Ioannis Bougas (ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΜΠΟΥΓΑΣ)
08-01-2020
Ο ΚΑΤΙΧΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΕΛΑΣ - ΖΕΡΒΑ!
Ο ΚΑΤΙΧΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΕΛΑΣ - ΖΕΡΒΑ!
Τέτοια εποχή το 1944 συνεχιζόταν ο Εμφύλιος που είχε αρχίσει με την επίθεση του ΕΛΑΣ τον Οκτωβριο. Ένα δραματικό επεισόδιο και η δολοφονία ενός Βρετανού.
Η ΑΝΑΝΔΡΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡ ΧΑΜΠΑΡΝΤ
Η ΑΝΑΝΔΡΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡ ΧΑΜΠΑΡΝΤ
ΤΗ νύχτα τής 12ης προς τη 13η Οκτωβρίου 1943, πεντακόσιοι ένοπλοι κομμουνιστές προσβάλανε την έδρα μου, στο χωριό Τρίκλινο του Βάλτου.
Την ώρα της επιθέσεως βρισκόμουν στο σπίτι που είχα για κατάλυμα μαζί με τον υπολοχαγό Άρθουρ Χάμπαρντ, του Νεοζηλανδικού Στρατού, τον Αμερικανό ανθυπολοχαγό και διερμηνέα μου Κρίς Κάρρατ και τον ασυρματιστή μου δεκανέα Χάρρυ Άμποττς. Νωρίτερα, την ίδια μέρα, είχα ειδοποιηθεί πώς 1000 ΕΛΑΣίτες είχαν εισβάλει στο Βάλτο για να χτυπήσουνε τις εκεί εθνικές ομάδες του Ζέρβα.
Στην περιοχή μου υπήρχε προηγουμένως μια μικρή κομμουνιστική δύναμη διοικούμενη από έναν πρώην μόνιμο αξιωματικό, πού είχε διωχτεί από τον ελληνικό στρατό για κατάχρηση. Το τμήμα αυτό είχε αποσυρθεί από το Βάλτο, σύμφωνα με διαταγές του Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, λίγο πριν από την εκδήλωση τής κομμουνιστικής επιθέσεως. Ευθύς μόλις πληροφορήθηκα την εισβολή των 1000 ΕΛΑΣιτών, ειδοποίησα τον αρχηγό των Αντάρτικων Ομάδων της περιοχής μου. Μου είπε πώς θα έσπευδε αμέσως να καταλάβει ορισμένες στρατηγικές θέσεις και μου πρότεινε να τον ακολουθήσω.
Απάντησα ότι, επειδή η κατάσταση φαινότανε να εξελίσσεται προς εμφύλιο πόλεμο, εγώ, ως Βρετανός αξιωματικός, δεν μπορούσα, παρά τις προσωπικές συμπάθειες μου, να φανώ πώς συντάσσομαι προς την μία ή την άλλη παράταξη, θα παρέμενα ουδέτερος περιμένοντας διαταγές από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Μεταγενέστερες οδηγίες, πού μου διαβιβάστηκαν από το Κάιρο με τον ασύρματο, δικαίωσαν απολύτως τη στάση μου.
Το βράδυ εκείνο τής 12ης Οκτωβρίου — η ώρα ήτανε δέκα περασμένες — καθισμένος στο τραπέζι που μου χρησίμευε για γραφείο, συνέτασσα κάποιαν έκθεση. Ο Χάμπαρντ και ο Κάρραττ κουβεντιάζανε κοντά στη φωτιά. Ο δεκανέας Άμποττς, στο διπλανό δωμάτιο, ετοιμαζότανε να πλαγιάσει. Ξάφνου, ένας δυνατός χτύπος τράνταξε την πόρτα. Άκουσα τον ασυρματιστή μου που πήγαινε ν' άνοιξη. Σε λίγο τον άκουσα να καλεί τον Κάραττ στην εξώπορτα, λέγοντας του πως ήτανε δύο αντάρτες εκεί. Ο ίδιος δεν μιλούσε ελληνικά. Ο Κάρραττ πήγε να δει τι ήθελαν οι νυχτερινοί επισκέπτες. Καθώς άνοιγε την πόρτα του δωματίου μου, διέκρινα στο βάθος, στο κατώφλι τής εξώπορτας, τους δύο αντάρτες. Και οι δύο ήταν οπλισμένοι. Η σκηνή πού επακολούθησε ήταν αληθινά κινηματογραφική.
Ο ένας από τούς αντάρτες, ευθύς μόλις με είδε, σήκωσε το Τόμμυγκάν του και έβαλε τρεις ή τέσσερες ριπές εναντίον μας. Αμέσως όλοι πέσαμε χάμω. Διέταξα: «Σβήστε τα φώτα ! Τα όπλα σας στο χέρι!». Την ώρα εκείνη μόνο ό Κάρραττ και εγώ ήμασταν οπλισμένοι. Διέταξα τον Κάρραττ να δώσει το αυτόματο του στο Χάμπαρντ, πού είχε μεγαλύτερη πείρα στο χειρισμό των όπλων. Όταν κατακάθισε ή σκόνη, διαπίστωσα πώς κανένας από μας δεν είχε χτυπηθεί. Η τύχη μας ήταν απίστευτη. Κανονικά ο κόκκινος εκτελεστής έπρεπε να μας είχε ξεκάμει και τούς τέσσερες. Στο μεταξύ, οι δύο δολοφόνοι, βλέποντας πώς η αιφνιδιαστική επιδρομή τους δεν είχε πετύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό, είχαν αποσυρθεί μέσα στο σκοτάδι τής νύχτας. Δεν ακούσαμε άλλον κρότο και, υστέρα από μερικά λεπτά, ο Άρθουρ και εγώ κάμαμε μια μικρή βόλτα έξω από το σπίτι για αναγνώριση. Δεν είδαμε ούτε ακούσαμε τίποτα και ξαναγυρίσαμε στο σπίτι.
Καθώς ετοιμαζόμουν ν' αμπαρώσω την πόρτα, ό Χάμπαρντ ξαναβγήκε, λέγοντας πως είχε ακούσει έναν ύποπτο κρότο και πήγαινε να εξακρίβωση τι ήταν. Δεν πρόλαβε όμως να κάμει πολλά βήματα μέσα στο σκοτάδι. Μονομιάς ξέσπασε απερίγραπτο πανδαιμόνιο από ριπές και πυροβολισμούς όλων των όπλων: πολυβόλων, οπλοπολυβόλων, τόμμυγκαν, τουφεκιών, περιστρόφων. Το κακό βάσταξε κάμποσα λεπτά. Όταν τέλος σταμάτησε και απλώθηκε πάλι ησυχία, άκουσα το Χάμπαρντ να βογκάει. — Άρθουρ, χτυπήθηκες; φώναξα. — Ναι, στο στομάχι... ήταν ή απάντηση. Δεν ήτανε σε θέση να συρθεί ως το κατώφλι, για να τον τραβήξω μέσα, κι' εγώ δεν μπορούσα να φτάσω ως το σημείο όπου κειτόταν, γιατί κάθε κίνηση, και την παραμικρότερη πού έκανα, οι κομμουνιστές τη χαιρετούσανε με νέο καταιγισμό σφαιρών. Προσπάθησα να έρθω σε κάποια συνεννόηση μαζί τους. Τούς φώναξα πώς ήμασταν Άγγλοι — γεγονός πού γνωρίζανε φυσικά πολύ καλά — και προσπάθησα να τους πείσω να μ' αφήσουνε να πάρω το Χάμπαρντ μέσα.
Τελικά, μου επιτρέψανε να βγω και υποσχεθήκανε να μην πυροβολήσουν εναντίον μου, υπό τον όρο όμως να μην κρατώ όπλο και να έχω τα χέρια μου σηκωμένα. Ωραίο κατάντημα για ένα Νεοζηλανδό αξιωματικό, πού είχε έρθει από τους αντίποδες — χωρίς να τον υποχρεώνει κανείς — να πολεμήσει για την απελευθέρωση τής Ελλάδος. Ωστόσο δέχτηκα. Δεν μπορούσα να κάμω διαφορετικά. Έπρεπε να πάρω μέσα το Χάμπαρντ, πού, όπως καταλάβαινα, ήταν άσχημα χτυπημένος. Μόλις πέρασα το κατώφλι τής εξώπορτας, είδα τις κάνες των κομμουνιστικών όπλων πού λάμπανε στο σεληνόφως, στημένες κατά πάνω μου. Ή σκηνή ήταν εξωφρενική, απίστευτη. Πριν προλάβω να φτάσω ως το Χάμπαρντ, δέχτηκα επίθεση από όλες τις μεριές και βρέθηκα κυκλωμένος από έξαλλους αγριάνθρωπους, πού αφρίζανε από φανατισμό και μίσος. Βαλθήκανε να με χτυπούνε όλοι μαζί με μανία και κατάλαβα πώς μόνο θαύμα μπορούσε να με σώσει από τα μαρτύρια και το τέλος πού επιφυλάσσανε οι ήρωες του ΕΑΜ σε όσους δε συμπαθούσανε. Ωστόσο δεν έμεινα με σταυρωμένα χέρια. Ανταπέδωσα τα χτυπήματα και κατόρθωσα να τινάξω από πάνω μου όλα αυτά τα απαίσια τσακάλια πού μου είχανε ριχτή. — Δεν υπάρχει ανάμεσα σας ένας αξιωματικός; φώναξα. Ποιος σας διοικεί; Υπήρχε πράγματι ένας πρώην μόνιμος αξιωματικός του στρατού, πού, θεωρητικά, είχε τη «στρατιωτική διοίκηση» της μαινόμενης ορδής. Κανένας όμως δεν τον άκουγε, Τα παλικάρια του βγάζανε κυριολεκτικά αφρούς και ζητούσανε να πιούνε το αίμα του «άτιμου Εγγλέζου». Τους είδα να τραβάνε βάναυσα έξω από το σπίτι το δεκανέα Άμποττς. Τον φέρανε και τον στήσανε δίπλα μου. Κατόπιν, γρήγορα, συγκροτήσανε εκτελεστικό απόσπασμα και ετοιμάστηκαν να μας τουφεκίσουν.
Προσπάθησα να κερδίσω λίγη ώρα. — Δεν μπορείτε να μας εκτελέσετε χωρίς να μας δικάστε, τούς είπα. Ήξερα πώς ή ιδέα να μας δικάσουν, εμάς τούς «παλιοεγγλέζους», και να μας ξεκάμουνε με όλους τούς τύπους, θα τούς διασκέδαζε. Πραγματικά, αρχίσανε να τη συζητούν. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ό Χάμπαρντ βογκούσε. — Δεν έχουμε ώρα για δικαστήριο, άκουσα κάποιον να φωνάζει Να τους καθαρίσουμε έτσι όπως είναι, να τελειώνουμε. Το εκτελεστικό απόσπασμα συγκροτήθηκε πάλι. Οι ερυθροί δήμιοι ετοιμάσανε τα όπλα τους. Αυτή τη φορά φέρανε και στήσανε δίπλα μου και τον Κάρραττ. Ξαναπροσπάθησα να κερδίσω ώρα. Τούς είπα πώς ό Κάρραττ ήταν Αμερικανός και πώς ο φόνος του δε θα έμενε χωρίς σοβαρότατες συνέπειες. Η συζήτηση ξανάρχισε.
Και ευτυχώς, στο μεταξύ, έφτασε κάποιος αξιωματικός ή καπετάνιος με μεγαλύτερο καθώς φαίνεται κύρος. Αυτός κατόρθωσε να επιβληθεί στα ένοπλα καθάρματα του και έτσι δόθηκε ένα τέλος στο χαριτωμένο «αστείο» του τουφεκισμού μας. Η πρώτη φροντίδα μου ήτανε να μεταφέρω μέσα το Χάμπαρντ. Τον ξάπλωσα στο κρεβάτι του. Πονούσε τρομερά, διατηρούσε όμως όλη την πνευματική του διαύγεια, Έφερε, όπως είδαμε αμέσως, δύο τραύματα από σφαίρες, το ένα στο στομάχι, το άλλο στην καρδιακή χώρα. Δεν ξέρω πώς, καταφέραμε να βρούμε ένα γιατρό. Εξέτασε τα τραύματα και μας είπε πώς η ιατρική επιστήμη δεν μπορούσε πια να προσφέρει καμία βοήθεια.
Είπα στο Χάμπαρντ την αλήθεια. Του είπα πώς λίγες ώρες του μένανε. Μου έσφιξε το χέρι, χαμογέλασε και μουρμούρισε: — Δεν τον φοβάμαι τον θάνατο, Μπιλ. Ας έρθει. θα τον δεχτώ σα στρατιώτης. Ξεψύχησε στα χέρια μου πριν ξημερώσει, άδικο θύμα τής άνανδρης κακουργίας του ΕΑΜ. Αυτά είχα να γράψω για την Ελλάδα. Για τη γενναία, την άτυχη και προδομένη Ελλάδα
Πηγή: το βιβλίο του Το βιβλίο του Νεοζηλανδού William S. Jordan
Απάντησα ότι, επειδή η κατάσταση φαινότανε να εξελίσσεται προς εμφύλιο πόλεμο, εγώ, ως Βρετανός αξιωματικός, δεν μπορούσα, παρά τις προσωπικές συμπάθειες μου, να φανώ πώς συντάσσομαι προς την μία ή την άλλη παράταξη, θα παρέμενα ουδέτερος περιμένοντας διαταγές από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Μεταγενέστερες οδηγίες, πού μου διαβιβάστηκαν από το Κάιρο με τον ασύρματο, δικαίωσαν απολύτως τη στάση μου.
Το βράδυ εκείνο τής 12ης Οκτωβρίου — η ώρα ήτανε δέκα περασμένες — καθισμένος στο τραπέζι που μου χρησίμευε για γραφείο, συνέτασσα κάποιαν έκθεση. Ο Χάμπαρντ και ο Κάρραττ κουβεντιάζανε κοντά στη φωτιά. Ο δεκανέας Άμποττς, στο διπλανό δωμάτιο, ετοιμαζότανε να πλαγιάσει. Ξάφνου, ένας δυνατός χτύπος τράνταξε την πόρτα. Άκουσα τον ασυρματιστή μου που πήγαινε ν' άνοιξη. Σε λίγο τον άκουσα να καλεί τον Κάραττ στην εξώπορτα, λέγοντας του πως ήτανε δύο αντάρτες εκεί. Ο ίδιος δεν μιλούσε ελληνικά. Ο Κάρραττ πήγε να δει τι ήθελαν οι νυχτερινοί επισκέπτες. Καθώς άνοιγε την πόρτα του δωματίου μου, διέκρινα στο βάθος, στο κατώφλι τής εξώπορτας, τους δύο αντάρτες. Και οι δύο ήταν οπλισμένοι. Η σκηνή πού επακολούθησε ήταν αληθινά κινηματογραφική.
Ο ένας από τούς αντάρτες, ευθύς μόλις με είδε, σήκωσε το Τόμμυγκάν του και έβαλε τρεις ή τέσσερες ριπές εναντίον μας. Αμέσως όλοι πέσαμε χάμω. Διέταξα: «Σβήστε τα φώτα ! Τα όπλα σας στο χέρι!». Την ώρα εκείνη μόνο ό Κάρραττ και εγώ ήμασταν οπλισμένοι. Διέταξα τον Κάρραττ να δώσει το αυτόματο του στο Χάμπαρντ, πού είχε μεγαλύτερη πείρα στο χειρισμό των όπλων. Όταν κατακάθισε ή σκόνη, διαπίστωσα πώς κανένας από μας δεν είχε χτυπηθεί. Η τύχη μας ήταν απίστευτη. Κανονικά ο κόκκινος εκτελεστής έπρεπε να μας είχε ξεκάμει και τούς τέσσερες. Στο μεταξύ, οι δύο δολοφόνοι, βλέποντας πώς η αιφνιδιαστική επιδρομή τους δεν είχε πετύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό, είχαν αποσυρθεί μέσα στο σκοτάδι τής νύχτας. Δεν ακούσαμε άλλον κρότο και, υστέρα από μερικά λεπτά, ο Άρθουρ και εγώ κάμαμε μια μικρή βόλτα έξω από το σπίτι για αναγνώριση. Δεν είδαμε ούτε ακούσαμε τίποτα και ξαναγυρίσαμε στο σπίτι.
Καθώς ετοιμαζόμουν ν' αμπαρώσω την πόρτα, ό Χάμπαρντ ξαναβγήκε, λέγοντας πως είχε ακούσει έναν ύποπτο κρότο και πήγαινε να εξακρίβωση τι ήταν. Δεν πρόλαβε όμως να κάμει πολλά βήματα μέσα στο σκοτάδι. Μονομιάς ξέσπασε απερίγραπτο πανδαιμόνιο από ριπές και πυροβολισμούς όλων των όπλων: πολυβόλων, οπλοπολυβόλων, τόμμυγκαν, τουφεκιών, περιστρόφων. Το κακό βάσταξε κάμποσα λεπτά. Όταν τέλος σταμάτησε και απλώθηκε πάλι ησυχία, άκουσα το Χάμπαρντ να βογκάει. — Άρθουρ, χτυπήθηκες; φώναξα. — Ναι, στο στομάχι... ήταν ή απάντηση. Δεν ήτανε σε θέση να συρθεί ως το κατώφλι, για να τον τραβήξω μέσα, κι' εγώ δεν μπορούσα να φτάσω ως το σημείο όπου κειτόταν, γιατί κάθε κίνηση, και την παραμικρότερη πού έκανα, οι κομμουνιστές τη χαιρετούσανε με νέο καταιγισμό σφαιρών. Προσπάθησα να έρθω σε κάποια συνεννόηση μαζί τους. Τούς φώναξα πώς ήμασταν Άγγλοι — γεγονός πού γνωρίζανε φυσικά πολύ καλά — και προσπάθησα να τους πείσω να μ' αφήσουνε να πάρω το Χάμπαρντ μέσα.
Τελικά, μου επιτρέψανε να βγω και υποσχεθήκανε να μην πυροβολήσουν εναντίον μου, υπό τον όρο όμως να μην κρατώ όπλο και να έχω τα χέρια μου σηκωμένα. Ωραίο κατάντημα για ένα Νεοζηλανδό αξιωματικό, πού είχε έρθει από τους αντίποδες — χωρίς να τον υποχρεώνει κανείς — να πολεμήσει για την απελευθέρωση τής Ελλάδος. Ωστόσο δέχτηκα. Δεν μπορούσα να κάμω διαφορετικά. Έπρεπε να πάρω μέσα το Χάμπαρντ, πού, όπως καταλάβαινα, ήταν άσχημα χτυπημένος. Μόλις πέρασα το κατώφλι τής εξώπορτας, είδα τις κάνες των κομμουνιστικών όπλων πού λάμπανε στο σεληνόφως, στημένες κατά πάνω μου. Ή σκηνή ήταν εξωφρενική, απίστευτη. Πριν προλάβω να φτάσω ως το Χάμπαρντ, δέχτηκα επίθεση από όλες τις μεριές και βρέθηκα κυκλωμένος από έξαλλους αγριάνθρωπους, πού αφρίζανε από φανατισμό και μίσος. Βαλθήκανε να με χτυπούνε όλοι μαζί με μανία και κατάλαβα πώς μόνο θαύμα μπορούσε να με σώσει από τα μαρτύρια και το τέλος πού επιφυλάσσανε οι ήρωες του ΕΑΜ σε όσους δε συμπαθούσανε. Ωστόσο δεν έμεινα με σταυρωμένα χέρια. Ανταπέδωσα τα χτυπήματα και κατόρθωσα να τινάξω από πάνω μου όλα αυτά τα απαίσια τσακάλια πού μου είχανε ριχτή. — Δεν υπάρχει ανάμεσα σας ένας αξιωματικός; φώναξα. Ποιος σας διοικεί; Υπήρχε πράγματι ένας πρώην μόνιμος αξιωματικός του στρατού, πού, θεωρητικά, είχε τη «στρατιωτική διοίκηση» της μαινόμενης ορδής. Κανένας όμως δεν τον άκουγε, Τα παλικάρια του βγάζανε κυριολεκτικά αφρούς και ζητούσανε να πιούνε το αίμα του «άτιμου Εγγλέζου». Τους είδα να τραβάνε βάναυσα έξω από το σπίτι το δεκανέα Άμποττς. Τον φέρανε και τον στήσανε δίπλα μου. Κατόπιν, γρήγορα, συγκροτήσανε εκτελεστικό απόσπασμα και ετοιμάστηκαν να μας τουφεκίσουν.
Προσπάθησα να κερδίσω λίγη ώρα. — Δεν μπορείτε να μας εκτελέσετε χωρίς να μας δικάστε, τούς είπα. Ήξερα πώς ή ιδέα να μας δικάσουν, εμάς τούς «παλιοεγγλέζους», και να μας ξεκάμουνε με όλους τούς τύπους, θα τούς διασκέδαζε. Πραγματικά, αρχίσανε να τη συζητούν. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ό Χάμπαρντ βογκούσε. — Δεν έχουμε ώρα για δικαστήριο, άκουσα κάποιον να φωνάζει Να τους καθαρίσουμε έτσι όπως είναι, να τελειώνουμε. Το εκτελεστικό απόσπασμα συγκροτήθηκε πάλι. Οι ερυθροί δήμιοι ετοιμάσανε τα όπλα τους. Αυτή τη φορά φέρανε και στήσανε δίπλα μου και τον Κάρραττ. Ξαναπροσπάθησα να κερδίσω ώρα. Τούς είπα πώς ό Κάρραττ ήταν Αμερικανός και πώς ο φόνος του δε θα έμενε χωρίς σοβαρότατες συνέπειες. Η συζήτηση ξανάρχισε.
Και ευτυχώς, στο μεταξύ, έφτασε κάποιος αξιωματικός ή καπετάνιος με μεγαλύτερο καθώς φαίνεται κύρος. Αυτός κατόρθωσε να επιβληθεί στα ένοπλα καθάρματα του και έτσι δόθηκε ένα τέλος στο χαριτωμένο «αστείο» του τουφεκισμού μας. Η πρώτη φροντίδα μου ήτανε να μεταφέρω μέσα το Χάμπαρντ. Τον ξάπλωσα στο κρεβάτι του. Πονούσε τρομερά, διατηρούσε όμως όλη την πνευματική του διαύγεια, Έφερε, όπως είδαμε αμέσως, δύο τραύματα από σφαίρες, το ένα στο στομάχι, το άλλο στην καρδιακή χώρα. Δεν ξέρω πώς, καταφέραμε να βρούμε ένα γιατρό. Εξέτασε τα τραύματα και μας είπε πώς η ιατρική επιστήμη δεν μπορούσε πια να προσφέρει καμία βοήθεια.
Είπα στο Χάμπαρντ την αλήθεια. Του είπα πώς λίγες ώρες του μένανε. Μου έσφιξε το χέρι, χαμογέλασε και μουρμούρισε: — Δεν τον φοβάμαι τον θάνατο, Μπιλ. Ας έρθει. θα τον δεχτώ σα στρατιώτης. Ξεψύχησε στα χέρια μου πριν ξημερώσει, άδικο θύμα τής άνανδρης κακουργίας του ΕΑΜ. Αυτά είχα να γράψω για την Ελλάδα. Για τη γενναία, την άτυχη και προδομένη Ελλάδα
Πηγή: το βιβλίο του Το βιβλίο του Νεοζηλανδού William S. Jordan
(αυτός που εξιστορεί το γεγονός)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου