Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Λένιν

 

Λένιν. Ένα Άρθρο του Σάκη Μουμτζή

(Η τύχη των "αντιδραστικών" στο τέλος)
Λένιν: ένα βήμα μπρος, πολλά βήματα πίσω
Σάκης Μουμτζής
Αν πρόκειται να συντάξω μια λίστα με τα βιβλία που επηρέασαν πιο πολύ τις συνειδήσεις των ανθρώπων, σίγουρα τιμητική θέση θα είχαν τα δύο έργα του Β.Ι. Λένιν «Τι να κάνουμε;» (1902) και το «Κράτος και Επανάσταση» (1917). Χωρίς να παραγνωρίσω τη συμβολή των άλλων βιβλίων του στη μαρξιστική παιδεία και στη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, ξεχώρισα αυτά τα δύο, διότι το πρώτο θέτει το θέμα της επαναστατικής συνείδησης και του επαναστατικού κόμματος και το δεύτερο θέτει, με ολοκληρωμένο τρόπο, τη θεωρία του Κράτους από μαρξιστική οπτική. «Η λενινιστική θεωρία του Κράτους αποτελεί το βάθρο της γενικής θεωρίας της Επανάστασης», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο Βαλεντίνο Τζερρατάνα 1


Προκαταρκτικά να πω ότι σχεδόν όλο το έργο του Λένιν περιστρέφεται γύρω από την πολιτική συγκυρία της ταραγμένης εποχής του. Είναι ένα έργο με κύριο το στοιχείο της έντονης κριτικής, που σχεδόν πάντα προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της πολεμικής απέναντι στους ρεφορμιστές Σοσιαλδημοκράτες Έντουαρντ Μπερνστάιν και κυρίως στον Καρλ Κάουτσκι, στους Μενσεβίκους και τους Εσέρους, αλλά και στους αναρχικούς, καθότι ο ίδιος ήταν σφοδρός πολέμιος του αυθόρμητου. Πίστευε πως μόνον η συγκεντρωτική και άριστα οργανωμένη δράση μπορούσε να είναι αποτελεσματική.
Ο Λένιν είχε την αναλυτική σκέψη και τη συνθετική ικανότητα από την επιμέρους πολεμική να συγκροτήσει μια θεωρία. «Η επιστημονική μεγαλοφυία του Λένιν βρίσκεται ακριβώς στην ικανότητά του να βγάζει από μια περιορισμένη εμπειρία τα θεμελιακά στοιχεία μιας οικουμενικής θεωρίας, που επιτρέπει να αντιμετωπίζονται τα νέα προβλήματα που δεν περιλάμβανε». 2
Συνεπώς, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τα βιβλία του θα πρέπει να τα εντάσσουμε στη συγκεκριμένη περίοδο της συγγραφής τους. Στο «Τι να κάνουμε;» ο Λένιν συνειδητοποιεί, από το 1902, πως οι οικονομικές διεκδικήσεις των εργαζομένων δε μετατρέπονται αυτομάτως σε πολιτικές διεκδικήσεις και κυρίως σε αιτήματα που θέτουν το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Το συντεχνιακό απαιτεί δουλειά για να αναβαθμιστεί και να λάβει τη μορφή του πολιτικού. Όπως γράφει, «την ταξική πολιτική συνείδηση μπορούμε να τη φέρουμε μόνον απ΄ έξω, δηλαδή έξω από την οικονομική πάλη». 3
Ο προλετάριος είναι απορροφημένος με τα προβλήματα της καθημερινής του διαβίωσης, συνεπώς αδυνατεί να αρθεί επάνω από αυτή την καθημερινότητα και να αποκτήσει συνείδηση των αιτιών που τον έφεραν σε αυτήν τη θέση. Αυτό ο Λένιν το αποκαλεί «ταξική πολιτική συνείδηση». Αυτή είναι η δουλειά των επαγγελματιών της Επανάστασης, όλων αυτών που έχουν τάξει τη ζωή τους στην υπηρεσία της. Είναι η φωτισμένη πρωτοπορία που εισάγει την επαναστατική συνείδηση στο προλεταριάτο, διότι αυτή κατέχει την επαναστατική θεωρία. Και «δίχως επαναστατική θεωρία δε μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα», γράφει ο Λουτσιάνο Γκρούπι στην εισαγωγή τού «Τι να κάνουμε» 4 .
Από εδώ ο Λένιν κάνει το επόμενο βήμα. Η θεωρία για να υλοποιηθεί θα πρέπει να δημιουργήσει το όργανο της ίδιας της πράξης της, το κόμμα. Ας σημειωθεί πως τόσο ο Καρλ Μαρξ όσο και ο Φρίντριχ Ένγκελς, ενώ θεωρούσαν ως ιστορικό υποκείμενο της ταξικής επαναστατικής πάλης το προλεταριάτο, ελάχιστα και ακροθιγώς αναφέρθηκαν στην πολιτική έκφρασή του. Δεν τους απασχόλησε το πολιτικό υποκείμενο της Επανάστασης. Ενώ και οι δύο ήταν αναμφίβολα επαναστάτες διανοούμενοι, πιο πολύ ενδιαφέρθηκαν για την ανάλυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ως ενός σταδίου στην ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών και λιγότερο, για να μη πω καθόλου, για τη διατύπωση μιας θεωρίας για το κόμμα.
Ο Μαρξ, στην περίφημη 11 η θέση του Φόιερμπαχ, δε θέλει απλώς να ερμηνεύσει τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξει, όμως δεν ασχολείται με το πολιτικό υποκείμενο που θα πραγματώσει αυτήν την αλλαγή του κόσμου. Το έργο αυτό ανέλαβε ο Λένιν, αντιλαμβανόμενος τις ανάγκες της εποχής και θέλοντας να δώσει συγκεκριμένη μορφή στη σχέση εργατικής τάξης και επαναστατικού κόμματος. Τη μορφή του μοναδικού καθοδηγητικού κέντρου από τη μια μεριά και τη μάζα των προλεταρίων με την αδιαμόρφωτη ταξική συνείδηση, από την άλλη.
Έτσι, το επαναστατικό κόμμα, με τους επαγγελματίες της Επανάστασης, αναλαμβάνει το έργο να μετατρέψει την εργατική τάξη από μια τάξη που απλώς υπάρχει, σε μια συνειδητοποιημένη ιδεολογικά και πολιτικά τάξη. Σε μια τάξη που αντιλαμβάνεται, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, τον ιστορικό ρόλο της. Το ότι στη συνέχεια μέσα από τις γνωστές στρεβλώσεις το κόμμα επιβλήθηκε τόσο στην εργατική τάξη όσο και στην κοινωνία, αυτό για πολλούς διανοούμενους οφείλεται στην ίδια τη λενινιστική θεωρία των επαγγελματιών της Επανάστασης με τις συγκεντρωτικές δομές της και τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της. Βεβαίως δε θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και τα κατάλοιπα των χαρακτηριστικών της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που άφησε ο εμφύλιος πόλεμος (1918- 1920) και τα οποία δεν ξεπεράστηκαν, αλλά επιβίωσαν και στη συνέχεια αποτέλεσαν δομικά στοιχεία της Σοβιετικής Ένωσης.
Το δεύτερο βιβλίο του Λένιν, το «Κράτος και Επανάσταση», κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1917, λίγο πριν το Οκτωβριανό κίνημα και αφού ο Λένιν είχε υπερασπιστεί με πάθος τις «Θέσεις του Απρίλη», όπου με ενορατικό τρόπο αντιλήφθηκε πως μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 οι προτεραιότητες άλλαζαν με αστραπιαίους ρυθμούς και συνεπώς και τα καθήκοντα των Μπολσεβίκων. Οι «10 θέσεις του Απρίλη» (4-5 Απριλίου 1917) έθεταν με επιτακτικό τρόπο το πέρασμα, από τη δυαδική εξουσία της Προσωρινής κυβέρνησης και των σοβιέτ, «στην παντοκρατορία των σοβιέτ», με το γνωστό επαναστατικό σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Ο Ιταλός μαρξιστής Τζιουζέπε Βάκα σημειώνει πως το βιβλίο «Κράτος και Επανάσταση» είχε ήδη ωριμάσει στο μυαλό του Λένιν, το 1916, ενόσω βρισκόταν εξόριστος στην Ελβετία. Έτσι, οι «Θέσεις του Απρίλη»– στις οποίες ο Λένιν υποστηρίζει πως το αίτημα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης είχε ξεπεραστεί από τα γεγονότα και έμπαινε πλέον επιτακτικά το ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης -έχουν τις ρίζες τους σε αυτό το βιβλίο που κυκλοφόρησε μετά από τρείς μήνες. 5
Όμως για να κατανοήσει ο αναγνώστης πλήρως το συγκεκριμένο έργο του Λένιν θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι βασικοί πυλώνες του μαρξισμού είναι δύο : πρώτον, η πάλη των τάξεων είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας και δεύτερον, η πάλη των τάξεων είναι πολιτική πάλη, πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Την ύπαρξη της πάλης των τάξεων την αποδέχονταν και πολλοί αστοί οικονομολόγοι. Αυτό που διακρίνει τους μαρξιστές είναι ότι θεωρούν πως η ταξική πάλη οδηγεί στη δικτατορία του προλεταριάτου, αφού προηγουμένως έχει καταληφθεί και τσακιστεί η κρατική εξουσία, διότι «το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων» 6 .
Ενώ σχεδόν σε όλα τα έργα του Κάρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ενγκελς υπάρχουν αναφορές στο κράτος, δεν υπάρχει κανένα κείμενό τους που να αφορά μόνον το κράτος. Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει ο Λένιν. Η αντίληψη πως το κράτος ήταν όργανο της κυρίαρχης τάξης, υποχείριό της, επικρατούσε για πολλές δεκαετίες στη μαρξιστική θεωρία, ώσπου ο Νίκος Πουλαντζάς με το έργο του διατύπωσε την άποψη πως το σύγχρονο κράτος διαθέτει μια σχετική αυτονομία. Έγραψε πως «το Κράτος ως υλική συμπύκνωση μιας αντιφατικής σχέσης, δεν οργανώνει την πολιτική ενότητα του συνασπισμού εξουσίας από τα έξω, λύνοντας, χάρη μόνο στην ύπαρξή του και από απόσταση, τις ταξικές αντιφάσεις. Αντίθετα, η λειτουργία αυτών των αντιφάσεων μέσα στην υλικότητα του Κράτους είναι εκείνη που κάνει δυνατό—όσο κι αν φαίνεται παράδοξο—τον οργανωτικό ρόλο του Κράτους. Έτσι πρέπει να εγκαταλειφθεί οριστικά η άποψη για το Κράτος ως συστήματος ενιαίου από πάνω ως κάτω, θεμελιωμένου σε μια ομοιογενή ιεραρχική κλίμακα των κέντρων εξουσίας, σαν ομοιόμορφη κλίμακα, από την κορυφή της πυραμίδας προς τη βάση» 7 .
Με αυτήν την άποψη του Νίκου Πουλαντζά συμπορεύθηκαν και διανοούμενοι του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μια άποψη που υπήρξε ένα από τα κύτταρα του ευρωκομμουνισμού. Η διαφορά δεν ήταν θεωρητική. Αφορούσε, επί του πολιτικού πεδίου, το πώς κατακτά την εξουσία ένα επαναστατικό κόμμα. Με έφοδο, αν θεωρεί πως το κράτος είναι όργανο των κυρίαρχων τάξεων και επακόλουθο την καταστροφή του, το τσάκισμά του, με δομικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές ρήξεων μέσα από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, αν αναγνωρίζει στο σύγχρονο Κράτος μια σχετική αυτονομία.
Ο Λένιν ήταν, κατά γενική ομολογία, ένα πολιτικό «ζώο». Είχε την ικανότητα και το χάρισμα, αναλύοντας κάθε φορά τη συγκεκριμένη κατάσταση, να αναπροσαρμόζει τους τακτικούς στόχους των μπολσεβίκων στη στρατηγική της κατάληψης της εξουσίας. Δεν έχανε ποτέ από την οπτική του αυτόν τον στόχο. Απόδειξη η ευκολία, παρά τις εσωκομματικές αντιρρήσεις, με την οποία το νέο σοβιετικό κράτος υπέγραψε τη συμφωνία του Μπρεστ Λιτόφσκ με τη Γερμανία, τον Μάρτιο του 1918. Αυτό που προείχε δεν ήταν η αρτιμέλεια του ρωσικού εδάφους, αλλά η προάσπιση του νέου καθεστώτος. Έδωσε χώρο για να κερδίσει χρόνο και η αυτή η επιλογή του δικαιώθηκε πολιτικά. Ο Παλμίρο Τολιάττι έγραψε στον πρόλογό του για το βιβλίο του Λένιν «Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού»: «Πρέπει να έχουμε σαφή αντίληψη του σκοπού για τον οποίον κάνουμε τον έναν ή τον άλλον συμβιβασμό» (σελ.23).
Αν στα πολιτικά βιβλία του ο Λένιν διακρίνεται για την οξυδέρκειά του και τις αναλυτικές του δεινότητες, όταν αποπειράθηκε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία στο βιβλίο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», δεν απέφυγε τις μηχανιστικές θέσεις, επηρεασμένος από τις φυσικοϊστορικές προσεγγίσεις κοινωνικών γεγονότων του Ένγκελς. Δεν απέφυγε τις απλουστεύσεις του Διαλεκτικού Υλισμού που είναι προβληματικός ούτως ή άλλως.
Δε μπορώ να μην υποκύψω στον γνωστό πειρασμό και να θέσω το ερώτημα τι θα γινόταν αν δεν πέθαινε στις 23 Ιανουαρίου 1924, σε ηλικία 54 ετών και ζούσε φυσιολογικά τουλάχιστον άλλα δέκα χρόνια; Δεν αποφεύγω την απάντηση. Τα φαινόμενα Ολοκληρωτισμού εμφανίστηκαν επί Λένιν. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, η καθοριστική στιγμή αυτής της πορείας προς τον αυταρχισμό ήταν το 10ο Συνέδριο που διεξήχθη τον Μάρτιο του 1921. Σχεδόν ταυτόχρονα ο Κόκκινος Στρατός, υπό τον Τρότσκι και τον Τσουχατσέφσκι, κατέπνιξε στο αίμα την εξέγερση των ναυτών της Κρονστάνδης, ένα από τα βασικά στηρίγματα του μπολσεβίκικου Οκτωβριανού κινήματος. Οι εξεγερμένοι ναύτες δε ζητούσαν παλινόρθωση του προηγούμενου καθεστώτος, αλλά περισσότερες ελευθερίες και τήρηση των αρχών της Επανάστασης. Στο 10ο Συνέδριο απαγορεύτηκαν οι τάσεις μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα υπό τη σκιά της «εργατικής αντιπολίτευσης», ενώ εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μέσα στο κομματικό λεξιλόγιο οι λέξεις «παρέκκλιση» και «φραξιονισμός». 8
Συγχρόνως, το 10 ο Συνέδριο εισήγαγε τη ΝΕΠ, δηλαδή ένα μερικό άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς, κάτι που σήμανε το τέλος του «πολεμικού κομμουνισμού». Δε συνοδεύτηκε όμως αυτό το άνοιγμα και από έναν στοιχειώδη πολιτικό πλουραλισμό, διότι η ΝΕΠ ήταν μια τακτική κίνηση ανάγκης και όχι μια στρατηγική επιλογή. Για να μιλήσω με μαρξιστικούς όρους, το πολιτικό εποικοδόμημα δεν υπήρχε λόγος να παρακολουθήσει μια τακτικής φύσεως αλλαγή στην οικονομική βάση. Απεναντίας η ΝΕΠ συνοδεύτηκε από τη σκλήρυνση του μπολσεβίκικου καθεστώτος. Ένα πρώιμο δείγμα του αυταρχισμού του έδωσε ο Λένιν όταν, στις 19 Ιανουαρίου 1918, οι «κόκκινοι φρουροί» κατέλαβαν το ανάκτορο της Ταυρίδας που ήταν η έδρα της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης και τη διέλυσαν, διότι στις πρώτες και μοναδικές ελεύθερες εκλογές που διεξήχθησαν στη Ρωσία τον Νοέμβριο του 1917, το κόμμα των Μπολσεβίκων μειοψήφησε με 25% έναντι 58% των Εσέρων. 9
Είναι διάχυτη η άποψη και σε κύκλους αστών διανοουμένων πως ο μαρξισμός είναι μια καλή θεωρία που εφαρμόστηκε λάθος. Πρώτα—πρώτα δε μπορεί μια θεωρία να αξιολογηθεί θετικά όταν διαψεύδεται. Οι νομοτέλειες που επαγγελλόταν με φυσικοϊστορικούς όρους, όπως υποστήριζαν ο Ένγκελς και ο Λένιν, ποτέ δεν επαληθεύτηκαν. Ο μαρξισμός δεν προέβλεπε την παλινόρθωση του καπιταλισμού μετά από σχεδόν 70 χρόνια σοσιαλισμού, αλλά την έλευση της αταξικής κοινωνίας. Άρα η θεωρία ήταν προβληματική, όπως αποδείχθηκε στην πράξη. Επί πλέον η αντίληψη πως οι επαγγελματίες της Επανάστασης ήταν οι κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας που κόμιζε η «επιστημονική θεωρία» του μαρξισμού, τους οδήγησε να θεωρούν εχθρό όποιον δε συμφωνούσε με τη δική τους αλήθεια. Και επειδή η αυτή η «δική τους, μοναδική αλήθεια» ευαγγελίζονταν τον επίγειο παράδεισο, δηλαδή το απόλυτο καλό, την αταξική κοινωνία, όσοι αντιδρούσαν στο όραμά τους, οι «αντιδραστικοί», ριχνόταν στο πυρ το εξώτερο σε όλα τα επίπεδα. Το ηθικό, το κοινωνικό, το οικονομικό, το πολιτικό, ακόμα και το βιολογικό.
Όμως αυτή η θεωρία γιατί συνήγειρε, γιατί αποτέλεσε τον κινητοποιητικό μύθο για εκατομμύρια διανοουμένους σε όλον τον πλανήτη; Διότι αυτός ο άκρατος βολονταρισμός– αυτή η συνεχής προέκταση της σφαίρας του ανθρωπίνως δυνατού, ώστε τελικά τίποτα να μην είναι αδύνατο– τους γοήτευσε. «Στο φαντασιακό επίπεδο μαγνητίστηκαν από τις προμηθεϊκές δυνατότητες που άνοιγε ο κομμουνιστικός βολονταρισμός» 10 .
Η κοινωνία ήταν ένας πηλός στα χέρια τους και την έπλαθαν όπως ήθελαν αυτοί. Ήταν οι πλάστες της Ιστορίας. Ο ορισμός του βολονταρισμού είναι πως τα πάντα είναι εφικτά, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση. Βέβαια, χάρη σε αυτόν τον βολονταρισμό μια αχανής, καθυστερημένη αγροτική χώρα απέκτησε μέσα σε δέκα χρόνια βαριά βιομηχανία με τη μεταφορά τεράστιων κεφαλαίων από τον αγροτικό τομέα στον βιομηχανικό, αλλά το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές ήταν τόσο βαρύ ώστε δικαιολογημένα ο Ζακ Ζιλιάρ διερωτάται: «για ποιο λόγο εγκληματίες που επικαλούνται το καλό είναι λιγότερο ένοχοι από εκείνους που επικαλούνται το κακό;» 11
Τα όσα επακολούθησαν με τον σταλινισμό δεν ήταν αποτέλεσμα μόνον της προσωπικότητάς του Στάλιν. Βρισκόταν εγγεγραμμένα στην ίδια την μαρξιστική θεωρία που προνοούσε την εξάλειψη μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης, «καθιέρωνε έναν κοινωνικοπολιτικό ευγονισμό, έναν κοινωνικό δαρβινισμό: κάτοχοι της απόλυτης γνώσης για την εξέλιξη των κοινωνικών ειδών, αποφάσιζαν ποια από αυτά πρέπει να εξαφανιστούν γιατί είναι καταδικασμένα από την Ιστορία» 12 .
Συμπερασματικά, ο ολοκληρωτισμός δε βρίσκεται στην κακή εφαρμογή μιας ορθής θεωρίας, αλλά στην ίδια τη θεωρία. Και ο Λένιν κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας, παρά τις αναθεωρήσεις που έκανε σε κεντρικά σημεία της. Προσπάθησε να γειώσει την ουτοπία, αλλά η ουτοπία όταν γειώνεται οδηγεί στη δυστοπία.
Παραπομπές
1. Β.Ι. Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», εκδ. Θεμέλιο, 1975 σελ.31
2. Το ίδιο σελ. 44
3. Β.Ι. Λένιν, «Τι να κάνουμε;» εκδ. Θεμέλιο, 1978, σελ. 99
4. Το ίδιο, σελ. 14
5. Βάκα Τζουζέπε, «Δημοκρατία, αστικό κράτος και σοσιαλισμός» εκδ. Οδυσσέας, 1974, σελ. 119
6. «Κράτος και Επανάσταση» σελ. 67
7. Πουλαντζάς Νίκος, «Το Κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός», εκδ. Θεμέλιο, 1978, σελ. 191-192
8. Προκάτσι Τζουλιάνο, «Το Κομμουνιστικό Κόμμα στη Σοβιετική Ένωση 1917-1945, εκδ. Οδυσσέας, 1975 σελ. 119
9. Ελλενστέιν Ζαν, «Η Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1939, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 146-147
10. Δημητράκος Δημήτρης «Νέμεσις» συλ. Έργο «Μαύρη βίβλος του κομμουνισμού» εκδ. Βιβλιοπωλείο ΕΣΤΙΑΣ, 2006, σελ. 23
11. Το ίδιο σελ. 26
12. Κουρτουά Στεφάν, «Γιατί;» το ίδιο, σελ. 772.

Δεν υπάρχουν σχόλια: