Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Εγκλήματα Ακροαριστερών 1942-1967

Ioannis Bougas
23-07-2020
18-19 Ιουλίου 1944. Το Ολοκαύτωμα της Βλαχέρνας Αρκαδίας!
Ο ΕΛΑΣ οργανώνει ενέδρα εντός του Χωριού και σκοτώνει 20 Γερμανούς και 2 ταγματασφαλίτες. Σε Αντίποινα, οι Γερμανοί έκαψαν 182 από τα 186 σπίτια του χωριού και Δολοφόνησαν 7 κατοίκους που βρήκαν στο χωριό!
Το γεγονός μνημονεύεται κάθε χρόνο στο χωριό. Η περιγραφή του στα τοπικά μέσα αρχίζει πάντα έτσι: «Ήταν το καλοκαίρι του 1944, οι Γερμανοί έχαναν τον πόλεμο και η λύσσα τους, τους οδήγησε σε όλη την Ελλάδα στη διάπραξη φρικαλεοτήτων. Η Αρκαδία πλήρωσε όπως και άλλες περιοχές της χώρας, το τίμημά της στον αιματοβαμμένο αγώνα για την απελευθέρωση. Οι Γερμανοί επέδραμαν στο Λεβίδι, στη Βλαχέρνα, στην Καμενίτσα, στην Παναγίτσα, πυρπόλησαν σπίτια και δολοφόνησαν αμάχους....». Λέξη για την ενέδρα, για ότι προηγήθηκε.


Ακολουθεί περιγραφή του γεγονότος από το επόμενο εργο μου
«...Η τακτική του ΕΛΑΣ, και η προκλητική αδιαφορία του για την τύχη των κατοίκων των χωριών, προκάλεσε το ολοκαύτωμα της Βλαχέρνας στις 19 Ιουλίου 1944. Στις 18 Ιουλίου 1944 μια εποχούμενη Γερμανική μονάδα, της οποίας προηγείτο ομάδα ποδηλατιστών, κινήθηκε από την Τρίπολη προς το Λεβίδι, όπου και διανυκτέρευσε. Οι κάτοικοι των χωριών Λεβίδι και Βλαχέρνα, υπακούοντες στις εντολές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους. Την επομένη, οι Γερμανοί συνέχισαν προς Βλαχέρνα, με εμπροσθοφυλακή τους ποδηλάτες.
Η συνέχεια από τη μαρτυρία του διμοιρίτη του ΕΛΑΣ Μαρίνου Φωτόπουλου, όπως δίδεται στο βιβλίο «Τίμιοι Αγώνες» του Χρήστου Αν. Κουτσούγερα: «...Πήραμε διαταγή από τη διοίκηση του λόχου να στήσουμε ενέδρα σ’ αυτό το σημείο για να τους κάνουμε παρενόχληση, πήγαμε και κάναμε από τη νύχτα ορισμένα πυροβολεία με πέτρες. Όταν ξημέρωσε πια και βγήκε ο ήλιος είδαμε τους ποδηλατιστές να έρχονται. Τους αφήσαμε να πλησιάσουν σχεδόν στα πενήντα μέτρα. Όταν πλησίασαν άρχισαν οι αντάρτες να χτυπούν με το πολυβόλο και τα ατομικά τους όπλα. Σε λίγο τέλειωσε αυτό το κακό, δεν ξέρω πόσοι χτυπηθήκανε, πρέπει να είχαν νεκρούς αλλά δεν ξέρω.
Όταν οι ποδηλατιστές προσπάθησαν να ανασυνταχθούν και να απαντήσουν στα δικά μας πυρά, εμείς οπισθοχωρήσαμε γιατί όπως είναι φυσικό δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε με αυτούς, γιατί πίσω τους ερχόταν μεγάλη δύναμη. Αμέσως κατάφτασαν από το Λεβίδι πολλοί Γερμανοί που έστησαν πολυβολεία γύρω στο χωριό, το κύκλωσαν και επιδόθηκαν με μανία στον αφανισμό του, βάζοντας φωτιά στα σπίτια....».
Μιά ακόμη περιγραφή από το ίδιο βιβλίο «..ένας λόχος ανταρτών του ΕΛΑΣ ήρθε κι έστησε ενέδρα στο δημόσιο δρόμο ανάμεσα στα καημένα σπίτια. Στις έξι περίπου το απόγευμα ακούστηκε από το παρατηρητήριο : ΓΕΡΜΑΝΟΙ έρχονται από το Λεβίδι. Οι αντάρτες αστραπιαία έτρεξαν και έπιασαν τα ταμπούρια τους. Δεν άργησαν να αστράψουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων Την απόλυτη ησυχία τάραξε το βουητό των μηχανών των αυτοκινήτων. Ο χρόνος πια μετριόταν με τους χτύπους της καρδιάς του καθενός. Όλοι με το δάκτυλο στην σκανδάλη περίμεναν ώσπου καπετάνιος με φωτοβολίδα έδωσε το σύνθημα της μάχης και τα όπλα όλων των ανταρτών αναζητούσαν τον στόχο τους.
Οι Γερμανοί κεραυνοβολήθηκαν. Μία περίπου ώρα κράτησε αυτός ο ορυμαγδός. Η νύχτα βρήκε το ερειπωμένο χωριό ανταριασμένο από το βουητό της μάχης. Δίπλα του 35-40 πτώματα Γερμανών και σκελετωμένα αυτοκίνητα όλα άψυχα, νεκρά κατά μήκος της δημοσιάς. Από το τελευταίο αυτοκίνητο που είχε και τους περισσότερους ταγματασφαλίτες διέφυγαν μερικοί προς το Λεβίδι. Δύο βαριά τραυματίες υπέκυψαν ενώ οι άλλοι ολονυχτίς έφτασαν στην Τρίπολη...».
Ο συγγραφέας σε μιά συνέντευξή του λεει και αυτά τα χαρακτηριστικά για την αδιαφορία του ΕΛΑΣ ως προς τα επακόλουθα της δράσης του: « Ήρθαν οι αντάρτες, ήμουνα εκεί [...] Θυμάμαι εκείνο το βράδυ ένας γέρος, όχι πολύ γέρος, γιατί τότες ήτανε αυτό το πράγμα να εμποδίσουνε μερικοί θέλανε να εμποδίσουν τους αντάρτες να μην κάνουνε κάτι κοντά στο χωριό, διότι θα είχε αντίποινα. Ο γερο Πέτρος λέει μην κάνετε αυτό το πράγμα εδώ. Ο καπετάνιος της διμοιρίας του λέει, γέρο, άφησέ με, εγώ έχω πάρει διαταγή, θα κάνω ότι μου λέει η διαταγή, εσένα θα ακούσουμε; Τίποτα. Τέλος πάντων δεν μπορούσε να ακούσει ο καπετάνιος.
Πράγματι στήσανε ενέδρα με ένα πολυβόλο με τα ατομικά όπλα αυτών των 25 ανδρών που ήτανε η διμοιρία. Ο καπετάνιος είχε και το πιστόλι του και αν είχε και από δυο τρεις χειροβομβίδες. Το πρωί μόλις φώτισε που ήρθαν οι Γερμανοί οι ποδηλατιστές τους βάλανε κατεβήκανε από τα ποδήλατα και ώσπου να οργανωθούνε και αυτοί πίσω προς το Λεβίδι με κανόνια ή όλμους να βάλλουνε στο σημείο εκείνο της ενέδρας, είναι κοντά το σχολείο εκεί, κανονιές. Οι αντάρτες βέβαια φύγανε. Οι Γερμανοί ήρθανε, το θεωρούσαν προσβολή το ό,τι οι ληστές, έτσι τους λέγανε, βάλλανε σε στρατιώτες Γερμανούς. Κυκλώσανε το χωριό και επιδοθήκανε να το κάψουν».
Ως επακόλουθο των ενεδρών του ΕΛΑΣ πλησίον στο χωριό την πρώτη ημέρα και εντός του χωριού την επομένη, καταστράφηκε η Βλαχέρνα σχεδόν ολοσχερώς –κάηκαν τα 182 από τα 186 σπίτια του χωριού- και δολοφονήθηκαν 7 κάτοικοι που βρέθηκαν στο χωριό. Ο πραγματικός αριθμός των νεκρών Γερμανών ήταν 20. Τους Γερμανούς ακολουθούσαν και περίπου 20 ταγματασφαλίτες με δύο αυτοκίνητα, και εξ αυτών σκοτώθηκαν 2.
Για το γεγονός αυτό, ο συν/ρχης Παπαδόγγονας αναφέρει τα εξής: «...Φόνος περί τό Λεβίδι 20 Γερμανῶν καί 2 ἡμετέρων. Οι οπλίται μας μετέβαινον διά δύο αὐτοκινήτων δι’ ἐπιχείρησιν ἄνευ ἐγκρίσεώς μου, σταλέντες ὑπό τῶν Γερμανῶν ἐκ Τριπόλεως. Τό αὐτοκίνητο μέ Γερμανούς ἐπροπορεύετο. Οἱ ἡμέτεροι 20 περίπου κατόρθωσαν νά κατέλθουν καί νά ὑποχωρήσουν μαχόμενοι».
Να σημειωθεί ότι οι άμαχοι που θα δολοφονούνταν σε αντίποινα των Γερμανών για τους 20 νεκρούς, θα ήταν πολύ περισσότεροι αν δεν είχε φύγει από την Πελοπόννησο ο διοικητής της 117 Γερμανικής μεραρχίας, στρατηγός Karl von Le Suire. Στις 10 Ιουλίου 1944 είχε αντικατασταθεί από τον στρατηγό August Wittmann ο οποίος ήταν εναντίον των αντιποίνων εναντίον ανευθύνων αμάχων για πράξεις των ανταρτών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: