες, στην Θεσσαλονίκη.
    Στις 14 Αυγούστου δολοφονήθηκε στην Θεσσαλία από συμμορία της δεξιάς, ο  δημοσιογράφος του "Ριζοσπάστη" Κώστας Βιδάλης, ο οποίος ήταν απεσταλμένος του ΚΚΕ για να μεταφέρει οδηγίες στις ανταρτικές ομάδες και τις κομματικές οργανώσεις τις περιοχής. Την ίδια εποχή δολοφονούνται στην Αθήνα στελέχη της δεξιάς οργάνωσης Χ, από την Ο.Π.Λ.Α.
    Την 1η Σεπτεμβρίου έγινε δημοψήφισμα για την επιστροφή της μοναρχίας. Η δράση των αριστερών συμμοριών είχε συσπειρώσει τον αστικό κόσμο υπέρ της Βασιλείας: το αποτέλεσμα ήταν 68,3% υπέρ της Βασιλείας, μια που ακόμη και ακραιφνείς Βενιζελικοί ψήφισαν υπέρ της Βασιλείας θεωρώντας ότι έτσι απομακρύνουν τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Έτσι, ο Γεώργιος ο Β΄ επέστρεψε στην Ελλάδα στις 26 Σεπτεμβρίου 1946. 
    Ο ξένος παράγοντας πίεζε για συσπείρωση των αστών πολιτικών, και προτιμούσε κυβερνήσεις του κέντρου ώστε να μην υπάρχουν αντιδράσεις της αντιπολίτευσης στις Η.Π.Α. και στην Μ.Βρεταννία. Έτσι στις 27 Ιανουαρίου του 1947 «παραιτήθηκε» η κυβέρνηση Τσαλδάρη και ορκίστηκε κυβέρνηση με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της τότε Βουλής. Πρωθυπουργός ορκίστηκε ο τραπεζίτης Δ. Μάξιμος, με αντιπροέδρους τους Κ. Τσαλδάρη και Σ. Βενιζέλο. Ο Γ. Παπανδρέου ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών, ο Στ. Γονατάς το Δημοσίων Έργων, ο Π. Κανελλόπουλος το Ναυτικών και ο Ν. Ζέρβας το Δημοσίας Τάξεως.
    Στις 15 Φεβρουαρίου 1947 ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας,  ανακοίνωσε την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, ενώ μία εβδομάδα μετά, ανακοινώθηκε ότι λόγω της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα του, θα σταματούσε μετά τις 31 Μαρτίου η βρετανική βοήθεια προς την Ελλάδα. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν ανήγγειλε το "Δόγμα Τρούμαν" για την Ελλάδα, με το οποίο χορηγούνταν 341 εκατ. δολάρια ως στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα και 59 εκατ. δολάρια προς την Τουρκία. Η ανακοίνωση του δόγματος αυτού, έγινε μετά από επίσημο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τις ΗΠΑ για ένταξη της στην μεταπολεμική βοήθεια των Η.Π.Α. προς την κατεστραμμένη Ευρώπη.
    Τον Απρίλιο του 1947 πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος Β` και ανέβηκε στο θρόνο ο αδελφός του Παύλος. Η Αμερικανική κυβέρνηση, που ήταν δυσαρεστημένη από την αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού εναντίον του ΔΣΕ, και επειδή όπως προαναφέρθηκε πιεζόταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα οποία στις Η.Π.Α. δεν έκρυβαν την συμπάθεια τους για τους αριστερούς αντάρτες, ζήτησε τον σχηματισμό διευρυμένης κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και του Θ. Σοφούλη, αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων. Έτσι στις 23 Αυγούστου παραιτήθηκε η κυβέρνηση, ο Κ. Τσαλδάρης σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος και στις 7 Σεπτεμβρίου 1947, ακολουθώντας την Αμερικανική εντολή, ορκίσθηκε συμμαχική κυβέρνηση, με 10 Φιλελεύθερους και 14 Λαϊκούς υπουργούς, με πρωθυπουργό τον Θ. Σοφούλη και αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών τον Κ. Τσαλδάρη.
    Στις 20 Μαρτίου δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Ζέβγος, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ.  Ο Ζέβγος βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, επικεφαλής αντιπροσωπείας του ΚΚΕ (το οποίο ήταν ακόμη νόμιμο παρά το ότι διεξήγαγε ένοπλο αγώνα), για να παρακολουθήσει το έργο της διεθνούς Επιτροπής του ΟΗΕ, που, διερευνούσε την κατάσταση στην ύπαιθρο και το εάν οι όμορες χώρες ενίσχυαν τους αντάρτες του ΔΣΕ.
    Δολοφόνος ήταν ο Χρήστος Βλάχος, γνωστός αριστερός κρεοπώλης από τις Σέρρες, μαζί με δύο άλλα άτομα. Ο δράστης πυροβόλησε από πολύ κοντά, τέσσερεις φορές τον Ζέβγο και τράπηκε σε φυγή αλλά καταδιώχθηκε και συνελήφθη.
    Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος παρουσίασε το έγκλημα, σαν αντεκδίκηση, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως ο δολοφόνος είχε κάνει, για ένα διάστημα, στο στρατόπεδο των καταδιωκόμενων κομμουνιστών, στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας, και όπου είχε υποστεί διάφορες ταπεινώσεις και αυτός και η σύζυγος του. Ένας όμως από την παρέα των δολοφόνων, ο Νίκος Σιδηρόπουλος, κατήγγειλε, ότι η δολοφονία οργανώθηκε από "εθνικόφρονες οργανώσεις". Η άποψη της κυβερνητικής παράταξης ήταν πως οι αποκαλύψεις του Σιδηρόπουλου, όπως και η συμμετοχή του στην εκτέλεση, ήταν καθοδηγούμενες από το ΚΚΕ, ενώ ταυτόχρονα ήταν και ξεκαθάρισμα λογαριασμών μέσα στο ΚΚΕ.
    Στις 20 Μαρτίου, άρχισαν οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού κατά των ανταρτών στη Ρούμελη, στην Πίνδο, στον Όλυμπο και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Την περίοδο εκείνη οι ένοπλες δυνάμεις διέθεταν 183.500 άνδρες (στρατός 120.000, χωροφυλακή 30.000, αεροπορία 5.500, ναυτικό 13.000 και αστυνομία πόλεων 8.000), ενώ ο ΔΣΕ ("Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας") περίπου 40.000 ενεργούς αντάρτες και πολλούς συνεργάτες και πληροφοριοδότες, μέσα στις πόλεις και τα μετόπισθεν του κυβερνητικού στρατού.
    Στις 27 Ιουνίου, στο συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Στρασβούργο, το ΚΚΕ ανακοίνωσε τη δημιουργία "Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης" στα βουνά. Τελικά ο σχηματισμός της ΠΔΚ έγινε την παραμονή των Χριστουγέννων με "πρωθυπουργό" το Μάρκο Βαφειάδη.
    Στις 7 Σεπτεμβρίου ορκίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Πρώτη της ενέργεια ήταν η αναστολή των εκτελέσεων για ένα μήνα και η χορήγηση αμνηστείας σε περίπτωση που οι αντάρτες κατέθεταν τα όπλα. Το ΚΚΕ το οποίο ήταν ακόμη νόμιμο, αρνήθηκε. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, η 3η Ολομέλεια ενέκρινε την εφαρμογή του σχέδιου "Λίμνες", που προέβλεπε την κατάληψη της Κοζάνης καθώς και την εξαπόλυση επιθέσεων εναντίον μεγάλων πόλεων.
    Στις 17 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση απαγόρευσε τη συνέχιση έκδοσης των αριστερών εφημερίδων, παρά την αμερικανική πολιτική πίεση για το αντίθετο. Στις 24 Δεκεμβρίου 1947 ανακοινώθηκε από το «ράδιο Μόσχα» ο σχηματισμός  "Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης", από ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, με πρόεδρο τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη. Την επομένη ημέρα οι αντάρτες, εκμεταλλευόμενοι  την αργία των Χριστουγέννων, προσπάθησαν με μία μεγάλης κλίμακας επίθεση να καταλάβουν την Κόνιτσα, ώστε η «κυβέρνηση του βουνού» να αποκτήσει μία έδρα. Οι αρκετά ασθενέστερες κυβερνητικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν την πόλη, πολέμησαν με ηρωισμό κατορθώνοντας να αναχαιτίσουν τις συνεχείς επιθέσεις του ΔΣΕ, ο οποίος εγκατέλειψε τις προσπάθειες όταν στις 31 Δεκεμβρίου έφθασαν επιτέλους ενισχύσεις και ο καιρός επέτρεψε στην αεροπορία να δράσει.
    Εν τω μεταξύ, ύστερα από το "δόγμα Τρούμαν", που συνοδεύτηκε και από το "Σχέδιο Μάρσαλ", στα τέλη του 1947, άρχισε ο εξοπλισμός του στρατού από τις ΗΠΑ, με σύγχρονα όπλα, αεροπλάνα, τάνκς και άλλο υλικό.
    Στις 8 Ιανουαρίου του 1948 η κυβέρνηση Σοφούλη-Τσαλδάρη έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την "Εθνική Αλληλεγγύη" με βάση το νόμο 509/47 "Περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος".
    Στις 9 Φεβρουαρίου, δύναμη 150 περίπου ανταρτών με επικεφαλής τον Νίκο Τριανταφύλλου, διείσδυσε, έφθασε με διαδοχικές νυχτερινές πορείες στο Δερβένι, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη και έριξε «στα τυφλά» εναντίον της πόλης μερικά βλήματα, προκαλώντας μικροπανικό και σύγχυση στις αρχές και στους κατοίκους. Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης κύριο σκοπό είχε την προπαγανδιστική εκμετάλλευση, και όχι χτυπήσει τις μονάδες του στρατού που βρισκόταν στρατοπεδευμένες στην πόλη. Τόσο ο αριθμός, το διαμέτρημα των βλημάτων, αλλά και η αδυναμία σκόπευσης, υπήρχε περίπτωση να προκαλέσουν καταστροφές σε συγκεκριμένους στόχους.
    Ο εντυπωσιασμός θα είχε επιτύχει απόλυτα, εάν οι αντάρτες κατόρθωναν να εξαφανισθούν μαζί με το πυροβόλο τους. Όμως ο στρατός ενήργησε πολύ γρήγορα, πρόλαβε τους αντάρτες τους αιχμαλώτισε και τους μετέφερε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη, μαζί με το πυροβόλο τους.
    Στις 12 Φεβρουαρίου 1948 το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ύστερα από έκθεση του Γ` Σώματος Στρατού Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε, ότι: "Το πυροβόλο ήτανε γερμανικό ορειβατικό τύπου Σκόνερ των 7,5 χλσ. Τοποθετήθηκε στην περιοχή Λεμπέτ κοντά στον αμαξωτό δρόμο Λαγκαδά -Θεσσαλονίκης και έβαλε κατά της Θεσσαλονίκης από απόσταση 3 χλμ., από τις 2.30 έως 3.30 στις 10 Φεβρουαρίου. 40 βλήματα έπεσαν μέσα στην πόλη… Εις τη θέση του πυροβόλου βρέθηκαν 20 κάλυκες και μια οβίδα. Βρέθηκαν ακόμα ο κιλλίβαντας και οι 2 τροχοί του πυροβόλου. Ο σωλήνας δε βρέθηκε".
    Το αμερικανικό πρακτορείο united press, σύμφωνα με δημοσίευμα του "Δελτίου Ειδήσεων" του ΔΣΕ της 13ης Φεβρουαρίου 1948, ανακοίνωσε: "Η επίθεση αυτή ήταν η τολμηρότερη απ' όσες είχαν κάμει οι αντάρτες. Οι αντάρτες που επετέθηκαν ήταν 150 και είχαν 18 μεταγωγικά ζώα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου πρακτορείου, οι αντάρτες έβαλαν από τα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα τμήματα ανατίναξαν μια γέφυρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης για να εμποδίσουν την κίνηση του μοναρχοφασιστικού στρατού και να ξεγελάσουν τους μοναρχοφασίστες σχετικά με την κατεύθυνση της διαφυγής τους. Έξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο Σπιτφάιερ, που πήγε για καταδίωξη των ανταρτών και ένα άλλο βλήθηκε στα φτερά".
    Η ανακοίνωση του αμερικανικού πρακτορείου είναι χαρακτηριστική της νοοτροπίας των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία χωρίς έλεγχο υιοθετούσαν όλες τις απόψεις, ακόμη και την φρασεολογία των αριστερών ανταρτών, τους οποίους έβλεπαν με συμπάθεια ενώ έψαχναν να βρουν και το μικρότερο ατόπημα της κυβερνητικής πλευράς για να το προβάλλουν, ακόμη και εάν οι καταγγελίες δεν ευσταθούσαν. Στην συγκεκριμένη ανακοίνωση του united press χρησιμοποιείται η ορολογία των αριστερών (περι μοναρχοφασιστών) και υιοθετούνται άκριτα τα περι καταρίψεως αεροπλάνων.
    Ανάλογη εμπειρία μεταφέρει στο βιβλίο του «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» ο Γ.Μόδης γνωστός υπουργός του Βενιζέλου.
    Στις 24 Φεβρουαρίου ήρθε στην Αθήνα ο στρατηγός Βαν Φλητ, διοικητής της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής και Προγραμματικής Ομάδας, για να βοηθήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις στις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών.
    Στις 2 Μαρτίου άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού από τη Μουργκάνα της Ηπείρου, χωρίς μεγάλη επιτυχία, ενώ ανάλογη τύχη είχε και το σχέδιο "Χαραυγή" για το ξεκαθάρισμα των ανταρτών από τη Στερεά και στη συνέχεια το χτύπημά τους στο Γράμμο, όπου βρισκόταν οι κύριες δυνάμεις του ΔΣΕ.
    Σε αντίποινα για την δολοφονία του Ζεύγου, την 1η Μαΐου δολοφονήθηκε στην Αθήνα, που συνέπεσε να είναι Μεγάλο Σάββατο, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Καρύτση, ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς. Από τους περαστικούς, συνελήφθη ο 22χρόνος Ευστράτιος Μουτσογιάννης, ο οποίος φορώντας για παραπλάνηση στολή σμηνίτη, έριξε χειροβομβίδα και τραυμάτισε θανάσιμα τον υπουργό.
    Η δολοφονική επίθεση, προκάλεσε συγκίνηση και αποτροπιασμό στην ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη και κυβερνητική κρίση στην Αθήνα. Σε αντίποινα για τη δολοφονία του υπουργού Χρήστου Λαδά, εκτελέστηκαν την τρίτη μέρα του Πάσχα, 154 οπαδοί του ΚΚΕ, ήδη καταδικασμένοι σε θάνατο από Κακουργιοδικεία, για εγκλήματα που είχαν διαπράξει εναντίον αμάχων πολιτών. Ο ίδιος ο δράστης δεν εκτελέστηκε, γιατί έδειξε "μεταμέλεια" και συνεργάστηκε με τις αρχές, καταδίδοντας πολλούς από τους συντρόφους του.
    Τις επόμενες ημέρες στις 16 Μαΐου του 1948 έγινε μία ακόμη δολοφονία, που προκάλεσε και διεθνείς περιπλοκές. Ήταν η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένου του ραδιοφωνικού δικτύου CBS. Το πτώμα του Πολκ βρέθηκε να επιπλέει στο θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης και γρήγορα πιστοποιήθηκε ότι επρόκειτο περί δολοφονίας.
    Ο Αμερικανός δημοσιογράφος είχε φτάσει στις 9 Μαΐου με σκοπό να συναντηθεί με τον αρχηγό των ανταρτών Μάρκο Βαφειάδη, για μία συνέντευξη. Ο Πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης, δήλωσε ότι «αποτελεί ζήτημα τιμής διά την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος ……η κυβέρνησις θέλει καταβάλει πάσαν προσπάθειαν προς ανάκαλυψιν των δολοφόνων και την αμείλικτον αυτών τιμωρίαν».
    Η Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, δήλωσε ότι την ευθύνη για την δολοφονία είχαν τα στελέχη του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδης και Βαγγέλης Βασβανάς. Αντίθετα το Κομμουνιστικό Κόμμα, δήλωσε ότι "ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς".
    Η αμερικανική κοινή γνώμη και οι δημοσιογράφοι στις ΗΠΑ, πίεζαν ιδιαίτερα για την εύρεση των ενόχων. Το ΚΚΕ δήλωσε ότι ο μεν Μουζενίδης είχε σκοτωθεί μερικούς μήνες πριν τη δολοφονία, ο δε Βασβανάς βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Έτσι, η ανάκριση κατευθύνθηκε προς τον δημοσιογράφο της εφημερίδας "Μακεδονία" Γρηγόρη Στακτόπουλο, ο οποίος θα βοηθούσε τον Πόλκ να έλθει σε απαφή με τους αντάρτες. Τον Αύγουστο του 1948, ο Στακτόπουλος συνελήφθη και ομολόγησε.
    Σύμφωνα με νεότερες απόψεις που διατυπώθηκαν, τον Τζορτζ Πολκ ίσως δολοφόνησε ο Άγγλος πράκτορας της intelligence service, Ράνταλ Κόουτς, ο οποίος και υπηρετούσε ως πρόξενος της Μ. Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη, ενώ άλλοι ερευνητές (Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα, του Φ. Οικονομίδη) δείχνουν προς την κατεύθυνση του στρατιωτικού ακολούθου της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχη Harvey Smith.
    Στις 14 Ιουνίου άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου "Κορωνίς". Έγιναν σκληρές μάχες στη Βόρεια Πίνδο, όπου ο στρατός είχε σοβαρές απώλειες, ενώ οι αντάρτες κατάφεραν να διαφύγουν προς το Βίτσι. Μετά την άρνηση του Τίτο να υπακούει απόλυτα της εντολές του Στάλιν, στις 28 Ιουνίου 1948 η Γιουγκοσλαβία διώχθηκε από την "Κομινφόρμ". Έτσι  άλλαξε και η στάση της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας έναντι του ελληνικού αντάρτικου.
    Τον Νοέμβριο του 1948 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, στρατηγός Μάρσαλ,  έφτασε στην Αθήνα και ζήτησε και πάλι τον σχηματισμό νέας ευρείας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης απ' όλα τα κόμματα, για την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του ΔΣΕ. Κάτω από το βάρος και των στρατιωτικών αποτυχιών στο Βίτσι, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και στις 12 Νοεμβρίου ορκίστηκε ξανά πρωθυπουργός ο Θ. Σοφούλης, χωρίς όμως την συμμετοχή των Παπανδρέου, Βενιζέλου και Κανελλόπουλου. Η κυβέρνηση αυτή δεν άντεξε πολύ. Οι Αμερικανοί πίεζαν έντονα για μεγαλύτερη συμμετοχή κεντρώων και αντιβασιλικών υπουργών. Έτσι στις 19 Ιανουαρίου 1948, ο υπέργηρος Θ. Σοφούλης σχημάτισε νέα κυβέρνηση, στην οποία πήραν μέρος, εκτός του Κ. Τσαλδάρη, και οι Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελλόπουλος. Επίσης, οι Σπύρος Μαρκεζίνης, Κ. Καραμανλής, Στ. Στεφανόπουλος, Κ. Τσάτσος, Ευάγ. Αβέρωφ και άλλοι πολιτικοί παράγοντες. Αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων διορίστηκε ο Αλέξανδρος Παπάγος.
    Στις 19 Δεκεμβρίου 1948, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο "Περιστερά" για την εκκαθάριση της Πελοποννήσου. Στην εκστρατεία η οποία ήταν απόλυτα επιτυχημένη πήραν μέρος 44.000 άνδρες του στρατού με διοικητή τον στρατηγό Τσακαλώτο. Η Πελοπόννησος εκκαθαρίστηκε πλήρως και οριστικά από τα τελευταία υπολείμματα των ανταρτικών ομάδων, ενώ το ναυτικό δεν επέτρεψε την διείσδυση νέων ανταρτών από την Στερεά Ελλάδα.
    Την ίδια εποχή, εκδηλώθηκε σύγκρουση ανάμεσα στον Ζαχαριάδη και τον Βαφειάδη και, το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ καθαίρεσε τον Βαφειάδη από πρωθυπουργό της «κυβέρνησης του βουνού» και αρχηγό του ΔΣΕ, και διέγραψε από το κόμμα τον στρατηγό Μάρκο κατηγορώντας τον για "αντικομματική, φραξιονιστική δραστηριότητα".
    Στα τέλη Δεκεμβρίου του '48, οι δυνάμεις του ΔΣΕ είχαν περιορισθεί κυρίως στην Βόρειο Ελλάδα, αλλά η δύναμη τους ήταν ακόμη υπολογίσιμη. Στις 11 Ιανουαρίου 3 ταξιαρχίες του ΔΣΕ με ηγέτη τον «καπετάν Γούσια» χτύπησαν τη Νάουσα και, αφού εξόντωσαν την φρουρά της πόλεως η οποία αντιστάθηκε με πείσμα, κατέλαβαν την πόλη για 3 περίπου ημέρες. Μόλις μπήκαν στην πόλη, σε συνεργασία με τα τοπικά στελέχη του ΚΚΕ, έκαναν υποχρεωτική «στρατολογία», «επιτάξεις εφοδίων» εμπρησμούς σπιτιών και δημοσίων κτιρίων και δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων του ΚΚΕ.
    Την περίοδο αυτή, οι δυνάμεις του ΔΣΕ αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης προσωπικού. Οι οπαδοί του ΚΚΕ από τα αστικά κέντρα δεν δείχνουν ιδιαίτερη προθυμία να «βγουν στο βουνό» και, παράλληλα, αποδίδουν τα κυβερνητικά μέτρα για την μεταφορά των κατοίκων των απομονωμένων χωριών σε καλύτερα προστατευμένες περιοχές, όπως και η στρατολόγηση των οπαδών της Αριστεράς στις μονάδες της Μακρονήσου. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί «χαρακτηρισμένοι» σαν αριστεροί από την ασφάλεια, πολέμησαν εναντίον του ΔΣΕ από τις τάξεις του κυβερνητικού στρατού. Η ηγεσία του ΚΚΕ στηλίτευσε την απροθυμία κάποιων οπαδών του, που προτιμούσαν να καταταγούν στον Εθνικό στρατό και να υποστούν την Μακρόνησο παρά να διαφύγουν «στο βουνό».
    Στις 21 Ιανουαρίου του 1949, οι δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας του ΔΣΕ με διοικητή το Χαρίλαο Φλωράκη (καπετάν Γιώτη) και της 2ης Μεραρχίας με διοικητή τον Γιάννη Αλεξάνδρου (καπετάν Διαμαντή), κατέλαβαν για λίγες ώρες το Καρπενήσι, αιχμαλωτίζοντας τον ταξίαρχο διοικητή της περιοχής. Το πτώμα του βρέθηκε μερικούς μήνες αργότερα  στην Εύβοια.
    Στις 12 Φεβρουαρίου 1949, ο ΔΣΕ επιτέθηκε για την κατάληψη της Φλώρινας. Η φρουρά της πόλης κατάφερε να αντέξει και επέφερε σοβαρές απώλειες στους επιτιθεμένους σχηματισμούς των ανταρτών. Οι επιθέσεις αυτές των ανταρτών σκοπό είχαν να κλονίσουν την κυβέρνηση, να ανεφοδιάσουν τους αντάρτες και να αναγκάσουν τον Εθνικό στρατό να αλλάξη τα σχέδια των επιχειρήσεων του. Ήδη όμως τα σχέδια του κυβερνητικού στρατού εξελισσόταν σύμφωνα με το πρόγραμμα και οι αντάρτες είχαν ουσιαστικά πιεσθεί στην Βόρεια Ελλάδα. Στις 2 Απριλίου 1949, οι δυνάμεις του ΔΣΕ κατάφεραν με ελιγμό να ξεφύγουν από την λαβίδα του στρατού στην Βόρεια Πίνδο και να ανακαταλάβουν τον Γράμμο.
    Στις 3 Απριλίου, έγινε ανασχηματισμός της «κυβέρνησης του βουνού» και "πρωθυπουργός" ανέλαβε ο Δ. Παρτσαλίδης. Στην κυβέρνηση αυτή συμμετέχει και ένας Βούλγαρος σαν υπουργός. Είναι η εποχή που οι σχέσεις με τον Τίτο περνάνε περίοδο κρίσεως, παρόλο που δεν έχουν κλείσει ακόμη τα σύνορα, ο ανεφοδιασμός των ανταρτών είναι αξιοθρήνητος και το ΚΚΕ στρέφεται και πάλι στην Μόσχα (άρα στην Βουλγαρία) για βοήθεια.
    Τον Μάιο του 1949, άρχισαν με μεγάλη επιτυχία ευρείας έκτασης εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη. Μετά την διάλυση των ανταρτικών τμημάτων στην Ρούμελη, ο κύριος όγκος των δυνάμεων του στρατού έστρεψε προς τα Άγραφα, ενώ το Γ΄Σώμα Στρατού ξεκαθάρισε την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Τέλος με μια κίνηση λαβίδας, οι μεραρχίες του Στρατού  συνέκλιναν στο Βίτσι, όπου και έκαμψαν την αντίσταση του ΔΣΕ.
    Ενώ οι επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού ήταν επιτυχείς και όλα έδειχναν ότι η ανταρσία έσβηνε, στις 28 Ιουνίου 1949 πέθανε ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αλέξανδρος Διομήδης.
    Τον Ιούλιο του 1949, η Γιουγκοσλαβία ανακοίνωσε το κλείσιμο των συνόρων με την Ελλάδα, για να αποτρέψει τη διακίνηση των ανταρτών διαμέσου των γιουγκοσλαβικών συνόρων και ύστερα από λίγες ημέρες, διέταξε την διάλυση των στρατοπέδων και νοσοκομείων του ΔΣΕ που λειτουργούσαν στο γιουγκοσλαβικό έδαφος.
    H τελική επιχείρηση για την κατάληψη των θέσεων των ανταρτών, έγινε από τον κυβερνητικό στρατό με βάση το επιτελικό σχέδιο "Πυρσός" που εξελίχθηκε σε διαδοχικές φάσεις. Το σχέδιο "Πυρσός" προέβλεπε τρεις διαδοχικές επιθετικές ενέργειες για την εκκαθάριση του φυσικού οχυρού του Γράμμου από τις δυνάμεις του ΔΣΕ.
    Στην πρώτη, που ήταν παραπλανητική επιχείρηση (Πυρσός Α΄) στις 2 Αυγούστου 1949 οι μονάδες του Α' Σώματος Στρατού έδωσαν στον ΔΣΕ την εντύπωση ότι η κύρια προσπάθεια ήταν κατά των δυνάμεων που είχαν καθηλωθεί στον Γράμμο.
    Ο ΔΣΕ διέθετε δύο περίπου "Μεραρχίες" με περίπου 6.000 αντάρτες, 16 πυροβόλα, μεγάλο αριθμό όλμων, πολλά αντιαρματικά και αντιαεροπορικά πυροβόλα, νάρκες και καλά προετοιμασμένα καταφύγια και οχυρές θέσεις. Οι δυνάμεις του Στρατού, υποστηριζόμενες από δύο συντάγματα πεδινού πυροβολικού και κυρίως από την Αεροπορία, πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό καταλαμβάνοντας τον βορειοανατολικό και νότιο Γράμμο, και τα οχυρά σημεία 1425 "Ταμπούρι" και 1356.
    Στις 10 Αυγούστου 1949, ξεκίνησε η επιχείρηση Πυρσός Β' στο Βίτσι, το οποίο ήταν πολύ ισχυρά οχυρωμένο και συνόρευε βόρεια με την Γιουγκοσλαβία, στα δυτικά και στα νοτιοδυτικά είχε τα Αλβανικά σύνορα. Οι αντάρτες του ΔΣΕ μπορούσαν δηλαδή, όταν τα πράγματα δυσκόλευαν, να αποσύρονται στις γειτονικές χώρες όπου είχαν εγκαθιδρυθεί κομμουνιστικά καθεστώτα. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαν τις χώρες αυτές σαν βάσεις υποστήριξης, παροχή εφοδίων κλπ.
    Το Βίτσι και το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών, προστατευόταν από δύο "Μεραρχίες" και δύο "Ταξιαρχίες", Κέντρα Εκπαιδεύσεως και διάφορους βοηθητικούς σχηματισμούς, με ένα σύνολο περίπου 8.000 μαχητών. Από πλευράς οπλισμού, ο ΔΣΕ διέθετε περίπου 45 ορεινά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά, 2 βαριά αντιαρματικά, μεγάλο αριθμό panzerfaust, και νάρκες. Το κυριότερο όμως όπλο των ανταρτών του ΔΣΕ ήταν η μορφή του εδάφους και η πάρα πολύ καλή προετοιμασία με οχυρές θέσεις και πολυβολεία.
    Οι κυβερνητικές δυνάμεις διέθεταν τις 5 Μεραρχίες του Β' Σώματος Στρατού, την III Μεραρχία Καταδρομών, το 12ο Ελαφρό Σύνταγμα Πεζικού και έξι Τάγματα Εθνοφρουρών. Οι μονάδες αυτές υποστηριζόταν από τέσσερα Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, τρεις Μοίρες Μέσου Πυροβολικού, τέσσερις Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, τα II και IX Συντάγματα Αναγνωρίσεως με ελαττωμένη σύνθεση, την XI Ίλη Αρμάτων και φυσικά από την Ελληνική Βασιλική Αεροπορία, η οποία είχε πρόσφατα ενισχυθεί με τα νέα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως HELLDIVER.
    Στις 6:30 π.μ. της 10ης Αυγούστου 1949, η 22α Ταξιαρχία άρχισε την επίθεση,  καταλαμβάνοντας ύστερα από πέντε ώρες σκληρού αγώνα τα οχυρά σημεία 1585 και Πολενάτα. Από τον διάδρομο που άνοιξαν οι ηρωικώς μαχόμενοι άνδρες της 22ας Ταξιαρχίας, μπήκε η XI Μεραρχία με την Ε' Μοίρα Ορεινών Καταδρομών και το πρωί της επόμενης ημέρας είχαν ήδη φθάσει στην οχυρή θέσης Τσούκα κοντά στο ύψωμα Λέσιτς, πίσω από τους αντάρτες.
    Το ίδιο βράδυ, η III Μεραρχία Καταδρομών επετέθη αιφνιδιαστικά στο εσωτερικό της τοποθεσίας που κατείχαν οι αντάρτες και κατάφερε να καταλάβει το σημαντικό ύψωμα Μπάρο, προσβάλλοντας ταυτόχρονα το ύψωμα Λέσιτς από το νότο. Ταυτόχρονα εναντίον του Λέσιτς επετέθησαν και άλλοι Καταδρομείς από την περιοχή Κουλκουθούρια. Η μάχη συνεχίσθηκε μέχρι τις 16 Αυγούστου, οπότε οι αντάρτες έσπασαν και το Βίτσι, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του βαρέως πολεμικού υλικού των ανταρτών και τις εγκαταστάσεις της κυβέρνησής τους, έπεσε στα χέρια του Στρατού. Κάποιοι αντάρτες προσπάθησαν να καταφύγουν στο αλβανικό έδαφος, όμως αρκετοί ήταν αυτοί που προτίμησαν να παραδοθούν.
    Στις 24 Αυγούστου 1949, άρχισε η επιχείρηση Πυρσός Γ' εναντίον των δυνάμεων του ΔΣΕ στον Γράμμο. Περίπου 8.000 αντάρτες -όσους κατάφεραν να γλιτώσουν από το Βίτσι- προσπαθούν να αναχαιτίσουν την ορμή των εθνικών δυνάμεων τις οποίες αποτελούν οι I,VIII,IX,XV Μεραρχίες, η77η Ανεξάρτητη Ταξιαρχία, η III Μεραρχία Καταδρομών και τέσσερα Ελαφρά Συντάγματα Πεζικό (8ο,15ο, 24ο και 40ο ΕΣΠ). Υπήρχαν επίσης πέντε Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, τρεις Μοίρες Μέσου Πυροβολικού, πέντε Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, το IX Σύνταγμα Αναγνωρίσεως και η II Ίλη Αρμάτων Μάχης. Τέλος η Ε.Β.Α. διέθεσε για υποστήριξη στις επίγειες δυνάμεις, τόσο τα ακατάλληλα Spitfire, όσο και τα νεοπαραληφθέντα καθέτου εφορμήσεως SB2C-5 Helldiver τα οποία ήταν τα μόνα που μπορούσαν να μεταφέρουν βόμβες αρκετά μεγάλες για να προκαλέσουν ζημίες στα οχυρά των ανταρτών. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά οι βόμβες napalm.
    Μέχρι το πρωί η XI Μεραρχία κατέλαβε τα υψώματα Κόντρα, Πολίγκα, Μονόπυλο, Σλήμνιτσα. Καλύβια και Κατσαρά. Την επομένη το πρωί, ο στρατός άρχισε την τελική επίθεση στο Γράμμο. Στις 26 Αυγούστου Η IX μεραρχία κατάφερε και προσπέρασε την άμυνα των ανταρτών, και τοποθετήθηκε στα μετόπισθεν τους κατά μήκος των αλβανικών συνόρων, ώστε να κόψει τις οδούς διαφυγής.
    Το βράδυ της 29 Αυγούστου 1949, ο Εθνικός στρατός κατέλαβε το ύψωμα Κάμενικ και τελείωσε ουσιαστικά ο Εμφύλιος Πόλεμος. Μετά από αυτή την επιτυχία, ο Στρατός ασχολήθηκε μόνο με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ελάχιστων διασκορπισμένων ανταρτικών ομάδων. Παρά την επίσημη λήξη των επιχειρήσεων, η οποία ανακοινώθηκε και από τον ΔΣΕ, μέχρι της αρχές της δεκαετίας του ΄50 υπήρχαν και δρούσαν στην Ελληνική ύπαιθρο συμμορίες αριστερών ανταρτών. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω δημοσίευμα της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 31 Οκτωβρίου του  1950:
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ: 'Επανήλθαν χθες εις Πειραιά 6 κ. Τάκης Λιακάκης και οι λοιποί τρεις Πειραιώται όρειβάται οι όποιοι, συλληφθέντες την πρωΐαν της Κυριακής (29 'Οκτωβρίου) μετά 4 Αθηναίων και 25 Θεσσαλονι­κέων συναδέλφων των παρά την θέσιν «Πριόνιον» εις τον "Ολυμπον έληστεύθησαν από την συμμορίαν του καπετάν Ρήγα. Κατά τας αφηγήσεις του κ. Διακάκη, οι 33 όρειβάται ώδηγήθησαν, υπό την άπειλήν των οπλοπολυβόλων των συμμοριτών, εις μίαν βαθείαν χαράδραν, οπού διετάχθησαν να αφήσουν τους οδοιπορικούς των σάκκους, τα κλινοσκεπάσματα, τα αδιάβροχα, τα πουλόβερ και τα ωρολόγια των και να αναχωρήσουν ακολούθως προς Λιτόχωρον. (…). Εναντίον του Ρήγα και της συμμοριακής ομάδος του έκινητοποιήθησαν αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής. ·
    Η κυβέρνηση Διομήδη, κατέρρευσε στις 6 Ιανουαρίου 1950, όταν αποκαλύφθηκε σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον υπουργό Μεταφορών Χατζηπάνο. Ο Βασιλεύς Παύλος ανέθεσε τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης στον Τζον Θεοτόκη για την διενέργεια εκλογών. Οι πρώτες μετεμφυλιοπολεμικές εκλογές, έγιναν στις 6 Μαρτίου 1950, και έδωσαν την κυβέρνηση στον Σοφοκλή Βενιζέλο.
    Η Ελλάδα απέκτησε σταθερές κυβερνήσεις μόνο μετά τον Οκτώβριο του 1955, όταν την πρωθυπουργία ανέλαβε, ύστερα από το θάνατο του Παπάγου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
    Ο αριθμός των θυμάτων του εμφυλίου πολέμου, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έφτασε στα 154.000 άτομα. Οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού, ήταν 15.969 νεκροί, 37.557 τραυματίες και 2.001 αγνοούμενοι, δηλαδή συνολικά 55.527 άνδρες. Με δεδομένο το μίσος των ανταρτών για τους «μοναρχοφασίστες» αλλά και τις πρακτικές που εφάρμοζαν στους αιχμαλώτους, οι αγνοούμενοι του κυβερνητικού στρατού, πρέπει να θεωρούνται νεκροί. Οι απώλειες των ανταρτών του "Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας" ήταν 38.839 νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι και 20.128 αιχμάλωτοι.
    Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία (ΓΕΣ) καταστράφηκαν 47.000 κατοικίες, 240 βιομηχανικές επιχειρήσεις και νοσοκομεία, 930 γέφυρες, 1.650 σχολεία ενώ εξοντώθηκαν και 1.500.000 ζώα.
    Τεράστιος ήταν ο αριθμός των προσφύγων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους για να μην βρεθούν στο επίκεντρο των μαχών κυβερνητικού στρατού-ανταρτών, είτε  επειδή εξαναγκάστηκαν, στη διάρκεια των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εθνικού στρατού, ώστε να αποκοπεί κάθε δυνατότητα εφοδιασμού των ανταρτικών τμημάτων, είτε επειδή αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στις μεγάλες πόλεις για να αποφύγουν την βίαιη στρατολόγηση τους  από τους αντάρτες.
    Σύμφωνα με το "Μνημόνιο για το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα", που έστειλε τον Οκτώβριο του 1949 στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ο Πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης, όριζε τον αριθμό των προσφύγων του εμφυλίου σε 684.607 άτομα.
    Στην απογραφή του 1951, φάνηκε ότι ο πληθυσμός ήταν ίδιος σχεδόν με την  απογραφή του 1940, ενώ υπήρχε μεγάλη μείωση κυρίως στους παραμεθόριους νομούς. Χαρακτηριστικά η μείωση σε μερικούς νομούς ήταν Καστοριά (-28%), Φλώρινα (-22%), Φωκίδα (-19,64%), Δράμα (-17%), Κιλκίς (-12%), κλπ.
    Μία από τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, ήταν και η δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού πολιτικών προσφύγων. Σε αναγκαστική εξορία βρέθηκαν για πολλά χρόνια περισσότερα από 50.000 Έλληνες οι οποίοι, είτε ήταν μαχητές του ΔΣΕ οι οποίοι εγκατέλειψαν την χώρα με την θέληση τους, είτε ήταν πολίτες (άνδρες γυναίκες και παιδιά) οι οποίοι στρατολογήθηκαν/απήχθησαν από τον ΔΣΕ δια της βίας. Ειδικά για την απαγωγή ανήλικων παιδιών από τον ΔΣΕ (το λεγόμενο παιδομάζωμα) η Ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε σκληρά σε συνεργασία με τον ΟΗΕ ώστε να επαναπατρισθούν, πράγμα που δεν κατορθώθηκε απολύτως λόγω της άρνησης των σοσιαλιστικών χωρών στις οποίες είχαν οδηγηθεί. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ» την 7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ του 1950:
  «ΑΠΟΔΟΣΗ 112 ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ: Ό πρωθυπουργός κ. Σοφ. Βενιζέλος ανήγγειλε χθες την νύκτα ότι ή Γιουγκοσλαβική Κυβέρνησις αποδίδει σή­μερον τους Έλληνας αιχμαλώτους, οι όποιοι μέχρι τούδε εκρατούντο εις ειδικά στρατόπεδα. 01 αποδιδόμενοι αιχμάλωτοι είναι 57 στρατιωτικοί, εκ των οποίων 7 αξιωματικοί και 55 πολιτικοί. Ή Γιουγκοσλαβική Κυ­βέρνησις εδήλωσεν επίσης οτι θα αποδώση εν συνεχεία και όσους τυχόν άλλους Έλληνας αιχμαλώτους άνευρη εις το Γιουγκοσλαβικόν έδαφος».
    Από το σύνολο των εκπατρισθέντων, περίπου 17.000 εγκαταστάθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση, κυρίως στην Τασκένδη και σε άλλες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Στην Τσεχοσλοβακία αρχικά εγκαταστάθηκαν 13.000 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, στη Ρουμανία 9.300, στην Ουγγαρία 7.500 και οι υπόλοιποι στη Βουλγαρία και στη Γιουγκοσλαβία. Ο μεγαλύτερος αριθμός των πολιτικών προσφύγων είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μέχρι το 1980.
    Ο εμφύλιος είχε σοβαρές επιπτώσεις και στην αγροτική παραγωγή. Η παραγωγή σιτηρών το 1947, έπεσε στο περίπου 50% της παραγωγής του 1936. Ανάλογα μειώθηκε η παραγωγή καπνού το 1946 και ο αριθμός των μεγάλων ζώων. Το 1950, η περιοχή Γρεβενών είχε μόνο το 30% των κοπαδιών που είχε επί της προπολεμικής περιόδου.

    Ο εμφύλιος πόλεμος, κόστισε στην Ελλάδα τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, ανυπολόγιστες καταστροφές, οικονομική καθίζηση και συνέβαλε στην ερήμωση της υπαίθρου και την δημιουργία ρεύματος αστυφιλίας. Ταυτόχρονα δίχασε βαθιά τον Ελληνικό λαό.
    Ακόμη και μέσα στα διάφορα κόμματα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το τι ή ποιός έφταιξε για τον εμφύλιο. Για παράδειγμα, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος, δήλωσε ότι η κατάληψη της εξουσίας με ένοπλο αγώνα, ούτε σωστή, ούτε δυνατή ήταν, προσθέτοντας ότι "η δημοκρατική εξέλιξη, που γενικά τη διακήρυσσε η ηγεσία του κινήματος, έπρεπε να θεωρείται ως η μοναδική, μόνιμη κατεύθυνση".
    Ενώ ταυτόχρονα το στέλεχος του ΚΚΕ Π. Δημητρίου, πιστεύει ότι από τα Δεκεμβριανά και μετά, "η ηγεσία του ΚΚΕ έπεσε στην παγίδα" και σημειώνει ότι η διολίσθηση προς τον εμφύλιο πόλεμο προκλήθηκε "όταν η άκρα δεξιά και οι Άγγλοι, άδραξαν την ευκαιρία που τους δινόταν από τα λάθη και τις ανεύθυνες ενέργειες της ηγεσίας του ΚΚΕ και κυρίως, από τη μεγαλομανία και τον κομπλεξικό χαρακτήρα του Ν. Ζαχαριάδη".
    Σε αντίθεση με αυτούς ο Χαρίλαος Φλωράκης, σε συνέντευξή του στα "ΤΑ ΝΕΑ", δηλώνει ότι  "Στον εμφύλιο το ΚΚΕ εξωθήθηκε. Για το ΚΚΕ ο Εμφύλιος ήταν υποχρεωτικός. Πήγαμε σ' αυτόν, γιατί δεν είχαμε άλλη διέξοδο. Πήγαμε σ' αυτόν, αφού είχε εξαντληθεί κάθε δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης, έστω και σε βάρος μας, του εσωτερικού προβλήματος της χώρας. Ο αντίπαλος δεν ήθελε την ειρήνη και την ομαλότητα. Ήθελε την υποδούλωση του λαού και την εξόντωσή μας".
    Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, σημαδεύτηκε από τις αγριότητες που διαπράχθηκαν στη διάρκειά του, τις τεράστιες οικονομικές και υλικές καταστροφές, τις βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών και τους ποταμούς αίματος χιλιάδων αθώων πολιτών, αλλά επίσης και για την απροσχημάτιστη επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Αναμφισβήτητα ήταν η πρώτη από τις συγκρούσεις του ψυχρού πολέμου.
    Και φυσικά κάθε πλευρά βλέπει τις ξένες επεμβάσεις από διαφορετική οπτική γωνία. Ο ρόλος της Μ. Βρετανίας αρχικά και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στη συνέχεια, καταγράφεται διαφορετικά από το συντηρητικό κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας που τους αντιμετωπίζει σαν σωτήρες που έσωσαν την χώρα από την τρομοκρατία της αριστεράς, και διαφορετικά από τους οπαδούς της αριστεράς που τον αντιμετωπίζουν σαν ξένη επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Ανάλογα οι αριστεροί θεωρούν ότι δεν βοηθήθηκαν αρκετά από τις σοσιαλιστικές χώρες και κυρίως την σοβιετική ένωση, ενώ η κυβερνητική παράταξη την οποιαδήποτε βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών προς τον ΔΣΕ την βλέπει επίσης σαν ξένη επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Στο επιχειρηματολογία τους αυτή ενισχύονται από τα σχέδια τόσο του Τίτο όσο και της Βουλγαρίας, για αφαίρεση της Μακεδονίας από την Ελλάδα.  Η δημιουργία από τον Τίτο, στις 2 Αυγούστου 1944 της “Λαϊκής Ομόσπονδης Δημοκρατίας Μακεδονίας”, ήταν μέρος των επιδιώξεων του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, για την υλοποίηση του ονείρου του σχετικά με τη σύσταση, υπό την ηγεσία του, της “Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας”, στην οποία θα περιλαμβάνονταν εκτός της Γιουγκοσλαβίας τμήματα της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Αλβανίας.  Ταυτόχρονα, ανασταινόταν το παλιό σχέδιο της Κομιντέρν για την ίδρυση της “Βαλκανικής Ομοσπονδίας”.
    Η συμμετοχή των Σλάβο-Μακεδόνων αυτονομιστών του ΣΝΟΦ στο πλευρό τόσο του  ΕΛΑΣ όσο και αργότερα του ΔΣΕ, ενίσχυσε την επιχειρηματολογία της συντηρητικής/φιλελεύθερης παράταξης. Ο Γ. Μόδης, γνωστός υπουργός του Βενιζέλου αναφέρει στο βιβλίο του «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» ότι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ σε συνεργασία με την ΣΝΟΦ, δολοφονούσαν συστηματικά όσους ήταν υπέρμαχοι της Ελληνικότητας της Μακεδονίας.
    Η στάση του Στάλιν απέναντι στα γεγονότα του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου, συζητήθηκε πολύ κυρίως σε σχέση με τα όσα αποκαλύφθηκαν για τις συνομιλίες του Στάλιν το 1948, με αντιπροσωπείες των κομμουνιστικών κομμάτων της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Φαίνεται πως ο Στάλιν δήλωσε ότι «ο αγώνας του ΔΣΕ στην Ελλάδα έπρεπε να σταματήσει, γιατί δεν είχε προοπτικές νίκης και ότι θα ήταν καλύτερο ο αγώνας τους να αναβληθεί για καλύτερες εποχές».  Σε μία άλλη δήλωση του ο Στάλιν δηλώνει ότι, "βρε αδελφέ, δεν θα χαθεί ο κόσμος εάν ηττηθούν οι Έλληνες αντάρτες." Αυτό που όλοι οι Έλληνες (δεξιοί και αριστεροί) δεν καταλαβαίνουν είναι ότι η δήλωση αυτή του Στάλιν δεν είναι τόσο κυνική η παράλογη όσο ακούγεται. Η Σοβιετική Ένωση είχε μόλις βγει από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο με εκατομμύρια νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές. Για τον Στάλιν ήταν απόλυτα λογική η θυσία μερικών χιλιάδων Ελλήνων κομμουνιστών, προκειμένου έστω και μόνο να «τεστάρει» την αποφασιστικότητα των Δυτικών συμμάχων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: