Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Ελληνική Ιστορία, εμφύλιος 7.

Η συμπεριφορά των ξένων κρατών

Όπως αναφέρθηκε και σε άλλο κεφάλαιο, κάθε πλευρά βλέπει τις ξένες επεμβάσεις από διαφορετική οπτική γωνία. Ο ρόλος της Μ. Βρετανίας αρχικά και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στη συνέχεια, αντιμετωπίζεται διαφορετικά από το συντηρητικό κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας, που βλέπει τις Δυτικές δυνάμεις σαν σωτήρες που έσωσαν την χώρα από την τρομοκρατία της αριστεράς, και διαφορετικά από τους οπαδούς της αριστεράς που βλέπουν μία ξένη επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Ανάλογα οι αριστεροί θεωρούν ότι δεν βοηθήθηκαν αρκετά από τις σοσιαλιστικές χώρες και κυρίως την Σοβιετική Ένωση, ενώ η κυβερνητική παράταξη, την βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών προς τον ΔΣΕ την βλέπει επίσης σαν ξένη επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Στο επιχειρηματολογία αυτή ενισχύονται από τα σχέδια τόσο του Τίτο όσο και της Βουλγαρίας, για αφαίρεση της Μακεδονίας από την Ελλάδα.

    Η Ελλάδα συνόρευε με τις Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Τουρκία και με εξαίρεση την Γιουγκοσλαβία, όλες οι άλλες εθεωρούντο εχθρικές και προπολεμικά. Η δημιουργία από τον Τίτο, στις 2 Αυγούστου 1944, της “Λαϊκής Ομόσπονδης Δημοκρατίας Μακεδονίας”, ήταν μέρος των επιδιώξεων του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, για την σύσταση, υπό την ηγεσία του, της “Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας”, στην οποία θα περιλαμβάνονταν εκτός της Γιουγκοσλαβίας, τμήματα της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Αλβανίας.  Ταυτόχρονα, ανασταινόταν το παλιό σχέδιο της Κομιντέρν για την ίδρυση μιας “Βαλκανικής Ομοσπονδίας” κάτω από σλαβικό έλεγχο. Από την στιγμή που ο Τίτο έβαλε τέτοιους στόχους, αυτόματα και η Γιουγκοσλαβία πέρασε στις εχθρικές χώρες.
    Με εξαίρεση την Τουρκία, σε όλες τις άλλες χώρες όμορες χώρες είχαν αναλάβει την εξουσία κομμουνιστικά καθεστώτα, τα οποία ευνοούσαν νίκη των κομμουνιστών ανταρτών και τους ενίσχυαν σε υλικό, οδούς διαφυγής και ασφαλή στρατόπεδα στο έδαφός τους, όχι όμως χωρίς ανταλλάγματα.
    Η συμμετοχή των Σλάβο-Μακεδόνων αυτονομιστών του ΣΝΟΦ στο πλευρό, τόσο του ΕΛΑΣ όσο και αργότερα του ΔΣΕ, ενίσχυσε την επιχειρηματολογία της συντηρητικής/φιλελεύθερης παράταξης. Ο γνωστός υπουργός του Βενιζέλου Γ.Μόδης αναφέρει στο βιβλίο του «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» ότι οι, αντάρτες του ΕΛΑΣ σε συνεργασία με την ΣΝΟΦ, δολοφονούσαν συστηματικά όσους ήταν υπέρμαχοι της Ελληνικότητας της Μακεδονίας (1). Το ΚΚΕ πέρασε από διάφορες φάσεις, ερχόμενο μερικές φορές σε σύγκρουση αλλά συνήθως ενισχύοντας και συμμαχώντας με τους αυτονομιστές Σλαβομακεδόνες αντάρτες του ΣΝΟΦ.
    Όσο ο ΔΣΕ αδυνάτιζε, τόσο περισσότερο υπέκυπτε στις απαιτήσεις των γειτόνων, οι οποίοι δεν ξεχνούσαν τις εθνικές τους διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδος, για χάρη της ιδεολογίας. Όταν ο Τίτο, εξαιτίας της ρήξης του με την Μόσχα, έκλεισε τα σύνορα στους αντάρτες του ΔΣ, τότε το ΚΚΕ αναγκάσθηκε να δεχθεί Βούλγαρους υπουργούς στην «κυβέρνηση του βουνού». Επίσης δέχθηκε να γίνεται προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας, στα στρατόπεδα που παραχώρησε η Βουλγαρία για τον ΔΣΕ στο έδαφος της, όπως εξάλλου γινόταν προηγουμένως και στα στρατόπεδα που είχε παραχωρήσει η Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
    Η Αλβανία κράτησε ανάλογη στάση και βοήθησε ακόμη και με πυρά υποστήριξης τις μονάδες του ΔΣΕ όποτε χρειάσθηκε.
    Η στάση του Στάλιν απέναντι στα γεγονότα του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου, συζητήθηκε πολύ, κυρίως σε σχέση με τα όσα αποκαλύφθηκαν για τις συνομιλίες του Στάλιν το 1948, με αντιπροσωπείες των κομμουνιστικών κομμάτων της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Φαίνεται πως ο Στάλιν δήλωσε ότι «ο αγώνας του ΔΣΕ στην Ελλάδα έπρεπε να σταματήσει γιατί δεν είχε προοπτικές νίκης και ότι, θα ήταν καλύτερο ο αγώνας τους να αναβληθεί για καλύτερες εποχές».  Σε μία άλλη δήλωση του ο Στάλιν δηλώνει ότι, «βρε αδελφέ, δεν θα χαθεί ο κόσμος εάν ηττηθούν οι Έλληνες αντάρτες.»
    Η δήλωση αυτή του Στάλιν, δεν είναι τόσο κυνική η παράλογη όσο ακούγεται. Η σοβιετική ένωση είχε μόλις βγει από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με εκατομμύρια νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές. Για τον Στάλιν ήταν απόλυτα λογική η θυσία μερικών χιλιάδων Ελλήνων κομμουνιστών, προκειμένου έστω και μόνο να «τεστάρει» την αποφασιστικότητα των Δυτικών συμμάχων.
(1) ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΔΗ «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΜΟΡΙΤΟΠΟΛΕΜΟΣ
………….Γύρισα στην Φλώρινα 2 Ιουνίου. Είχαμεν εκεί όπως και σ’ άλλα μέρη, φιλοβουλγαρικές και ανθελληνικές εκδηλώσεις σ’ έκτασι που δεν την φανταζόταν κανένας. Είχαν πείσει οι Βούλγαροι τον κοσμάκην ότι θα καταλάμβαναν γρήγορα και την Γερμανοκρατούμενη Ελληνικήν Μακεδονία και βιάσθηκαν πολλοί να εκδηλωθούν για να μη τιμωρηθούν ή και για να βραβευθούν. Υπήρχαν στο Γερμανικό Φρουραρχείο και Βούλγαροι αξιωματικοί (Μπλαντένωφ,194 Κάλτσεφ195) «σύνδεσμοι» για ανύπαρκτες «στρα­τιωτικές επιχειρήσεις», ακούραστοι όμως πράκτορες για την Βουλγαρικήν προπαγάνδα. Έκαμαν και σ’ εκείνη την περιφέρεια οι Γερ­μανοί τα θαύματα τους. Έκαψαν το Μεσόβουνο, αφού τουφέκισαν όλους τους άντρες από 16 χρονών,196 έκαμαν πολύ χειρότερα στην γειτονικήν Κατράνιτσα (Πύργους Εορδαίας),197 έκαψαν το Λέχοβο και τη Δροσοπηγή, σκότωσαν στην Κλεισούρα ακόμα και 150 γυ­ναικόπαιδα!198 Ελληνικά κέντρα όλα τα θύματα. Τουφέκιζαν μέσα στην πόλι και κρεμνούσαν δικούς μας πάντοτε. Οι Βούλγαροι «σύν­δεσμοι» τους χειραγωγούσαν…
Μ’ έπιασαν και μένα τέλη Ιανουαρίου 1943 μαζί με τον εξάδελφο μου δικηγόρον επίσης Γεώργιον Θ. Μόδη και τον πρώην βουλευτήν της Φλώρινας γιατρόν, Μιχαήλ Χαντζητάσην. Στο Φρουραρχείο (Κομαντατούρ) ο Γερμανός ενωματάρχης μας ρώτησε και το έγραψε αν είμαστε Έλληνες ή… Βούλγαροι. Οι άλλοι δυο αγανάκτησαν. Εγώ όμως κατάλαβα ότι για το συμφέρον μας ήταν η ερώτησις. θα υπήρχαν καταθέσεις εναντίον μας Βουλγάρων και ο ενωματάρχης ήθελε να υπενθύμιση ότι μπορεί να τις υπαγόρευσαν εθνικές αντιθέ­σεις. Στο στρατόπεδο Παύλου Μελά της Θεσσαλονίκης (πρώην αποθήκην Πυροβολικού) περάσαμε τις πρώτες τρεις νύχτες θαυμά­σια. Γελάσαμε όσον ποτέ άλλοτε. Διηγούνταν οι κρατούμενοι τόσα χαριτωμένα και ξεκαρδιστικά επεισόδια! Την άλλη μέρα όμως ο «Διοικητής» του στρατοπέδου, ένας κοντόχοντρος ντοματοειδής… λοχίας, μου έδωσε στα καλά καθούμενα ένα μπάτσο…
Το απομεσήμερο ένας Γερμανομαθής κρατούμενος (Λειβαδάς) που χρησίμευε και διερμηνέας του λοχία «Διοικητή» μου είπε, αφού με εξώρκισε σ’ όλους τους αγίους, ότι μας βάραινε τρομερή κατηγο­ρία, ότι δηλαδή μοιράζαμε χρήματα και όπλα, ετοιμάζαμε επανάστασι, θα εσφάζαμε Γερμανούς και Βουλγάρους, που τα κεφάλια τους θα κουτροβολούσαν στους δρόμους της Φλώρινας! Και το πρωί της άλλης εμφανίσθηκαν 45 μεγάλα φορτηγά και κλειστά Γερμανικά αυτοκίνητα, που πήραν απ’ το στρατόπεδο για τουφεκισμό 50 κρα­τουμένους γιατί, δεν ξεύρω πού, κυκλοφόρησαν κομμουνιστικές προκηρύξεις. Μπήκαν δυο φορές στο θάλαμο μας Γερμανοί και πή­ραν ανά δύο… Ήταν μιά φρικτή και ανατριχιαστική σκηνή. Την έχω περιγράψει στον τόμο Μακεδονικές ιστορίες Πενήντα θρεφτάρια.
Εξακρίβωσα αργότερα ότι είχαν καταθέσει «ενόρκως» εναντίον μας για την επανάστασι και τη σφαγή των Γερμανών τέσσαρες νεο­φώτιστοι Βούλγαροι Φλωρινιώτες, ο Μενέλαος Γκέλης, δικηγόρος από Ελληνικήν ανέκαθεν οικογένεια, Νικόλαος Ζάικος, Σπύρος του εστιατορίου Αβέρωφ και Σταυρέτης ή Κήρστεφ. Τους τρεις πρώτους είχα ευεργετήσει πολύν καιρό, πολλές φορές! Ο Λάσκαρις Παπαναούμ,199 υιός Μοναστηριώτη διδασκάλου, που είχε στενή συνεργασία με τους Γερμανούς, όταν πήγα να τον ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον που είχε δείξει, μου είπε ότι τελευταίος στον κατάλογο των 50 μελλοθανάτων ήμουν και εγώ. Με είχε γράψει ένας Γερμανός λοχίας βαλμένος απ’ τους Βουλγάρους. Είμαστε όμως δυό Γεώργιος Μόδης, δικηγόροι απ’ την Φλώρινα και ρώτησαν απ’ το στρατόπεδο, ποιόν απ’ τους δύο να στείλουν στις «κλούβες». Πήραν τότε είδησι οι ανώτεροι και με αντικατέστη­σαν. Δεν είναι απίθανη η εκδοχή του Παπαναούμ, γιατί είδαμε να ανεβαίνη τελευταίος στην τελευταία «κλούβα» του θανάτου κουμβώνοντας μάλιστα προσεκτικά το παλτό του για να μην κρυώση, ο Τόνος, ηλικιωμένος πράκτορας ατμοπλοϊκών εταιρειών στη Μυτι­λήνη που είχε αθωωθή απ’ το Γερμανικό Στρατοδικείο με βούλευμα, γύριζε ελεύθερος έξω απ’ το στρατόπεδο και μας έφερνε ψώνια απ τα καταστήματα της Θεσσαλονίκης.
Έμεινα εκείνο το καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη. Όταν βγήκαμε απ’ το στρατόπεδο φυλακή, έμαθα με όλες τις λεπτομέρειες τους άθλους των καινούργιων «ανταρτών» του ΕΛΑΣ ΕΑΜ και πρωτοπρομάχων της «λευτεριάς». Απελευθέρωσαν απ’ το βάρος της ζωής με τον αγριώτερο τρόπο τον Μακεδονομάχον οπλαρχηγό καπετάν Στέφο με τον φοιτητή υιό του, που είχαν πάει στο Μπλάτσι να πολεμήσουν εναντίον Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων, τον επίσης Μακεδονομάχο Στέργιο Κούντουρα, τους αξιωματικούς Πόρτην, Μάτσην, Μπουλογιάννη, Σιδηρόπουλο, Αγγελόπουλο, Κιουρτσάκη και άλλους. Είχαν επιβάλει επίσης παντού αμείλικτη τρομοκρατία, για να φέρουν με την «λευτεριά» τον κομμουνιστικόν παράδεισο. Κινήθηκα, μίλησα ότι έπρεπε να αντιδράσουμε, να ξυπνήσουμε για να μη χαθούμε τόσον άδοξα. Υπήρχαν τότε στη Θεσσαλονίκη δυό μυστικές εθνικές οργανώσεις, η ΠΑΟ200 τέως ΥΒΕ201 που την αποτε­λούσαν κυρίως εντόπιοι αξιωματικοί και η ΕΔΕΣ (του Ζέρβα), που δεν εννοούσαν να συνεργασθούν. Ωρίσθηκα μεσολαβητής. …….Η ΠΑΟ είχε περισσότερα μέσα και δυνατότητες. Είχε πάρει και σοβαρή οικο­νομική ενίσχυσι απ’ την Κυβέρνησι του Καΐρου. Εσχημάτισε μερικά ανταρτικά σώματα που τα χτύπησε το ένα πίσω απ’ το άλλο και τα σκόρπισε ο ΕΛΑΣ.
Είχαν γενικά οι αξιωματικοί αφέλεια και απίστευτη εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις των Κομμουνιστών, που αδίσταχτα και σατανικώτατα τους χτυπούσαν την άλλη μέρα. Ο συνταγματάρχης Δημάρατος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της, εξαφανίσθηκε μιά μέρα και έγινε… Στρατηγός του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο, για τους τύπους βέβαια. Και ο επίσης συνταγματάρχης Μουστεράκης, Κρητικός αντιβενιζελικός και «Βασιλόφρων», πρώην Διοικητής του συντάγματος της Φλώ­ρινας και καλός αξιωματικός, πήγε με αποστολή να συνάντηση το Στρατηγείο» του ΕΛΑΣ και τους Άγγλους, τον έπιασαν οι Ελασίτες και τον φυλάκισαν κάμποσον καιρό και εξελίχθηκε σε φανατικόν Κομμουνιστή!……….
………Τον Φεβρουάριο 1944 με ένα δελτάριο απ’ τη μητέρα μου πληρο­φορήθηκα ότι μπήκε Βουλγαρικός στρατός στην Φλώρινα. Είδα τον Πρωθυπουργόν Ιωάννη Ράλλη που δεν είχε καμμιά γνώσι και μαζί με τον Νικόλαο Λούβαρη, τον αρμόδιο Γερμανό αντιπρόσωπο που μι­λούσε λαμπρά Γαλλικά και φρόντισε να με καθησύχαση. Οι Βούλγα­ροι αποσύρθηκαν, αφού κατακρεούργησαν άμοιρους Φλαμπουριώτες. Θα είχαν εξοντώσει πολλούς άλλους «Γραικομάνους» που έπια­σαν, αν δεν αγρυπνούσε ένας Γερμανός αξιωματικός της Κομαντατούρ. Πολύ περισσότερους εξόντωσαν τότε στην περιφέρεια της ΑλμωπίαςΓουμενίτσας………..
………..Η «Οικουμενική» ή «Εθνικής Ενότητος» Κυβέρνησις του Παπαν­δρέου αναχώρησε για την Καζέρτα της Ιταλίας. Εμάς τους «πολιτι­κούς», τους πρώην δηλαδή βουλευτές, μας εδήλωσαν οι Άγγλοι ότι θα φεύγαμε με πλοίο απ’ την Αλεξάνδρεια. Μιαν καλήν πρωία όμως, μας ειδοποίησαν ότι μας περίμενε ένα αεροπλάνο για την Αθήνα. Μπήκαμε μέσα κάπου 16. Δεν θυμάμαι παρά λίγους μόνο. Περάσαμε πλάι στην Κρήτη που εξακολουθούσαν να κατέχουν οι Γερμανοί……..Την πρώτη ή δεύτερη μέρα του Νοεμβρίου με κάλεσε ο Παπαν­δρέου. Θα πας, μου είπε, «Κυβερνητικός Επίτροπος» δηλαδή Γενικός Διοικητής στην Θεσσαλονίκη με ευρυτάτην αρμοδιότητα και εξουσίαν. Ένα Αγγλικό αυτοκίνητο θα σε περιμένη στις 12 ακριβώς μπρο­στά στο Υπουργείο των Εσωτερικών για το αεροδρόμιο. Θα είναι μαζί και ο κ. Παπαλαζάρου για την Κοζάνη……Συμφωνούν στο πρόσωπο σου και οι Υπουργοί του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Βιάζονταν και οι Άγγλοι. Θέλουν να έχουν κάποιο με τον οποίον να συνενοούνται στη Θεσσαλονίκη.
Και τι γίνεται τώρα στη Θεσσαλονίκη, κύριε Πρόεδρε;
Μήπως ξέρομε;! Γι’ αυτό θα πας εκεί. Κυριαρχούν βέβαια οι Κομμουνισταί. Αλλά θα στρώσουν. Έχουν και μερικά δίκαια παράπονα. Θα σχηματισθή γρήγορα η Εθνοφυλακή και θα διαλυθή ο ΕΛΑΣ. Θα αποκατασταθή και η Χωροφυλακή. Θα μπούμε στον ίσιο δρόμο.
Ένα Αγγλικό ημιφορτηγό περίμενε πραγματικά μπροστά στο Υπουργείο. Αντί όμως για το αεροδρόμιο, τράβηξε για τον Πειραιά! Μπήκαμε σ’ ένα ολοκαίνουργιο καταδρομικό (Σείριους). Μ’ αυτό, είπα μέσα μου, θα βρεθούμε σε λίγες ώρες στη Θεσσαλονίκη. Μα δεν εννοούσε να το κουνήση…
Ήρθαν μέσα και οι αξιωματικοί του ΕΜΕΛ, προδρόμου της ΟΥΝΡΑ,204 που τους είχα γνωρίσει στο Κάιρο. Μπήκαν και τρεις υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος με 56 μεγάλα σακιά γεμάτα δισεκατομμύρια. Όταν φτάσαμεν όμως στη Θεσσαλονίκη δεν είχαν καμμιάν πέρασι και αξίανί Το πρωί τέλος το καταδρομικό σάλπαρε. Μα τράβηξε με μικρή ταχύτητα προς νότο. Με τον ταγματάρχη του ΕΜΕΛ Σμέθερς πήγα και ρώτησα τον πλοίαρχο αν πηγαίναμε στην… Αλεξάνδρεια. Γέλασε και είπε: «Κάνομε γύρο απ’ τις νάρκες. Σε λίγο θα στρίψω προς βορράν». Ο Σμέθερς μου είπε: «Οι Βρετανοί δεν βιαζόμαστε. Πηγαίνουμε «μπάι μπάι».
Στο στενό του Ευρίπου συναντήσαμε τρία τέσσαρα μεγάλα υπερωκεάνεια, που είχαν μιαν ΑγγλοΙνδική Μεραρχία για τη Θεσσαλο­νίκη. Πήρα θάρρος. Σταματήσαμε δυο ημερόνυχτα στο λιμάνι της Σκιάθου. Φρουρούσαν και εκεί στην παραλία βλοσυροί Ελασίτες. Όταν βγήκα έξω να ιδώ το σπίτι του Παπαδιαμάντη με πλησίασαν πολλοί που είχαν μάθει, δεν ξεύρω πώς, ότι πήγαινα Γενικός Διοι­κητής και με ρωτούσαν με αγωνία:  Θα σωθούμε;! Θα ελευθερωθούμε;!
Μας έδιναν το πρωί στην καμπίνα το τσάι, έπειτα το μπρέκφαστ, πλουσιώτατο. Είχε και ψάρι με δαμάσκηνα! Στις 10 πάλι το τσάι, με συνέχεια το λαντσ το μεσημέρι και στις πέντε (φάιβ ο κλόκ) πάλιν τσάι. Δεν πεινάσαμε… Μας πέρασαν με τον κ. Παπαλαζάρου στο υπερωκεάνειο όπου ήταν ο Διοικητής της Μεραρχίας, Στρατηγός Χαλιντέη. Μπήκαμε τέλος στον Θερμαϊκό. Πηγαίναμε πάντοτε «μπάι μπάι» εξ αιτίας των αναθεματισμένων ναρκών, αν και είχε προηγηθή κάποια εκκαθάρισίς τους. Ήταν Παρασκευή, ολόλαμπρη μέρα. Η Θεσσαλονίκη φάνταζε στο βάθος πανοραματική. Άρχισε η αποβίβασις των στρα­τιωτικών μονάδων. Παρατήρησα πόσον πρόθυμα βοηθούσαν οι Άγγλοι στρατιώτες τους Ινδούς συναδέλφους. Νόμιζα ότι έπειτα θα έβγαινα και εγώ. Εξακολουθούσα όμως να παραμένω στο πλοίο και το Σάββατο και την Κυριακή.
Με επισκέφθηκαν πολλοί φίλοι και γνώριμοι. Ήρθε δυο φορές και ο Μπακιρτζής, «Διοικητής της Ομάδας Μεραρχιών του ΕΛΑΣ». Την πρώτην φορά που μου παρουσίασε κάποιον ακόλουθο του για «καπετάν Μάρκο», τον πήρα για σωματοφύλακα του και δεν του έδωσα σημασίαν. Ευθύς όμως έμαθα ότι ήταν ο περίφημος αργότερα Μάρκος Βαφειάδης, «Καπετάνιος» τότε «της Ομάδας Μεραρχιών», ο ουσιαστικός δηλαδή αρχηγός. Είπα την γκάφα μου στον Στρατηγό Διοικητή της 4ης ΑγγλοΙνδικής Μεραρχίας Χαλιντέη, που γέλασε και μου έδωσε ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα κουτί τσοκολάτες για να περιποιηθώ ιδιαίτερα τον «καπετάν Μάρκο»…
Λογάριαζα ότι θα έβγαινα τέλος την Δευτέρα. Είχα αρχίσει να δυσφορώ. Βάσταξε τόσες μέρες το ταξείδι και άλλες τρεις καθόμουν και έβλεπα απ’ το πλοίο την Θεσσαλονίκη. Με πλησίασε όμως ένας άγνωστος λοχαγός, κάπως μυστηριώδης, που είπε ότι θα έβγαινα την Τετάρτη γιατί τη Δευτέρα έβρεχε και η Τρίτη είναι αποφράς ημέρα για μας τους Έλληνες!…
Έβαλα τις φωνές. Δεν έκαμνα, του είπα, τουριστική κρουαζιέρα. Είχα δουλειά στη Θεσσαλονίκη, επείγουσα και πολύ σοβαρή. Αν ταξείδευα με γάιδαρο, θα είχα ήδη φτάσει στον προορισμό μου. Εκείνος εξαφανίσθηκε. Διαμαρτυρήθηκα και στο Στρατηγό. Σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε. Κοντά στο μεσημέρι ξαναπρόβαλε ο περίφημος λοχαγός και μ’ ένα πονηρό χαμόγελο μου είπε Γαλλικά: «Allons» (Πάμε). Τα είξερε και δε τα μιλούσε.
Βγήκαμε δεξιά στον Λευκό Πύργο. Μιά μεγάλη παρέα Φλωρινιώ­τες και Μοναστηριώτες με περίμεναν με λουλούδια. Αλλά μόλις στρίψαμε και βγήκαμε στην παραλιακή λεωφόρο, είδα κατάπληκτος πολύν κόσμο στις δυο πλευρές της και μιά ατέλειωτη στρατιωτική παράταξι. Ο ΕΛΑΣ παρουσίαζε όπλα. Μπαλκόνια και παράθυρα γεμάτα γυναίκες και κορίτσια που χειροκροτούσαν, ζητωκραύγαζαν, πετούσαν λουλούδια, κουνούσαν σημαίες. Ο «μυστηριώδης» λοχαγός με αποχαιρέτησε με το χέρι και ένα χαμόγελο. Οι Άγγλοι «υπό αυστηροτάτην εχεμύθειαν» είχαν ετοιμάσει την υποδοχή μου! Και ήταν η θερμότερη, ειλικρινέστερη, ενθουσιωδέστερη που γνώρισε ποτέ η Μακεδόνικη πρωτεύουσα. Καθήμεθα με τον κ. Παπαλαζάρου πλάι στον Στρατηγό στο μεγά­λο αυτοκίνητο του. Πλάι στο σωφέρ έστεκε όρθιος ένας πελώριος Ινδός αξιωματικός.
Μπροστά πήγαινε ένα μικρότερο αυτοκίνητο με τον ασύρματο και δυο αξιωματικούς όρθιους, έναν Ινδό και έναν Άγγλο. Ακολουθού­σαν και άλλα αυτοκίνητα με Άγγλους και Ινδούς. Οι άνθρωποι του ΚΚΕ έλεγαν, όπως έμαθα την άλλη μέρα, «σαν Άγγλος αντιβασιλεύς των Ινδιών» μας κουβαλήθηκε ο Μόδης. Ο κόσμος ενόμιζε ότι με τον ερχομό μου έμπαινε τελεία και παύλα στους φόβους και τις αγωνίες του. Μα έννοιωθα να σφίγγεται η ψυχή μου. Θα μπορούσα ν’ ανταποκριθώ στις προσδοκίες του;! Θα έστρωναν οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ που συχνά ποδοπατούσαν όχι μόνο πανηγυρικές συμφωνίες μα και αυτό το συμφέρον του κόμματος των;! Μίλησα από ένα μπαλκόνι της πλατείας Ελευθερίας. Κάτω είχε παραταχθή ένας λόχος Σκωτσέζων. Το βράδυ όμως έμαθα ότι είχαν συλληφθή όσοι ζωηρότερα με χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν!
Εγκαταστάθηκα το πρωί στο ιδιωτικό κτίριο που είχε μεταφερθή κατά τον πόλεμο η Γενική Διοίκησις. Ήμουν Κυβερνήτης με «ευρυτάτην αρμοδιότητα και εξουσίαν», χωρίς όμως καμμιά θετική δύναμι! Δεν είχα ούτε ένα χωροφύλακα! Και αυτός ο ακόλουθος μου ήταν ένας νεαρός Ελασίτης! Μου παρέδωσε η τριμελής «Διοικητική Επι­τροπή» (Φίλιππος Παπαδόπουλος, Καραμαούνας και ένας τρίτος) με πρωτόκολλο το αυτοκίνητο.
Κυριώτερη απασχόλησι είχα την αποστολή και διανομή των τρο­φίμων και εφοδίων του ΕΜΕΛ. Συνεδριάζαμε πρωί και συχνά και απόγευμα με τους ανώτερους Άγγλους αξιωματικούς και τους δύο Αμερικανούς και έβαζα υπογραφές σε απειράριθμα διπλότυπα. Και υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Πολλές πόλεις, όπως η Φλώρινα, είχαν μείνει χωρίς φως από έλλειψι πετρελαίου.
Μάθαινα όμως ότι οι συλλήψεις απ’ την «Πολιτοφυλακή» συνεχί­ζονταν ατέλειωτες και μέσα στη Θεσσαλονίκη! Διαμαρτυρήθηκα στην Επιτροπή του ΕΑΜ και στον Μπακιρτζή, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Με διαβεβαίωσε με λόγο τιμής ο ίδιος ο Μάρκος Βαφειάδης ότι θα σταματούσαν πια. Και την άλλη μέρα βρέθηκαν στα κρατητήρια και ανώτεροι υπάλληλοι της Γενικής Διοικήσεως! Τις ενεργούσαν άλλοι, ισχυρώτεροι και απ’ τον Μάρκο… Ζήτησα και είδα τον Διοι­κητή της Πολιτοφυλακής, ένα κοντό καπνεργάτη απ’ την Καβάλα. Αρνήθηκε ότι γινόταν συλλήψεις… Και το ακόμα χειρότερο, εμάθαινα ότι γίνονταν αθρόες σφαγές στις χαράδρες της Άνω Πόλης! Πώς να αντιδρούσα! Οι διαμαρτυρίες μου ήταν χαμένος κόπος. Και αν αυτές οι φρικαλεότητες συντελού­νταν μέσα στη Θεσσαλονίκη, όπου βρισκόμουν εγώ με την Αγγλο­ϊνδική Μεραρχία, πόσο άραγε αίμα θα χυνόταν έτσι άδικα και απάν­θρωπα στις επαρχίες;! Μου έλεγαν ότι εκατοντάδες είχαν σφαγιασθή στην Χαλκιδική και την Κατερίνη και χιλιάδες στο Κιλκίς! Τις αναβίβαζαν άλλοι σε 5.000, άλλοι σε 10.000! Η «λευτεριά» είχεν έρθη φορτωμένη χειροπέδες και «αιμοσταγή» μαχαίρια!
Στο μεταξύ με επισκέπτονταν τακτικά ο Ντιλαβέρης,205 Κομ­μουνιστής απ’ τους Αρχηγούς του ΕΑΜ, για να μου εξήγηση τη θέλησι και τις αξιώσεις του λαού!… Σα να μην έφτανε αυτό, μου έστελναν κάθε μέρα πλήθος Επιτροπές από πολλούς άνδρες και γυναίκες, που τις κουβαλούσαν απ’ τα μάκρυνα χωριά με ανοιχτά φορτηγά αυτοκίνητα χειμώνα καιρό και μάλιστα πολύ άσχημο, για να μου ειπούν ότι χρειάζονταν τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια! Είχαν αρχηγούς φλύαρους οπαδούς του ΚΚΕ. Οι άλλοι όμως, οι πολλοί, μου έδιναν να καταλάβω ότι δε συμφωνούσαν μαζί τους. Ήταν ολο­φάνερο ότι το ΚΚΕ ήθελε να με καταπονέση. Προκάλεσε και την αγανάκτησι του Ελασίτη ακολούθου μου. Μα γιατί;! Είχα έρθη στη Θεσσαλονίκη και με την πρόθυμη συγκατάθεσι και των Υπουργών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. «Ανεξερεύνητοι όμως είναι αι βουλαί του Υψίστου» και των Κομμουνιστών…
Με επισκέφθηκαν ο Μπακιρτζής και ο Ντιλαβέρης για να μου πουν ότι δεν είχαν εμπιστοσύνη για την εκδίκασι των «δοσιλόγων» στον Αντιεισαγγελέα των Εφετών κ. Κωνσταντινίδη και ήθελαν τον Εισαγγελέα Αλεξανδρόπουλον, που βρισκόταν στην Αθήνα. Μ’ ένα τηλεγράφημα μου τα γράφαμε Αγγλικά, αφού Άγγλοι τα διαβίβα­ζαν έφτασε την άλλη μέρα με Αγγλικόν αεροπλάνο ο Αλεξανδρό­πουλος. Τον είχαν σηκώσει άρονάρον. Οι συλλήψεις όμως και εκτε­λέσεις συνεχίσθηκαν… Και ο Κωνσταντινίδης βρέθηκεν κρατούμενος στην… Αρδέα!…
Πήρα κάποιο θάρρος όταν μιά μέρα παρουσιάσθηκε ξαφνικά ο Αθανάσιος Χατζής, γνωστός μου οδοντογιατρός απ’ το Αμύνταιο που ήταν Γραμματέας του ΕΑΜ της Αθήνας. Θα είχε ανάλογη θέσι και στη Θεσσαλονίκη. Ήταν δηλαδή ο πραγματικός Γενικός Διοικη­τής. Επιχείρησα να του μιλήσω για τις σφαγές, μα έφυγεν αμέσως. Έμαθα αργότερα ότι για να βάλη φραγμό στα εγκλήματα είχε ανα­θέσει σ’ ένα γνωστό μου να ενεργή τακτικά έλεγχο στα αναρίθμητα κρατητήρια. Δεν υπήρχαν όμως πουθενά ονομαστικοί κατάλογοι των κρατουμένων! Ο ελεγκτής μετρούσε κεφάλια… Και αν μιά νύχτα είχαν εξαφανισθή κάμποσοι, τους αντικαθιστούσαν αμέσως με άλ­λους!…
Μιά απ’ τις πρώτες φροντίδες ήταν να επισκεφθώ τα αμέτρητα κρατητήρια και τις φυλακές. Σχολεία, ακόμη και Αστυνομικά τμήμα­τα και ιδιωτικά μέγαρα, όπως του Δρόσου, είχαν μετατραπεί σε δεσμωτήρια. Είχα μαζί μου τον Στρατηγό κ. Χρήστον Αβραμίδη, Στρατιωτικόν Διοικητή χωρίς ένα… στρατιώτη και τον «Διευθυντή του Δικαστικού του ΕΛΑΣ» Πρωτοδίκη Μπαλάσκαν, που είχεν υπηρέτησει δυο φορές στην Φλώρινα και τον γνώριζα, φανατικώτατο Λαϊκόν και «Βασιλόφρονα». Στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά ο «καπετά­νιος», ένας κοντοπίθαρος γεωπόνος καθώς έμαθα, μας είπε ότι είχε στην απόλυτη δικαιοδοσία του 2.500 «παληοτόμαρα» και ίσως περισσότερα!
Μα επιτρέπεται να μη τους έχετε γραμμένους σ’ ένα κατάλογο;! του είπα.
Δεν έχομε καιρό, απάντησε. Όσοι είναι για να βγουν, θα βγουν…
Επιχείρησα να μπω σ’ ένα θάλαμο, μα η αποφορά μ’ έτρεψε σε φυγή. Είδα σωριασμένους εκεί πλήθος χωριάτες. Πολλοί ήταν γέροι και άλλοι παιδιά 15 χρονών! Τον Μάρτιο 1943 όταν φιλοξενούμουν και εγώ εκεί, είμαστε όλοι όλοι κοντά 600. Και λέγαμε ότι δε μας χωρούσε. Και στην εποχή της «λευτεριάς» είχαν στριμωχθή κοντά 3.000!!
Είπα του Μπαλάσκα:
Γιατί δεν απολύετε τουλάχιστον αυτούς τους γέρους και τα μικρά παιδιά; μπορούν να εκδικάσουν τόσο μεγάλα πλήθη τα Δικαστήρια των δοσιλόγων;
Μη το ξαναπήτε αυτό, κύριε Υπουργέ, γιατί το λέγουν και μερικοί άλλοι, απάντησε χαμογελώντας.
Ποιοι;
Δεν τους καθώρισε. Εννοούσε όμως εκείνους που αναπλήρωναν με τα μαχαίρια τα Δικαστήρια!…
Στις Νέες Φυλακές είδα πολλούς προκρίτους της κοινωνίας Θεσ­σαλονίκης, τον Επιτελάρχη Αθανάσιον Χρυσοχόου,206 τον Γραμμα­τέα της Εταιρείας Μακεδόνικων Σπουδών Αλέξανδρον Λέτσαν, α­νάπηρο, τον πρόεδρο του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Κράλη, γέροντα και άλλους. Όταν βγήκαμε έξω, μιά οργανωμένη κλίκα από πολλές γυναίκες και λίγους άντρες ούρλιαζε: «Θάνατος στους εθνοπροδότες! Κρε­μάλα… Μαχαίρι».
Τους μπρόγκηξα με αυστηρότητα:
Πηγαίνετε σεις στα σπίτια σας… Δεν είναι δική σας δουλειά. Θα τους κρίνουν τα Δικαστήρια.
Οι γυναίκες ησύχασαν. Ήταν οι περισσότερες επιστρατευμένες. Πήρε όμως τον λόγο ο Μπαλάσκας και είπε:
Παληοτόμαρα είναι όλοι τους, κύριε Υπουργέ. Πρόβαλε τότε κάποιος που φώναξε δυνατά: Ο λαός, συναγωνιστή Υπουργέ, κρίνει καλλίτερα απ’ τα παληοδικαστήρια των προνομιούχων.
Τον αναγνώρισα. Ήταν υιός του ταγματάρχη απ’ τη Ρούμελη Σιαπέρα που υπηρετούσε πολλά χρόνια στην Φλώρινα.
Και τι γυρεύεις εδώ βρε Σιαπέρα, του είπα, που πετάχθηκες σαν φάντης;
Είμαι Διευθυντής των Νέων Φυλακών.
Να τους γράψης πρώτα όλους τους κρατουμένους σε κατάλογο. Και κύταξε να μη λείψη κανένας.
Δεν πάει να λείψουν όλα τα παληοτόμαρα!…
Ο Σιαπέρας είναι τώρα Εισαγγελέας Εφετών στη… Σόφια!! Προσφέρθηκαν ν’ αναλάβουν την τακτική τροφοδοσία των κρατου­μένων ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός και ο ΕΜΕΛ. Μα οι «αρμόδιοι» αρνήθηκαν! Οι ξένοι θα ζητούσαν καταλόγους… Είχαμε συμφωνήσει με τον Μπακιρτζή, τον Μπαλάσκα, τους ηγέτες του ΕΑΜ, να μη γίνονται μεταφορές κρατουμένων για να μην ξεσπάη πάνω τους ανεξέλεγκτη η «αγανάκτησις του λαού». Μιά μέρα όμως αργά στις 2:30 αφού με είχαν ταλαιπωρήσει πολλές μεγάλες «Επιτροπές» γυ­ναικών απ’ την περιφέρεια Κιλκίς για να ξαναπούν τα ίδια, παρουσιά­σθηκε ένας κοντός ανθρωπάκος του λαού και μου είπε τραυλίζοντας ότι την νύχτα είχαν βγάλει απ’ τον «Παύλον Μελά» τετρακόσιους ή πεντακόσιους και τους πήγαν ίσια πάνω.
Τους είδες στο όνειρο σου;! τον ρώτησα.
Όχι. Τους είδα με τα μάτια μου. Κάθομαι εκεί κοντά. Πήγα στο τηλέφωνο και εκείνος εξαφανίσθηκε. Δεν έμαθα ουδέ το όνομα του. Έπαιξε το κεφάλι του «ανωνύμως» για να εξυπηρέτη­ση συνανθρώπους του!… Αν μάθαιναν το διάβημα του οι εκπρόσω­ποι του ΕΑΜ στη συνοικία του θα τον είχαν κομματιάσει. Οι Μπακιρτζής και Μπαλάσκας με καθησύχασαν κατηγορημα­τικά. Σίγουρα «καλή τη πίστει». Επίσης και ο καπετάνιος του Παύλου Μελά. Γελούσε όμως σα να κορόιδευε, πράγμα που με έβαλε σε υποψίες. Την άλλη μέρα έφτασαν πληροφορίες ότι μιά μεγάλη φά­λαγγα κρατουμένων σερνόταν προς βορράν. Μπακιρτζής και Μπα­λάσκας επρόβαλαν πάλιν κατηγορηματική διάψευσι. Την τρίτη όμως ημέρα αυτόπτες μάρτυρες μου είπαν ότι είδαν την φάλαγγα και τα πιτώματα δυο Προέδρων κοινοτήτων, δυο μπακάληδων, ενός δα­σκάλου και άλλων να σημειώνουν τη μαρτυρική πορεία της!! Είχαν πάθει «αβαρίαν» στο δρόμο κάπου 60 ή περισσότερα άτομα!
Εμφανίσθηκε τότε ένας νεαρός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, που σκοτώθηκε σε λίγο από αυτοκινητιστικό δυστύχημα και αυτοσυστήθηκε ως «Επίτροπος» της 11ης Μεραρχίας. Αυτός, είπε, είχε διατάξει τη μεταφορά των κρατουμένων απ’ τον Παύλον Μελά, όπου διαπίστωσα και εγώ τον αφόρητο συνωστισμό, στη Βέρροια, όπου Επίτροπος και Εισηγητής ήταν Πρωτοδίκες.
Και πώς δεν πήραν είδησι, ξέσπασα, ο Μπαλάσκας, ο Μπακιρ­τζής και αυτός ο Διευθυντής ο «καπετάνιος» του Παύλου Μελά;! Και ο δρόμος για την Βέρροια πηγαίνει προς βορράν, προς αντίθετη δηλαδή κατεύθυνσι; Είχα κείνη τη στιγμή όλη τη διάθεσι να τον ρίξω απ’ το παράθυρο κάτω… Έστειλα έναν Άγγλο λοχαγό, με λίγους στρατιώτες και πολλά φορτηγά αυτοκίνητα, να επαναφέρη στην φυλακή τους κρατουμέ­νους. Οι «Φρούραρχοι» του ΕΛΑΣ όμως τον ξεγελούσαν. Εκείνος της Γουμενίτσας τον κέρασε μπόλικο καλό κρασί και τον έστελνε άπρακτο πίσω να ειπή όπως ο Τούρκος πλοίαρχος, «Μάλτα γιοκ» (Μάλτα δεν υπάρχει…). Ο δικηγόρος όμως κ. Αλέξανδρος Πίψος, που κατάγεται απ’ εκείνη την περιοχή και είχε τρυπώσει σ’ ένα από τα αυτοκίνητα ντυμένος Άγγλος στρατιώτης, έμαθε από ένα παιδάκι ότι είχαν φέρει στο καινούργιο σχολείο της Γουμενίτσας πολλούς φυλακισμένους. Όταν τα φώτα των αυτοκινήτων είχε νυχτώσει έπεσαν στο σχολείο και την αυλή του, είδαν δεμένους κάτω 16 άντρες που τους έσερναν! Αν είχαν αργήσει λίγα δευτερόλεπτα τα αυτοκίνητα, θα τους είχαν κατεβάσει σε μιά γειτονική ρεμματιάσφαγείο! Και ήταν όλοι από οικογένειες Μακεδονομάχων και Μακεδονομάχοι! Είχαν κηρύξει γενικά στους Μακεδονομάχους το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αμείλικτον εξοντωτικόν πόλεμο γιατί ήταν, φαίνεται, μεγάλοι… κεφαλαιοκράτες… Όσοι είχαν επιζήσει πάνω από 300— μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Παρακάλεσα τους Άγγλους να περι­πολούν συνέχεια απ’ έξω για να μην ξαναγίνουν νυκτερινές εκδρο­μές…
Σημειωτέον ότι λίγες ημέρες ενωρίτερα είχαν παρουσιασθή στο γραφείο αναμαλιασμένες πολλές γυναίκες απ’ την περιφέρεια της Γουμενίτσας, Ποντιακής καταγωγής και μου είπαν με κλάματα ότι δύο πρόσφυγες καπνεργάτες απ’ την Βουλγαροκρατουμένη Δράμα που τους είχαν δεχθή, περιθάλψει και διορίσει τον ένα αγροφύλακα, τους είπαν ότι θάφερναν στα χωριά τους άντρες και τα παιδιά τους που ήταν κρατούμενοι στου Παύλου Μελά και θα τους έσφαζαν! Τις καθησύχασα. Τις βεβαίωσα ότι τέτοια πράγματα δε μπορούσαν πια να γίνουν. Και το πίστευα. Ο αγροφύλακας όμως ήταν καλλίτερα πληροφορημένος απ’ τον Γενικόν Διοικητή!… Ο Μπακιρτζής διαμαρτυρήθηκε για την «επέμβασι των ξένων στα εσωτερικά μας». Ήταν όμως «αθώος του αίματος τούτου». Διοι­κούσε «Ομάδα Μεραρχιών», είχε στο Στρατηγείο φρουράν από ένο­πλες… Ελασίτισσες. Ως τόσο δεν είξευρε τι έκαμναν πίσω απ’ την πλάτη του άλλοι αφανείς αλλά πολύ ισχυρώτεροι. Όταν του είπα ότι οι «σύντροφοι» προσπαθούσαν στο εσωτερικό να κατασκευάσουν σλαυομακεδονικήν» εθνικότητα και να ιδρύσουν σλαυομακεδονικά σχολεία αγανάκτησε, ύβρισε, φοβέρισε, αλλά στον αέρα χωρίς αντί­κτυπο. .. Στα χωριά Πολυπόταμος της Φλώρινας και στην Τριαντα­φυλλιά είχαν συγκεντρώσει τους εντόπιους δημοδιδασκάλους και τους εξεβίαζαν να ιδρύσουν «σλαυομακεδονικά» σχολεία. Ευτυχώς βρήκαν κατηγορηματική άρνησι. Είπα στον Μπακιρτζή επίσης ότι στα Σκόπια είχε δημιουργηθή κάποιο ψευτομακεδονικό κράτος και ψώναζαν στους δρόμους: «Σόλουν… Σόλουν… (Θεσσαλονίκη)»!…
Λ! Αυτούς θα τους χτυπήσουμε αν τολμήσουν να προχωρήσουν, είπε ζωηρά… Είναι και οι Άγγλοι με την ΑγγλοΙνδική Μεραρχία».
Πόσον ανόητοι και μωροί ήταν οι αρχηγοί του ΚΚΕ αποδείχθηκε και τότε. Δημοσίευσαν στις δυό κομμουνιστικές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης —δεν υπήρχαν άλλες πύρινα άρθρα και ψηφίσματα «Λαϊκών Επιτροπών» εναντίον των Άγγλων που «επέμβηκαν στα εσωτερικά μας». Έτσι έμαθαν πολλοί την φρικτή ιστορία της μαρτυρικής φάλαγ­γας, που αλλοιώς δεν θα είξευραν τίποτε. Με επισκέφθηκε και μιά Επιτροπή του ΕΑΜ με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Καβάδαν να διαμαρτυρηθή γιατί οι υπολοχαγοί και ανθυπολοχαγοί που είχαν αποσταλεί για την Εθνοφυλακή ήταν «Βασιλόφρονες και ΤέταρτοΑυγουστιανοί». Τους απάντησα ότι δεν ήταν δυνατό να ξεύρω εγώ τι καπνό φουμάρουν οι αξιωματικοί και μάλιστα κατώτεροι. Αυτό ήταν δουλειά του Υπουργού των Στρατιωτικών Στρατηγού Σαριγιάννη, που ήταν ομοϊδεάτης των. Τους αφηγήθηκα έπειτα πώς πήραν κρυφά τη νύχτα παρά τη συμφωνία και τις πολλές διαβεβαιώσεις, απ’ το στρατόπεδο του Παύλου Μελά 400 κρατουμένους για σφαγή, σκότωσαν στο δρόμο 6080 και άλλους τους είχαν έτοιμους να τους κατεβάσουν σε μιά χαράδρα σφαγείον όταν έφτασαν στην Γουμένατσα τα Αγγλικά αυτοκίνητα… «Είναι φοβερόν! Είναι τρομερόν!» αναφώνησε ο Καβάδας και… γύρισε ευθύς στο θέμα των αξιωματι­κών…
……….Στις 10 Ιανουαρίου, ημέρα Κυριακή με χιόνια και βαρδάρη, άρχι­σε η εκκένωσις. Αλλά των… κρατουμένων! Δεν ήθελα στην αρχή να το πιστέψω. Μου το επιβεβαίωσαν όμως και οι Άγγλοι. Πήρα απ’ το ξενοδοχείο στο τηλέφωνο τους Ντηλαβέρη και Αποστολίδη, αρ­χηγούς του ΕΑΜ και εκπροσώπους του ΚΚΕ. Τους ερώτησα μήπως ιδρύθηκαν άγνωστα Δικαστήρια «δοσιλόγων» στα χωριά© και γι’ αυτό πήγαιναν εκεί τις χιλιάδες των κρατουμένων της Θεσσαλονίκης; Ή τους έσερναν σαν τρόπαια της… ήττας τους στην Αθήνα; Προ­σποιήθηκαν άγνοια. Ίσως και να ήταν ειλικρινείς. Υπήρχαν και οι αόρατοι και αφανείς αρχηγοί… Ευθύς όμως έπειτα πληροφορούμαι ότι σκότωναν στον δρόμο πολλούς κρατουμένους! Πώς ήταν δυνα­τόν;!
Κατέφθαναν όμως αλλεπάλληλες συγκεκριμένες πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες. Έμπαιναν τώρα χωρίς φόβο πολλοί στο «Μεντιτεράνεαν» να με ιδούν. Όταν μιά μαρτυρική φάλαγγα περ­νούσε από ένα χωριό, «οι αγανακτισμένοι πολίτες» που τους είχαν κινητοποιήσει τα τοπικά ΕΑΜ, τους ύβριζαν, τους έφτυαν, τους πετούσαν πέτρες, ξύλα, σφαίρες! Σκότωναν όποιον ήθελαν! Τις περισσότερες φορές στα κουτουρού! Μέσα σ’ αυτή την πόλι των Γιαννιτσών βρήκαν τον θάνατο πολλοί με πυροβολισμούς απ’ τα παράθυρα! Ανάμεσα Καρυώτισα και Σκύδρα έγιναν και επελάσεις ιππικού, δηλαδή Ελασιτών και χωρικών καβάλα στα άλογα τους! Μέσα στη Σκύδρα έγιναν τόσες εκτελέσεις, ώστε διαμαρτυρήθηκαν οι κάτοικοι στην τοπική Επιτροπή του ΕΑΜ! Μερικά «παληοτόμαρα, εχθροί του λαού» τρελλάθηκαν! Χόρευαν και τραγουδούσαν έως ότου για να τους ξεφορτωθούν, τους σκότωσαν. Ας προστεθούν και το ανυπόφορο κρύο, η κούραση, τα κρυοπαγήματα, γιατί κάμποσοι εσέρνονταν ξυπόλητοι στα χιόνια και τους πάγους! Ξαναπήρα στο τηλέφωνο τους Ντηλαβέρη και Αποστολίδη και τους είπα: «Ηττηθήκατε στην «ηρωική» Αθήνα. Υποκύψατε. Και όμως διαπράττετε φρικαλέα εγκλήματα εις βάρος των κρατουμένων που τους πήρατε αυθαιρέτως απ’ τη Θεσσαλονίκη. Είναι τα εγκλή­ματα αυτά που ατιμάζουν τον ανθρωπισμό και πολιτισμό μας και μεγάλα πολιτικά λάθη που θα σας βαρύνουν στον αιώνα τον άυαντα. Τρελλαθήκατε ή λυσσιάξατε;!». Επρόβαλαν πάλιν άγνοια… Το από­γευμα ήρθε στο ξενοδοχείο ο Αποστολίδης να με ευχαρίστηση για τις πληροφορίες που τους έδωσα. Παραδέχθηκε ότι σύμφωνα με τις δικές τους πληροφορίες, σκοτώθηκαν ανάμεσα Θεσσαλονίκη και Αρδέα 25 κρατούμενοι. Του απάντησα ότι σύμφωνα με τις δικές μου πληροφορίες τα θύματα ήταν 250, αν μη περισσότερα. Μέσα σ’ αυτά είναι και δυο αξιωματικοί που πολέμησαν στη Μέση Ανατολή και ήρθαν με την έρημη «απελευθέρωσι» στη Θεσσαλονίκη να ιδούν τις οικογένειες τους. Ο Μπακιρτζής είχε διατάξει ν’ αφεθούν αμέσως ελεύθεροι. Και όμως σφαγιάσθηκαν στη Σκύδρα (λοχαγός Πέτρος Σαΐνης, επισμηνίας Τάσος). Επίσης και τρεις σιδηροδρομικοί (Λαμπρούσης, Αντωνίου, Χατζημιχάλης). Η γρηά μάνα του ενός έρχεται κάθε μέρα εδώ σαν φάντασμα και μου ζητάει να σώσω τον υιό της!! Αλλά και 25 αν είναι οι σφαγιασμένοι, πού ακούσθηκε να σκοτώνονται έτσι για γούστο και χωρίς σκιά δίκης φυλακισμένοι που μετα­φέρονται από μιαν φυλακή σ’ άλλη;! Στα χρόνια της Τουρκοκρα­τίας μεταφέρονταν πολύ συχνά ιδικοί μας αντάρτες που είχαν πο­λεμήσει ώρες πολλές με Τουρκικά αποσπάσματα και είχαν σκο­τώσει Τούρκους στρατιώτες καθώς και κομιτατζήδες που είχαν ρίξει βόμβες σε Τουρκικά ιδρύματα και δολοφονήσει Τούρκους προκρί­τους. Αλλά ποτέ δεν πειράχθηκε ούτε τρίχα απ’ τα κεφάλια τους. Σεις, οι εκπρόσωποι της «πανανθρώπινης αδελφοσύνης», φιλοδο­ξείτε να μετατρέψετε τους Έλληνας σε κανιβάλους;! Ο Αποστολί­δης έσκυψε το κεφάλι και έφυγε χωρίς να ξαναμιλήση. Δεν αποκή­ρυξε όμως τον Κομμουνισμό. Πόσοι ακριβώς θανατώθηκαν μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αρδέας είναι άγνωστο. Ο κ. Δημήτριος Θεοχαρίδης στο βιβλίο του Η Μακεδονία στις φλόγες τους ανεβάζει σε 600. Άλλοι σε πολύ περισσότερους… Ο κ. Θεοχαρίδης γράφει ότι απ’ την φάλαγγα του που ξεκίνησε απ’ τη Θεσσαλονίκη με 120 άτομα, θανατώθηκαν οι μισοί, 62 πρόσωπα!
Στη Σκύδρα πήραν απ’ τους κρατουμένους τα ωρολόγια, τα δα­κτυλίδια και όσα χρήματα είχαν για να τα «διαφυλάξουν»! Γράφει επίσης ότι κοντά στην Αρδέα σφαγιάσθηκε και αυτός ο Ελασίτης λοχαγός Διοικητής της Φρουράς που τους συνόδευε, γιατί ήταν «άν­θρωπος» και ήθελε να προστατεύση, χωρίς να το επιτυγχάνη, τους κρατουμένους του(!) καθώς και πολλοί νεαροί Κρητικοί που βρέθη­καν στη Θεσσαλονίκη! Από μέσα απ’ την Αρδέα πήραν 120 απ’ τα χωριά του Κιλκίς για να τους δικάσουν στο Κιλκίς και τους εξαφάνι­σαν χωρίς να βρεθούν πουθενά τα ίχνη τους. Το βιβλίο του κ. Θεοχαρίδη από 295 σελίδες αναφέρει και πολλές άλλες σφαγές στην Κεντρική Μακεδονία. Στάζει αίμα και φρίκην!…….Στην Αρδέα παίχθηκε και μιά ιερόσυλη κωμωδία. Αναστατώθηκε μιά μέρα το στρατόπεδο και όλη η πολίχνη της Αρδέας ή Αριδέας, γιατί τέσσαρες αξιωματικοί της Χωροφυλακής (υπομοίραρχος Ιω­άννης Χατζής, ανθυπομοίραρχοι Χρήστος Πολυχρονόπουλος και Μπεζεστάνος και ανθυπασπιστής Αναγνωστόπουλος) που πήγαν αγγαρεία να κόψουν στο δάσος καυσόξυλα για τη θέρμανσι, τώσκασαν αφού σκότωσαν το συνοδό τους Ελασίτη Καρανικόλα. Του ορ­γάνωσαν μεγαλόπρεπη και πολυθόρυβη κηδεία. Έβαλαν μάλιστα τον Εισαγγελέα των Εφετών Κωνσταντινίδη και δυο κρατουμένους, επίσης ιατρούς, να πιστοποιήσουν τον θάνατο του… Πολλοί όμως είχαν ιδεί το πρωί να πηγαίνουν δεμένους και τους πέντε στο δάσος και σε λίγο βρέθηκαν σ’ ένα ξεροπήγαδο τα πτώματα των τεσσάρων αξιωματικών με μιά σφαίρα στον τράχηλο… Ο Καρανικόλας ήταν γνωστός σ’ όλους σαν ένα καλοκάγαθο παλικάρι. Γι’ αυτό και τιμω­ρήθηκε…
Ο Επιτελάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου, που είχεν οδηγηθή στην Αρδέα με φορτηγό αυτοκίνητο μαζί με άλλους Στρατηγούς και συν­ταγματάρχες, την γλύτωσε χάρις στη ζωηρή προστασία του «Περι­φερειακού» (!), του ανώτατου δηλαδή άρχοντα της Επαρχίας, Κερασίδη. Είχε πάει την πρώτη μέρα και ύβρισε τον Χρυσοχόου, που τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον φόνο του αδελφού του κάπου στην πε­ριοχή Κοζάνης. Εκείνος του απάντησε ότι έπρεπε να πάη επί τό­που και να εξέταση ποίοι σκότωσαν τον αδελφό του και να μην περιορισθή στα γραφόμενα της Λαϊκής Φωνής και των άλλων κομ­μουνιστικών εντύπων. Ο Κερασίδης πήγε και γύρισε άλλος άνθρω­πος. Διαπίστωσε ότι οι φονιάδες του αδελφού του φώναζαν: «Θά­νατος και στον Χρυσοχόου, τον κρυπτοΕαμίτη». Ο Χρυσοχόου ήταν αντίθετος στον εξοπλισμό με Γερμανικά όπλα εναντίον του ΕΛΑΣ. Από τότε στάθηκε ο Κερασίδης άγρυπνος και άκαμπτος προστάτης του Χρυσοχόου, αν και μεγάλοι καπεταναίοι ζητούσαν την εκκαθάρισί του.
Το πρωί 16 Ιανουαρίου 1945 ξαναεγκαταστάθηκα στην Γενική Διοίκησι. Την προηγουμένη μέρα είχαν αποσυρθή απ’ τη Θεσσαλο­νίκη τα τελευταία τμήματα του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής, αφού όμως έρριξαν κάτω απ’ το μπαλκόνι του τελευταίου πατώματος μιαν κοπέλα που τους μούντζωσε ή τους φάνηκε ότι τους μούντζωσε… Είχαμε τώρα και δυο δικά μας κουτσοτάγματα, από εκείνα που συγκροτήθηκαν άψε σβύσε τον Δεκέμβρη στην Αθήνα και πολέμησαν παλικαρίσια στο πλευρό των Βρετανών και της Ορεινής Ταξιαρχίας.
Κυριώτερη βέβαια φροντίδα είχα τη διάσωσι των κρατουμένων που είχαν μεταφερθή στην Αρδέα και στα τέσσαρα άκρα της Μακε­δονίας. Η κα Ριάδη, αεικίνητη, επρόσφερε πολυτιμώτατες υπηρε­σίες. Ενδιαφέρθηκαν ζωηρά και οι Άγγλοι καθώς και Ινδοί αξιωμα­τικοί. Ο Άγγλος Πρόξενος Θεσσαλονίκης Ραπ, προσωπικότης που ήταν τότε σ’ επαφή με τον ίδιο τον Τσώρτσιλ, πήγε με πολλά φορτηγά αυτοκίνητα στη Νάουσα και πήρε απ’ το εκεί στρατόπεδο κάπου 500 χωροφύλακας, που αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο. Η Φρουρά δεν πρόβαλε ευτυχώς αντίδρασι. Έτσι αποκτήσαμε στη Θεσσαλονίκη και μιαν αστυνομική δύναμι.
Μιά μέρα Επι­τροπή δημοσίων υπαλλήλων μου διεκτραγώδησε την τραγική τους κατάστασι. Μήνες πολλούς δεν είχαν εισπράξει πεντάρα. Ειδική Επιτροπή του ΕΑΜ είχε μάσει απ’ τους εμπόρους της Θεσσαλονί­κης πολλές δεκάδες χιλιάδες χρυσές λίρες για τους «πεινασμένους» δημοσίους υπαλλήλους. Έδωσε όμως σε λίγους της Θεσσαλονίκης από μισό εικοσάφραγκο!… Τα άλλα πήγαν στο κομματικό ταμείο… Έτυχε να βρεθή τότε στο γραφείο μου ο συνταγματάρχης Μπάουερ, Διευθυντής των Οικονομικών του ΕΜΕΛ και αργότερα Πρεσβευτής της Νοτιοαφρικανικής Ενώσεως στην Αθήνα. Μου είπε:  Υπογράφετε να σας χορηγήσω δάνειο για να πληρωθούν ένα μισθό όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι της Μακεδονίας; Αρνήθηκα. Πώς ήταν δυνατό να συνάψω εγώ δάνειο για λογαρια­σμό του Ελληνικού Δημοσίου και μάλιστα από ξένους;! Το απόγευμα όμως μετενόησα και τηλεφώνησα στον Μπάουερ ότι δεχόμουν να υπογράψω το… δάνειο. Ήρθεν αμέσως με μιά βαλίτσα γεμάτη και­νούργιες φρεσκοτυπωμένες χάρτινες Αγγλικές λίρες! Κάπου 60.000. Παραδόθηκαν στο Δημόσιο Ταμείο……Ας σημειωθή ότι και οι Τούρκοι στο Βιλαέτι Ταλάχις Μοναστη­ρίου έδωσαν το 1880 από 1020 όπλα στα χριστιανικά χωριά για την αυτοάμυνα τους εναντίον των ληστοσυμμοριών. Δεν υπήρχε ανά­γκη να δώσουν και στα μουσουλμανικά χωριά, γιατί ήταν πάνοπλα. Οι ένοπλοι χωρικοί ωνομάσθηκαν «φαρί». Αρχηγός «φαρίδων» ήταν ο Κώττας. Οι Τούρκοι ύστερα από λίγα χρόνια πήραν πίσω τα όπλα. Φοβήθηκαν μήπως στραφούν και εναντίον τους. Μιά ομάδα δημοδιδάσκαλοι οργάνωσε συγκεντρώσεις σε πολλά σημεία της Θεσσαλονίκης, όπου πήγαινα και μιλούσα. Ήθελα να δώσω θάρρος στον κοσμάκη που εξακολουθούσε να κατέχεται από φοβίαν. Δεν πίστευε ότι είχεν αποτραπεί πια κάθε επανάληψις της κομμουνιστικής τρομοκρατορίας. Πράκτορες και όργανα του ΚΚ και του ΕΑΜ δεν έπαυαν να σκορπίζουν απειλές.
Την πρώτη Κυριακή έπειτα από τις 16 Ιανουαρίου 1945, συγκρο­τήθηκε πελώριο συλλαλητήριο στην πλατεία της Ελευθερίας χωρίς καμμιάν προπαρασκευή και οργάνωσι. Μερικοί φοιτητές είχαν βγά­λει λίγα φέιγ βολάν. Όταν πήγαινα στην πλατεία, είδα τέσσαρες καλοντυμένους νοικοκυραίους που έστεκαν σε μιαν γωνιά της Τρά­πεζας της Ελλάδος, έρριχναν μιά ματιά προς την πλατεία και ξανακρΰβονταν πίσω απ’ την γωνιά χωρίς να τολμούν να κάμουν και ένα βήμα εμπρός. Τους μπρόγκηξα και τους τράβηξα μαζί μου στην πλατεία που γέμισε γρήγορα όσον ποτέ άλλοτε, παρά την έλλειψι οιασδήποτε προπαρασκευής και την αντίδρασι κάμποσων «οργα­νωμένων» και λαλίστατων κοριτσιών… Την ομιλία μου στο συλλα­λητήριο άρχισα με το Χριστός Ανέστη… Και τα κομμουνιστικά έντυ­πα πολύν καιρό με ωνόμαζαν «ο Χριστός Ανέστης»… Ήθελαν να υποστηρίξουν ότι αληθινό Πάσχα και επίγειος παράδεισος ήταν η περίοδος της Εαμοκρατίας, που μόνο πολλές χιλιάδες Έλληνες έστειλε στον άλλον κόσμο.
…………Δεν έλειπαν και οι ενοχλήσεις και προκλήσεις των Κομ­μουνιστών. Και ήμουν ολομόναχος. Το Πάσχα πήγα στην Φλώρινα. Υπήρχεν ένα κουτσό τάγμα Εθνοφυλακής. Όταν έφτασαν εκεί οι πρώτοι Άγγλοι, το ΕΑΜ οργάνωσε μεγάλες διαδηλώσεις με… Βουλ­γαρικά τραγούδια. Ένας κουμπάρος μου φώναζε: «Θάνατος στον Μόδη»………
…….Στην επαρχία της Φλώρινας δεν σταμάτησε η δράσις των συμμο­ριών και το 1945. Ήταν Βουλγαρικές. Αποτελούνταν από εκείνους που είχαν εξοπλισθή σαν Βούλγαροι από τους ΓερμανοΒουλγάρους εναντίον του ΕΛΑΣ και ΕΑΜ, μεταπήδησαν έπειτα στις τάξεις του ΕΛΑΣ σαν οπαδοί του ΣΝΟΦ και ψευτοΜακεδόνες. Τους υποστή­ριζαν όμως και τα κομμουνιστικά στελέχη. Ελευθερώθηκαν τότε απ’ το βάρος της ζωής ο ενοικιαστής του λυγνιτωρυχείου Βεύης Πάλλης με την ανεψιά του, ο δικαστικός κλη­τήρας Μπέγος, πατέρας 6 τέκνων, ο ασθενικός αγρότης απ’ τις Άνω Κλεινές Χριστιανάκης, δυο χωροφύλακες που γύριζαν από βαφτίσια πολύ κοντά στην Φλώρινα, ο αστυνομικός σταθμάρχης Μποφίου, πρόεδροι κοινοτήτων και άλλοι. Ο Μακεδονομάχος οπλαρχηγός Θεόδωρος Αδάμ απ’ τη Νιζόπολι του Μοναστηρίου, που είχε κατα­φύγει το 1912 στο Ελληνικόν έδαφος και έζησε πολλά χρόνια αγρο­φύλακας στα χωριά, υπέργηρος τώρα φτωχός και ελεεινός, πήγε μιά μέρα μ’ ένα γάιδαρο στο δάσος να κόψη καυσόξυλα και τον έκοψαν κομμάτια!… Χτυπούσαν ακόμα και Αγγλικά φορτηγά αυτο­κίνητα που κουβαλούσαν κοσμάκη στη Θεσσαλονίκη αφού δεν υπήρχαν άλλα μεταφορικά μέσα. Αναγκάσθηκαν οι Άγγλοι να τα συνοδεύουν με τανκς!…208 Τόσο το παράκαναν ώστε, όπως μάθαμε αργότερα, ήρθε απ’ την Γιουγκοσλαυία ο Πασκάλ Μητρόφσκι και πήρε στο Γιουγκοσλαυικόν έδαφος τις δυο ζωηρότερες συμμορίες. Τα σύνορα μας ήταν ορθάνοικτα…
Στις βουλευτικές εκλογές τον Μάρτιο 1946 είχα αρρωστήσει άσχημα. Οι γιατροί με είχαν ξεγράψει. Και οι άσπονδοι φίλοι έλε­γαν έξω ότι από την μιαν ώρα στην άλλη θα έρχονταν το τέλος μου. Και έγαοα την εκλογή. Άρχισα να δικηγορώ. Αλλ’ ήταν φανερό στην Φλώρινα ότι πηγαίναμε για ένα καινούργιο χειρότερο πόλεμο, τον «τρίτο γύρο». Η Χωροφυλακή κατάφερε να εξόντωση δυο μικρές συμμορίες. Αλλά τον Ιούνιο ενθρονίσθηκε σε μιαν κορυφή του Βίτσι μιά μεγάλη πάνοπλη συμμορία που είχε έρθη κατευθείαν από το Μπούλκες της Γιουγκοσλαυίας,209 όπου εκγυμνάσθηκε και εξωπλίσθηκε. Πήγε ένα τμήμα Εθνοφυλακής να τους χτυπήση αλλά χωρίς βαρύν οπλισμό και μέσα επικοινωνίας, με μοναδικόν αποτέλεσμα να σκοτωθή ο Κρητικός ταγματάρχης της Χωροφυλακής Βουλιδάκης. Και άρχισαν να παρασύρονται στον νέον «Απελευθερωτικόν Αγώνα» ή να επιστρατεύονται παλαιοί Ελασίτες.
Τον Αύγουστο στην Αθήνα ένας Σέρβος φυγάς, παντρεμμένος με Μοναστηριώτισσα, μου είπε:
Δεν παρακολουθείτε καθόλου οι Έλληνες τον σημερινό Γιουγκοσλαυικό τύπο;
Δεν ξέρω να διαβάζω Σερβικά ούτε Βουλγαρικά, του απάντησα.
θα σας βοηθήσω εγώ.
Μου έδειξε ένα φύλλο της Νόβα Μακεντόνια των Σκοπίων που είχε φωτογραφίες τριών χωρικών απ’ την περιοχή της Φλώρινας. Τους αναγνώρισα. Διαβάσαμε μαζί την βιογραφία τους. Τους παρου­σίαζε η Νόβα Μακεντόνια για γνησίους δημοκράτες, καθαρόαιμους Μακεδόνες, ακούραστους και αδιάλλακτους αντιφασίστες, ήρωες της Αντιστάσεως κτλ. Και ο μεν ένας είχε διορισθή αυθαίρετα από τον Γερμανό Φρούραρχο και τον Κάλτσεφ πρόεδρος της κοινότητας Ιτιάς, παρά τους Γερμανικούς κανονισμούς που ώριζαν ότι μόνο ο Νομάρχης είχε το δικαίωμα να διορίζη, οι άλλοι δυο είχαν εξοπλισθή από τους Γερμανούς και τον Κάλτσεφ ως Βούλγαροι εναντίον του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Είχαν παρακολουθήσει και οι τρεις τον Γερμα­νικό στρατό στην αποχώρησί του…
Στη Θεσσαλονίκη η υπηρεσία Αλλοδαπών μου έδειξε τρία αντίτυ­πα του Δελτίου, που έβγαινε στα Σκόπια Ελληνικά και Βουλγαρικά. Μιλούσαν για τρομοκρατική δράσι συμμοριών του… Ζέρβα στην επαρχία της Φλώρινας! Αυτές, φαίνεται, έστειλαν στον άλλον κόσμο τον Πάλλη με την ανεψιά του, τον κλητήρα Μπέγον, τον Μακεδο­νομάχο οπλαρχηγό Θεόδωρον Αδάμ, τον Χριστακάκη, τους δυο χωροφύλακες και τους άλλους…
Διακήρυσσαν επίσης ότι ο «Μακεδόνικος» λαός ύστερα από τό­σους αγώνες εναντίον του φασισμού, δικαιούνταν ν’ απόκτηση την αυτοτέλεια του και να ενωθή με τους άλλους αδελφούς του (με τα Σκόπια και την Γιουγκοσλαυία)! Μου είπαν ότι στο Γ ‘ Σώμα Στρα­τού υπήρχαν Σερβικές και Βουλγαρικές εφημερίδες. Πήγα και ερώτη­σα τον τότε αντισυνταγματάρχη και αρμόδιο, κ. Αθανάσιον Φροντι­στή. Δεν είχε ιδέαν. Επίσης και ένας λοχαγός. Ένας ανθυπολοχαγός όμως με ωδήγησε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου υπήρχαν επτά μεγά­λα δεμάτια τυλιγμένα με χοντρό χαρτί, δεμένα με σχοινί και σκονι­σμένα. Ανοίξαμε το πρώτο. Είχε πάνωπάνω μιά Νόβα Μακεντόνια και τη μετάφρασί της με τον λόγο του Τίτο σε συλλαλητήριο στα Σκόπια, 11 Οκτωβρίου 1945, όπου έλεγε ότι δε θα ησύχαζε έως ότου απελευθέρωνε τους «υπόδουλους στην Ελλάδα αδελφούς του Μακεδόνες». Το δεύτερο δέμα είχε πάνω μιά Βουλγαρική εφημερίδα {Ραμποτνίτσκο Ντιέλό) της 29ης Νοεμβρίου 1946 και τη μετάφρασί με τις προγραμματικές δηλώσεις του Προέδρου Ντημητρώφ στην Σόμπρανιε (Βουλγαρική Βουλή). Διακήρυσσε ο μεγάλος Κομμουνι­στής ότι η Δυτική Θράκη με την Καβάλα ανήκαν στην Βουλγαρία και έπρεπε οπωσδήποτε να της αποδοθούν. Οι δυο αρχηγοί των δυο κομμουνιστικών κρατών είχαν ρίξει «κλήρον επί των ιματίων» μας και είχαν μοιράσει μεταξύ τους όλη την Βόρεια Ελλάδα, τη μισή Ελλάδα!!
Κρατάτε υπό αυστηράν εχεμύθειαν αυτόν τον θησαυρόν χωρίς καμμίαν εκμετάλλευσιν;! είπα στον ανθυπολοχαγόν. Εμείς στέλνομε τις εφημερίδες με τις μεταφράσεις στο Γενικόν Επιτελείο και στα Υπουργεία, μου απάντησε. Όλες οι αναρίθμητες εκεί εφημερίδες είχαν ανάλογες δηλώσεις Α\τιπροέδρων, Υπουργών, Προέδρων Βουλής και άλλων επισήμων προσώπων. Γύριζαν όλοι σαν πεινασμένα σκυλιά γύρω απ’ τη Μακε­δονία και Θράκη, που ήθελαν να καταβροχθίσουν.
Άρχισα να γράφω και να επικαλούμαι τις ξένες αυτές εφημερίδες. Τα κομμουνιστικά έντυπα της Θεσσαλονίκης αναστατώθηκαν. Ε­πιχείρησαν να με διαψεύσουν. Αναδημοσιεύαμε όμως φωτοτυπίες των εφημερίδων. Εκτυπώσαμε π.χ. φωτοτυπία της Νόβα Μακεντόνια που παρουσίαζε τον Ντημήτρη Βλαχώφ, παληό σοσιαλιστή Βούλγαρο βουλευτή στην Τουρκική Βουλή και μεγάλο τώρα Κομμου­νιστή και Πατριάρχη του Μακεδονισμού στα Σκόπια, να κραυγάζη σε συλλαλητήριο του Μοναστηρίου: «Τι γυρεύουν οι Έλληνες στη Μακεδονία. Δεν έχουν κανένα δικαίωμα! Να φύγουν!!».
Και τα έλεγε ο άθλιος στο Μοναστήρι, όπου είξευρε πολύ καλά ότι υπήρχε Ελληνισμός που είχε αντιμετωπίσει με σκληρόν, αιματηρόν, νικηφόρον αγώνα τον Βουλγαρισμό. Όπως φάνηκε στις μεγάλες δίκες της Θεσσαλονίκης, πολλοί αφελείς σύντροφοι ανησύχησαν και άρχισαν να ρωτούν: «Τι θα γίνη με τη Μακεδονία;». Σε παρόμοια περίπτωσι ο Βασβανάς, που πήρε μέρος και στη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ,210 απάντησε: «Τόσο το καλ­λίτερο. Άμα έρθουν οι Βούλγαροι, θα μας φέρουν τον Κομμουνισμό χωρίς να κοπιάσουμε πολύ εμείς». Η ανταρσία ολοένα δυνάμωνε……..
……….Τη νύχτα 14 Οκτωβρίου, μεγάλες συμμορίες πλουσιώτατα εξωπλισμένες μπήκαν απ’ το Γιουγκοσλαυικόν έδαφος και χτύπησαν τα συνοριακά φυλάκεια του Σκρα, του Αρχαγγέλου, του Φανού. Ακο­λούθησαν σκληρές μάχες. Έπεσαν ο ταγματάρχης Πάστρας, οι λοχα­γοί Ταβουλάρης και Σισμάνης, τρεις ανθυπολοχαγοί και κάπου 80 στρατιώτες! Σωστός πόλεμος! Οι στρατιώτες πολέμησαν με γενναιό­τητα και αυτοθυσίαν. Μερικοί, όταν σώθηκαν τα φυσίγκιά τους, προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν. Λίγοι στρατιώ­τες που αιχμαλωτίσθηκαν είπαν ότι οι συμμορίτες ήταν 1.500 και τους βοηθούσαν και άντρες του τακτικού Γιουγκοσλαυικού στρατού.
Οι Γιουγκοσλαύοι εξαπόλυσαν εναντίον μας τους τροφίμους του Μπούλκες, όπου τους είχαν εκπαιδεύσει και εξοπλίσει. Ως τόσο η Γιουγκοσλαυία μας κοινοποίησε δριμύτατες διαμαρτυρίες γιατί παρα­βίασαν δήθεν τα αεροπλάνα μας τον ουρανό της! Στο χωριό Σκρα κατακρεουργήθηκαν και 40 γυναίκες, γέροι και παιδιά. Οι συγγενείς του Στρατηγού Γεώργιου Παπαγεωργίου, που ήταν απ’ εκεί, εξο­ντώθηκαν. Το κατόρθωμα ήταν κυρίως ΝΟΦΙΤΩΝ, δηλαδή Βουλ­γάρων που πολεμούσαν τώρα για την «ανεξαρτησία και ελευθερία» της Ελλάδας του Ζαχαριάδη…

Δεν υπάρχουν σχόλια: