Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

 


2 Σεπτεμβρίου 1944 Η σφαγή του Χορτιάτη. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ξημερώνει για τον Χορτιάτη ένα συνηθισμένο Σάββατο. Οι κάτοικοί του ξυπνούν ξεκινώντας τις δουλειές της καθημερινότητάς τους. Πολλοί φεύγουν έξω από το χωριό για τις συνηθισμένες αγροτικές εργασίες. Τίποτα δεν προμήνυε την καταστροφή που έμελλε να ακολουθήσει, δεδομένου ότι η περιοχή, λόγω της εγγύτητας με τη Θεσσαλονίκη, δεν αποτέλεσε ποτέ γερμανικό στόχο ακόμα και τις τελευταίες μέρες της κατοχής που οι γερμανικές δυνάμεις είχαν σκληρύνει τη στάση τους μπροστά και στη διαφαινόμενη κατάρρευσή τους. Όπως κάθε Σάββατο, ένα φορτηγάκι του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης (ΟΥΘ) με δύο υπαλλήλους, συνοδευόμενο, ως συνήθως, από ένα στρατιωτικό όχημα της γερμανικής φρουράς, στο οποίο επέβαιναν ένας γιατρός, ένας αξιωματικός και ένας υπαξιωματικός, ξεκινάει από την πόλη με προορισμό τις πηγές της Αγίας Παρασκευής στο Χορτιάτη για την απολύμανση με χλώριο του νερού, από το οποίο υδροδοτούταν μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης.

Περί την 08.30 ώρα, μια διμοιρία συμμοριτών του ΕΛΑΣ που τη νύχτα είχε κατέβει απ’ την ορεινή περιοχή του Χορτιάτη, με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στο λόχο του Αντώνη Καζάκου (καπετάν Φλωριά) έστησε ενέδρα στο ρωμαϊκό υδραγωγείο στη θέση «Καμάρα», έξω από το ομώνυμο χωριό, και χτύπησε τα δύο αυτοκίνητα του ΟΥΘ που κατευθύνονταν προς τα εκεί. Για τον αριθμό των επιβαινόντων στα δύο αυτοκίνητα, την εθνικότητά τους και τον αριθμό νεκρών και τραυματιών υπάρχουν διάφορες εκδοχές: Κατά μία εκδοχή στο πρώτο αυτοκίνητο επέβαιναν τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις Έλληνες, υπάλληλοι του Οργανισμού, που πήγαιναν στον Χορτιάτη για την απολύμανση της δεξαμενής του υδραγωγείου, από το οποίο έπαιρνε νερό ένα μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης, και τη χλωρίωση του νερού. Ο Ιωάννης Ταμιωλάκης, ανώτερος υπάλληλος του ΟΥΘ, αναφέρει στο βιβλίο του «Η ιστορία της ύδρευσης της Θεσσαλονίκης» ότι στο αυτοκίνητο επέβαιναν πέντε Έλληνες: ο εργοδηγός Σιδερίδης, τρεις τεχνίτες και ο Αλ. Σωτηρχόπουλος που ήταν υπεύθυνος για τη χλωρίωση. Όσον αφορά το δεύτερο αυτοκίνητο, που ήταν γερμανικό, υπάρχουν οι εξής εκδοχές: σ’ αυτό επέβαιναν α) τρεις Γερμανοί και δυο Έλληνες, ο ένας εργοδηγός και ο άλλος υπάλληλος του ΟΥΘ, ή β) δύο άνδρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας (Γκεστάπο), ένας Αυστριακός χημικός και δύο Έλληνες, υπάλληλοι του ΟΥΘ, ο Αλ. Σωτηρχόπουλος και ο Γ. Τρώντσιος, ή γ) ο Αυστριακός χημικός, ένα αξιωματικός της Γκεστάπο, δύο στρατιώτες και ο οδηγός. Ο Κώστας Πασχαλούδης, που ήταν καθοδηγητής της λεγόμενης «Υποδειγματικής Ομάδας της Νεολαίας της ΕΠΟΝ», που αποτελούσε μέρος του λόχου του καπετάν Φλωριά, ανέφερε τρεις Γερμανούς, μέλη της Γκεστάπο. Από την επίθεση των συμμοριτών στο πρώτο αυτοκίνητο τραυματίστηκαν ο οδηγός Κλεάνθης Τερζόπουλος και ο εργοδηγός Γεώργιος Σιδερίδης, ο οποίος αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του. Ο Ταμιωλάκης αναφέρει ότι σκοτώθηκε και ο οδηγός. Από την επίθεση στο γερμανικό αυτοκίνητο (από το οποίο οι επιβαίνοντες ανταπάντησαν στα πυρά) υπήρξε ένας νεκρός (πιθανόν ο Αυστριακός χημικός). Οι αντάρτες έπιασαν έναν από τους Γερμανούς που επέβαιναν στο αυτοκίνητο (υπάρχει και η εκδοχή ότι παραδόθηκε ο ίδιος), ενώ ο άλλος, που ίσως και αυτός είχε τραυματιστεί, κατάφερε να διαφύγει και έφτασε στο Ασβεστοχώρι όπου ειδοποίησε τις γερμανικές Αρχές. Υπάρχει και η εκδοχή ότι οι τραυματίες Γερμανοί που κατάφεραν να ξεφύγουν ήταν δυο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από την επίθεση στο δεύτερο αυτοκίνητο δεν υπήρχαν νεκροί αλλά μόνο δύο Γερμανοί τραυματίες εκ των οποίων ο ένας, μαζί με τον τρίτο Γερμανό που δεν είχε τραυματιστεί, μπόρεσε να διαφύγει και να φτάσει στο Ασβεστοχώρι. Κατά τον Ταμιωλάκη, από την επίθεση στο δεύτερο αυτοκίνητο σκοτώθηκε ο χημικός, τραυματίστηκε ένας από τους Γερμανούς, που κατάφερε να ξεφύγει και να ειδοποιήσει τις γερμανικές Αρχές. Επίσης αναφέρει ότι οι Γερμανοί που αιχμαλωτίστηκαν από τους Ελασίτες εκτελέστηκαν. Μετά τις δύο αυτές επιθέσεις των ανταρτών οι κάτοικοι του Χορτιάτη ζήτησαν τη συμβουλή του Καζάκου ως προς το αν έπρεπε να φύγουν από το χωριό, φοβούμενοι αντίποινα των Γερμανών, εκείνος όμως τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων, όσοι από αυτούς ήταν τότε στο χωριό, παρέμειναν στα σπίτια τους (ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, καθώς οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν φύγει από νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους). Οι ελασίτες μετά την ενέδρα έφυγαν προς το Λιβάδι και την Πετροκέρασα, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους, τους οποίους από ότι φαίνεται εκτέλεσαν στη διαδρομή. Ήταν συνηθισμένη τακτική των ελασιτών γιατί δεν είχαν χώρο για τη φύλαξη αιχμαλώτων. Περίπου στις 13 00-14 00, αρκετές ώρες μετά το συμβάν, έφτασαν στον Χορτιάτη τα πρώτα 14 οχήματα που μετέφεραν από το Ασβεστοχώρι το τάγμα Γερμανών (περί τους 200 στρατιώτες) υπό τον ταγματάρχη Schäfer και τους 80 περίπου άνδρες του «Σώματος Κυνηγών» του Σούμπερτ. Άλλα 4 με 6 αυτοκίνητα μετέφεραν στρατιώτες υπό τον υπολοχαγό Wilhelm Knetsch, διοικητή μάχης του Φρουραρχείου Θεσσαλονίκης, και ένα απόσπασμα στρατονόμων υπό τον ανθυπολοχαγό Willi Pohlmann και περικύκλωσαν το χωριό. Αφού συγκέντρωσαν στην κεντρική πλατεία του χωριού τους κατοίκους που βρήκαν, άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια. Στη συνέχεια οδήγησαν τους κατοίκους που βρίσκονταν στην πλατεία στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη και τους έκαψαν ζωντανούς, ενώ όσους βρίσκονταν μπροστά στο καφενείο της πλατείας τους έκλεισαν στο φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη. Αφού τους έκλεισαν στο φούρνο, οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και άρχισαν να τους πυροβολούν από ένα μικρό παραθυράκι της πόρτας. Κατόπιν έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν σκοτωθεί. Από τους εγκλωβισμένους όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το κτήριο που καιγόταν μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που περίμεναν έξω. Μόνο δύο άνθρωποι κατάφεραν να γλιτώσουν από το φούρνο του Γκουραμάνη. Εκτός από τους κατοίκους που δολοφονήθηκαν στα δύο αυτά σημεία του χωριού, άλλοι δολοφονήθηκαν έξω από τα σπίτια τους και έντεκα καταδιώχθηκαν και εκτελέστηκαν έξω από το χωριό ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν. Επίσης γυναίκες του Χορτιάτη έπεσαν θύματα βιασμού πριν δολοφονηθούν από τους άντρες του Σούμπερτ Συνολικά σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα 149 κάτοικοι του Χορτιάτη, ανάμεσά τους 109 γυναίκες και κορίτσια, και κάηκαν περίπου 300 σπίτια. Εξαιτίας του φόβου ότι οι Γερμανοί θα επέστρεφαν αλλά και της δυσοσμίας από τα καμένα πτώματα που είχαν μείνει άταφα, οι κάτοικοι που κατάφεραν να σωθούν επέστρεψαν στο χωριό αρκετές μέρες αργότερα. Στις 4 Σεπτεμβρίου οι άντρες του Σούμπερτ επέστρεψαν για να ολοκληρώσουν την λεηλασία των σπιτιών που είχαν ξεκινήσει δυο μέρες πριν. Εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού έμαθαν για τη σφαγή του Χορτιάτη στις 5 Σεπτεμβρίου και κατάφεραν να εξασφαλίσουν άδεια για να μπουν στο χωριό μόλις στις 7 Σεπτεμβρίου. Ο Φριτς Σούμπερτ , μετά τον πόλεμο δικάστηκε και εκτελέστηκε στην Αθήνα. Το 1960 στήθηκε μνημείο για την σφαγή στο κέντρο της κωμόπολης του Χορτιάτη, η οποία το 1998 ονομάστηκε «μαρτυρική» με το υπ. αριθμ. 399 Προεδρικό Διάταγμα. Ο σκοπός των Ελασιτών, όπως και στις περισσότερες αναλόγου είδους ενέργειες, προφανής. Χτύπημα μικρό και χωρίς απώλειες για τους ίδιους, το οποίο να οδηγήσει σε αντίποινα (Την έκταση των οποίων δεν μπορούσαν και δεν τους ενδιέφερε να εκτιμήσουν) τα οποία θα εξαναγκάσουν μεγάλο μέρος των κατοίκων να οδηγηθεί βιαίως στο βουνό για να στρατολογηθεί στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Οι πρωταγωνιστές από την πλευρά του ΕΛΑΣ, Βάιος Ρικούδης και Αντώνιος Καζάκος προσπάθησαν μεταπολεμικά να δικαιολογήσουν τη σκοπιμότητα της ενέδρας. Ο Ρικούδης υποστήριξε ότι η ενέδρα και η επίθεση αποσκοπούσε να προστατευθούν οι περιουσίες των κατοίκων καθώς είχαν πληροφορίες ότι οι Γερμανοί θα πήγαιναν να αρπάξουν όλα τους τα ζώα. Επίσης υποστήριξε ότι όταν έφθασαν οι άντρες του Σούμπερτ στο χωριό η ομάδα του τους χτύπησε για να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους κατοίκους ώστε να προλάβουν να απομακρυνθούν. Τέλος ανέφερε ότι φεύγοντας πήραν μαζί τους τους περισσότερους από τους κατοίκους και ότι λίγοι έμειναν πίσω πιστεύοντας ότι δε θα τους πειράξουν οι Γερμανοί. Τα ίδια υποστήριξε και ο Καζάκος και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν είπε στους κατοίκους να μη φύγουν. Πάντως σύμφωνα με την εφημερίδα Νέα Αλήθεια, ο Καζάκος φέρεται να είπε στους κατοίκους, μετά την επίθεση στα αυτοκίνητα του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, όταν εκείνοι τον ρώτησαν αν έπρεπε να φύγουν: “Δεν πρέπει να φοβάστε πια. Εδώ τώρα είναι ελεύθερη Ελλάδα και κανένας Γερμανός δεν πρόκειται να βάλει το πόδι του ποτέ. Θά ‘ρθει μάλιστα από ώρα σε ώρα και 12 χιλιάδες στρατός”. Ο επονίτης Γιώργος Φαρσακίδης που είναι ο μοναδικός επιζών από την ομάδα που συμμετείχε στην ενέδρα και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε συμβολή του στην διελεύκανση πλήθους κρίσιμων ερωτημάτων θα μπορούσε να αποβεί επίκαιρη αλλά και βαρυσήμαντη, έγραψε και μίλησε για το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη και στο παρελθόν αλλά και στο τελευταίο σύγγραμμα του «Μια απαίσχυντη συμφωνία και το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη» (Θεσσαλονίκη 2011). Μερικά σημεία των όσων καταθέτει επεξηγούνται καλύτερα στη συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος. Η αποψή του γενικώτερα, σύμφωνη πάντα με την πάγια τακτική του ΚΚΕ, ήταν ότι οι ναζί είχαν προσχεδιασμένη την ενέργεια στο Χορτιάτη και δεν αποτέλεσε προϊόν αντιποίνων των Γερμανών. Τις απόψεις του στηρίζει σε δύο αίολα επιχειρήματα. Το πρώτο επιχείρημα του Φαρσακίδη ότι «ο Χορτιάτης ήταν σημαντικός σταθμός αντίστασης [...] και κομβικό σημείο για τους Γερμανούς» στερείται ερεισμάτων στις πηγές. Αντίθετα, οι μαρτυρίες στη διάθεση του ερευνητή συντείνουν σε ένα γενικά παραδεκτό συμπέρασμα ότι ο Χορτιάτης, αν και ορεινό χωριό, λόγω της γειτνίασής του με την ανατολική ζώνη ασφαλείας Θεσσαλονίκης, καλλιέργησε γενικά καλές σχέσεις με τις γερμανικές αρχές, οι οποίες για λόγους ασφάλειας φρόντισαν το χωριό να τελεί υπό την επιτήρηση και τον έλεγχο της Ομάδας Στρατού Ε. Επιπλέον, για να μην καταστεί βάση αντίστασης και εφοδιασμού, γερμανικά στρατιωτικά τμήματα κατά τους εαρινούς και θερινούς μήνες του 1943 και 1944 εγκαταστάθηκαν στο δημοτικό σχολείο και έτσι διασφάλισαν το χωριό και την άμεση περιοχή του από διελεύσεις, στρατωνισμούς, και επιδρομές ανταρτικών ομάδων. Γι’ αυτό μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ο Χορτιάτης δεν έδωσε αφορμή να γίνει στόχος τρομοκράτησης ή αντιποίνων από τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων πίστευε ότι οι Γερμανοί δεν είχαν λόγο να βλάψουν το χωριό τους. Το δεύτερο «επιχείρημά» του Επονίτη στηρίζεται πάνω σε δυο χρονικά όρια που καθορίζονται σε μια προσωπική αφήγηση που έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις υπάρχουσες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες. Πολύ συνοπτικά το πρωί και μάλιστα στις 10.00 έγινε προσβολή του ενός αυτοκίνητου «που είχε να κάνει μόνο με Έλληνες» και στις 12.00 έγινε προσβολή του Γερμανικού που αποτελούσε και τον προπομπό της Γερμανικής φάλαγγας που ερχόταν να προσβάλλει το χωριό. Οι ώρες αντίδρασης των Γερμανών κουτσουρεύτηκαν στη μια ώρα στο τελευταίο σύγγραμμα του Επονίτη για να διαφανεί ότι οι Γερμανοί δεν προλάβαιναν στο χρόνο αυτό να οργανώσουν τέτοια φάλαγγα και να συγκεντρώσουν τόσο προσωπικό, άρα ήταν προσχεδιασμένο. Οι Γερμανοί όμως και οι συνεργάτες τους του Ασβεστοχωρίου δεν χρειάζονταν ούτε καν δυο ώρες για να ανέβουν στο διπλανό Χορτιάτη. Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα έρχεται κάθε χρόνο να μας θυμίσει ότι η "εθνική συμφιλίωση" δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω σε ιστορικές ανακρίβειες και τον βιασμό της ιστορικής αλήθειας, ούτε να επιτευχθεί με μονομερείς παραχωρήσεις από τη μια πλευρά. ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΟΣΩΝ έπεσαν ηρωικά για την Πατρίδα και την ελευθερία!

Δεν υπάρχουν σχόλια: