Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Ελληνική Ιστορία, εμφύλιος 13.

Δεκεμβριανά, 1944

«Τότε ήμουν ένα στελεχάκι της βάσης, που δεν είχε την πληροφόρηση, καί στα μάτια μου όλοι αυτοί παρουσιάζονταν γιγάντιοι.
Και αργότερα είδα ότι όλοι αυτοί ήταν περιτρίμματα. Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο, θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό της Παιδείας τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον ανεκδιήγητο άνθρωπο, τον Βλαντά.
Ανθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν. Κι όμως εκείνη την εποχή, σας επαναλαμβάνω, τους έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς σαν γίγαντες.»
Λεωνίδας Κύρκος, Πρώην Πρόεδρος του ΚΚΕ εσ.

Οκτώβριος 1944. Σήμανε η άγια ώρα της εθνικής απελευθερώσεως. Οι καμπάνες από τή μία άκρη στην άλλη τραγουδούσαν τό τραγούδι της ελευθερίας. Λαός καί κλήρος μέ δοξολογίες σέ όλες τις μητροπόλεις ευχαριστούσαν τον Θεό της Ελλάδος, γιά τήν απαλλαγή από τούς βαρβάρους καί γιά τή νίκη των συμμάχων Ρώσων, Αμερικάνων, Βρετανών, Καναδών καί όλων των υπολοίπων. Η Ελλάδα ήταν όμως βυθισμένη στο αίμα, που έχυσαν οι κατακτητές αλλά και που έχυσε αφθονότερο ο ΕΛΑΣ, επιτιθέμενος εναντίον όλων των άλλων ελληνικών δυνάμεων Εθνικής Αντιστάσεως. Τονίζω ότι όλες τίς αντίπαλες ομάδες το ΚΚΕ, τίς είχε χαρακτηρίσει προδοτικές ακόμα και την ΠΕΑΝ πού τίναξε στόν αέρα όλους τους Ελληνες Ναζί, ακόμα καί τόν αντιβασιλικό Ψαρρό, ακόμα καί τόν Σαράφη, φυσικά πρίν ο τελευταίος ενταχθεί στή δύναμη του ΕΛΑΣ. Ολους τους ιδεολογικούς αντιπάλους, τούς χαρακτήριζε «αντίδραση» καί «φασίστες». (Μά τό ίδιο ακριβώς δέν κάνει καί σήμερα; Ισως τελικά σέ αυτή τή χώρα, τό να σε αποκαλούν φασίστα, νά αποτελεί τίλτο τιμής).
Επομένως όταν οι τότε διεθνιστές της Αριστεράς απειλούσαν μέ θάνατο τούς φασίστες εννοούσαν θάνατο σέ όλους τούς άλλους. Ετσι, η ώρα της απελευθερώσεως αντίθετα από τίς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σήμανε καί την απαρχή μιας νέας ελληνικής τραγωδίας. Για τήν Αριστερά έφτασε η στιγμή για την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ελλάδος. (Ανατριχιάζω μόνο μέ τή σκέψη. Τώρα θά ήμουν μετανάστης καί θά έσκαβα τους δρόμους σέ καμμία Ολλανδία, η γυναίκα μου θά έκανε πεζοδρόμιο σέ καμμία Γαλλία καί ο πατέρας μου θά είχε εξαφανισθεί σέ κάποιο γκουλάγκ της Σιβηρίας). Ηδη σέ όλες τίς βαλκανικές χώρες ο κομμουνισμός είχε έπιβληθεί. Ο Τίτο ήλεγχε την Γιουγκοσλαβία, ο Εμβέρ Χότζα την Αλβανία, ο Γκεωργίου Ντεζ την Ρουμανία, ο Γκεώργκι Δημητρώφ την Βουλγαρία. Τό ΚΚΕ, που ήλεγχε φανερά πλέον τον ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ, την ΟΠΛΑ, την ΕΠΟΝ, δέν έκρυβε τούς σκοπούς πού είχε προαποφασίσει:
«Ιδρυτική διακήρυξή της ΕΑΜ, (2 Σεπτεμβρίου 1942)
Η κατοχύρωσις τον κυριαρχικού τούτου δικαιώματος του Ελληνικού Λαού όπως αποφανθή περί τον τρόπον της διακυβερνήσεώς του, από πάσαν αντιδραστικήν απόπειραν (…) και η εκμηδένισις δι’ όλων των μέσων του ΕΑΜ και των οργάνων, που το αποτελούν, πάσης τοιαύτης αποπείρας».
Σύμφωνα μέ τό Νικόλαο Μέρτζο, η 8η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Ιανουάριος 1942), διεκήρυξε ότι: «Το Κόμμα μας σχετικά με το εσωτερικό καθεστώς, που πρέπει να επικρατήσει ύστερα απ’ την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές, αγωνίζεται για την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας».
Ο Γιάννης Ιωαννίδης, οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ που μαζί με το Γ. Σιάντο καθοδηγούσε το Κόμμα στην περίοδο 1942 – 1945, αναφέρει ότι η απόφαση για την σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τους Άγγλους είχε ληφθή από το Πολιτικό Γραφείο σε απόρρητη συνεδρίασή του πολύ πριν απελευθερωθή η Αθήνα. Πολλά χρόνια αργότερα ομολογεί για τα Δεκεμβριανά: «Υπήρχε και απόφαση του Πολιτικού Γραφείου ότι θα πάμε εκεί (σε σύγκρουση) αν δε βρούμε άλλη λύση.(…) Η άποψη ότι θα συγκρουστούμε με τους εγγλέζους είναι παλιά, είναι απόφαση του Πολιτικού Γραφείου όταν ακόμα εγώ βρισκόμουν στην Αθήνα. Το Πολιτικό Γραφείο σαν όργανο όταν έλεγε τέτοιο πράγμα δεν είχε αμφιβολία γι’ αυτό. Ο Σιάντος ήξερε αυτό το πράγμα, ότι τραβάμε για σύγκρουση με τους εγγλέζους, μετά τη συνεδρίαση αυτή. Άρα στο μυαλό του ήταν αυτό ότι θα χτυπηθούμε με τους εγγλέζους». Ο στρατιωτικός επιτελικός εγκέφαλος του ΚΚΕ Θόδωρος Μακρίδης, που είχε τοποθετηθή Επιτελάρχης του ΕΛΑΣ, σε έκθεσή του προς το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ αναφέρει, μετά τα Δεκεμβριανά, ότι η σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τις άλλες ελληνικές δυνάμεις και τους Άγγλους είχε συζητηθή στο Στρατηγείο του ΕΛΑΣ Λαμίας με τον Άρη Βελουχιώτη. Αναφέρει: «Την 9/11/44 κατά ιδιαιτέραν συνομιλίαν του γράφοντος με τον Άρην καθ’ ην συνεζητήθη το ενδεχόμενον (καθιστάμενον πιθανόν κατόπιν άρθρου τον Ευα. Κουλουμβάκη εις την εφημερίδα «Πολιτικός») ενόπλου συρράξεως μεταξύ ΕΛΑΣ και Ελληνικών αντιδραστικών δυνάμεων συνεπικουρουμένου των υπό τον αντιστράτηγον Σκόμπι Βρετανικών τοιούτων, ο γράφων διεπίστωσεν ότι ο Άρης κρίνει ισοβαρή τα δύο πιθανά επίκεντρα αγώνος Αττικής και Ηπείρου, πιθανώς παρασυρόμενος από συναίσθημά τι μίσους προς τον Ζέρβαν προερχόμενον εκ του ότι αυτός διηύθυνε κατά το παρελθόν τας κατά του ΕΔΕΣ επιχειρήσεις καθ’ ας τα τμήματα του ΕΛΑΣ υπέστησαν πολλάς ταλαιπωρίας».
Στις 10 Νοεμβρίου 1944, ένα μήνα πριν ξεσπάσουν τα Δεκεμβριανά, ο Μακρίδης (Έκτορας) στέλνει στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ στην Αθήνα, από την Λαμία, το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Το εσωτερικόν Ελληνικόν Πρόβλημα θα λυθή αναγκαστικώς προ του πέρατος του πολέμου. Η λύσις θα είναι βιαία και όχι κοινοβουλευτική. Η Ελληνική αντίδρασις θα επιχειρήση πραξικόπημα κατά Δεκέμβριον 1944 ή Ιανουάριον 1945. Είναι λίαν ενδεχομένη Βρεταννική ένοπλος επέμβασις. Παρά ταύτην όμως δυνατότατον ευνοϊκόν υπέρ ημών εάν αποφευχθώσι τα μέχρι τούδε γενεσιουργά αίτια τακτικής αδυναμίας του ΕΛΑΣ». Οι κομμουνιστές δεν έκρυψαν ποτέ τα χαρτιά τους.
Ενώ η Δεξιά υποστηρίζει ότι τά Δεκεμβριανά ήταν προσχεδιασμένα γιά να καταλάβει το ΚΚΕ την εξουσία, κατά παράβαση των συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας, η Αριστερά υποστηρίζει ότι «Η εμμονή των Εγγλέζων και της ντόπιας αντίδρασης για μονομερή και πάση θυσία αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος δεν άφησε κανένα περιθώριο συμβιβασμού πάνω στο στρατιωτικό ζήτημα. Έτσι, επήλθε κυβερνητική κρίση, αποκορύφωμα της οποίας ήταν η παραίτηση από την κυβέρνηση των ΕΑΜιτών υπουργών στη 1 προς 2 Δεκέμβρη του 1944. Αλλά δεν ήταν μόνο η αδιαλλαξία των αντιπάλων του ΕΑΜ που έσπρωξε ως εκεί τα πράγματα. Ήταν και η στάση των Βρετανών, που συμπεριφέρονταν σα να βρίσκονταν σε μία από τις αποικίες τους. Μια συμπεριφορά στην οποία ανταποκρίνονταν δουλικά οι εκπρόσωποι της ντόπιας ολιγαρχίας».
Σύμφωνα μέ τόν Τάκη Λαζαρίδη, ο Γεώργιος Παπανδρέου επέμενε στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, δεν δεχότανε όμως την ταυτόχρονη διάλυση του Ιερού Λόχου και της Ορεινής Ταξιαρχίας, που επίμονα ζητούσε η Αριστερά. Έπειτα από πολύμοχθες διαπραγματεύσεις, οι Εαμικοί υπουργοί πρότειναν με τον Ζεύγο ένα συμβιβαστικό σχέδιο: Να διατηρηθούν η Ορεινή Ταξιαρχία, ο Ιερός Λόχος και ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μία μονάδα του ΕΛΑΣ ίση σε αριθμό και δύναμη πυρός με το άθροισμα και των τριών αυτών σωμάτων. Ο Παπανδρέου συμφώνησε αμέσως και κάλεσε μάλιστα για την επομένη το υπουργικό συμβούλιο, προκειμένου να υπογραφεί η συμφωνία. Και ενώ όλα έδειχναν πως η κρίση εκτονώνεται, σημειώνεται δραματική υποτροπή. Ο Ζεύγος, αφού πρώτα παρεκάλεσε να ματαιωθεί η σύγκληση του υπουργικού συμβουλίου, παρουσιάζεται στον Γ. Παπανδρέου και ανακαλώντας την πρόταση που ο ίδιος είχε κάνει, ΘΕΤΕΙ ΝΕΟΥΣ ΟΡΟΥΣ, αξιώνοντας ειδικότερα τον ταυτόχρονο αφοπλισμό όλων ανεξαιρέτως των ενόπλων σωμάτων. Αναφερόμενος στην επίσκεψη του Γιάννη Ζεύγου στο σπίτι του το απόγευμα της Τρίτης 28 Νοεμβρίου 1944, ο Γ. Παπανδρέου γράφει, (Από το βιβλίο «Η ζωή του Γ. Παπανδρέου», σελ. 257):
«Ο Ζεύγος ετέλει υπό το κράτος μεγάλης νευρικότητος. Μου εδήλωσεν ότι το Κομμουνιστικόν Κόμμα δεν αποδέχεται πλέον την συμφωνίαν την οποίαν αυτός ο ίδιος είχε εγχειρίσει την προηγουμένην, και ότι θέτει νέους όρους προς αποδοχήν, μεταξύ των οποίων την ταυτόχρονον διάλυσιν της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, την άμεσον καθιέρωσιν συνοπτικής διαδικασίας δια τους δοσιλόγους, την υποχρεωτικήν έκδοσιν των δικαστικών αποφάσεων προ της 10ης Δεκεμβρίου κ.λπ. Κατάπληκτος του εδήλωσα ότι πρόκειται περί πλήρους υπαναχωρήσεως και ότι η Κυβέρνησις δεν δύναται να αποδεχθή τους νέους όρους αλλά εμμένει εις την γενομένην συμφωνίαν. Ο Ζεύγος τότε εις κατάστασιν εξάψεως έσπευσε να φύγη, χωρίς καν να με αποχαιρετήση. Απεκόμισα την εντύπωσιν, καθώς ανεκοίνωσα έπειτα εις το Υπουργικόν Συμβούλιον, ότι ο Ζεύγος είχεν αποστολή με την εντολήν να επιφέρη οπωσδήποτε την ρήξιν».
Παρακάτω παραθέτω απόσπασμα του Β. Μαθιόπουλου, «Η Ελληνική Αντίσταση και οι Σύμμαχοι»:
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, λέει μεταξύ άλλων: «Στις 27 Νοεμβρίου, πρότειναν οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, αντί να αποστρατευθούν και να παραδώσουν τα όπλα στις 10 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ και ο Ζέρβας, να διατηρηθεί μια μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ ισοδύναμη με το άθροισμα της Γ’ Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ιερού Λόχου και ενός τμήματος του Ζέρβα. Ο Γ. Παπανδρέου το δέχθηκε αμέσως και ύστερα το δεχθήκαμε ανεπιφύλακτα και όλοι οι άλλοι υπουργοί. Δεν πέρασαν εικοσιτέσσερις ώρες και το ΚΚΕ υπαναχώρησε. Στις 28 Νοεμβρίου, στις 6 το απόγευμα, ο Ζεύγος, αφού είχε παρακαλέσει τηλεφωνικώς να αναβληθεί το υπουργικό συμβούλιο που είχε ορισθεί για την υπογραφή της βαρυσήμαντης αυτής συμφωνίας, έφτασε στο σπίτι του Γ. Παπανδρέου και αξίωσε, ήμουν παρών στη συνάντηση αυτή, να διαλυθούν, έκτος από τον ΕΛΑΣ και τις δυνάμεις του Ζέρβα, η Γ’ Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος. Ο Γ. Παπανδρέου απέκρουσε αμέσως τη νέα αυτή αξίωση. Συμφώνησα κι εγώ ενώπιον του Ζεύγου μαζί του. Είχαμε δεχθεί να τιμηθεί ο ΕΛΑΣ σε βαθμό ισοδύναμο προς τον βαθμό της τιμής που θα απονεμόταν σε όλες τις άλλες ένοπλες δυνάμεις του Έθνους μαζί. Τι περισσότερο μπορούσαμε να κάνουμε; Μπορεί να ήθελε ο Τσόρτσιλ, ιδιαίτερα μετά την διάσκεψη της Μόσχας, 10-20 Οκτώβρη 1944, να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην Ελλάδα με δυναμική αναμέτρηση προς το ΚΚΕ και τον ΕΛΑΣ. Αλλά μπορώ να βεβαιώσω ότι δεν το θέλαμε αυτό ο Γ. Παπανδρέου και οι τότε στενοί συνεργάτες του, και ότι επιθυμούσαμε τη συμφιλίωση και όχι τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν ξέρω αν ο σκληρός πυρήνας του ΚΚΕ επιθυμούσε το ίδιο. Αν το επιθυμούσε, δεν θα μας έφερνε μπροστά στα διλήμματα που οι διάφορες υπαναχωρήσεις του εδημιούργησαν στο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου».
Πάλι ο Τάκης Λαζαρίδης, σύντροφος όλων των πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου αποκαλύπτει:
Αλλά ότι επρόκειτο για πλήρη υπαναχώρηση το δέχεται και η «άλλη πλευρά του λόφου». Τόσο ο Αλ. Σβώλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΜΑΧΗ» στις 5.12.45 όσο και ο δημοσιογράφος και πρώην βουλευτής της Αριστεράς Π. Παρασκευόπουλος σε μια διεξοδική ανάλυση του θέματος (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9, 16 και 23 Γενάρη 1985), ενώ επιρρίπτουν μέρος της ευθύνης και στον Γεώργιο Παπανδρέου γιατί απέρριψε την πρόταση η νέα υπό συγκρότηση μονάδα να είναι ενιαία και με ενιαία διοίκηση, δέχονται τελικά ότι η ευθύνη για την υπαναχώρηση βαρύνει την ηγεσία του ΚΚΕ. Γράφει ο Π. Παρασκευόπουλος: «Ανεξάρτητα από τις υπαναχωρήσεις της μίας ή της άλλης πλευράς, το βέβαιο είναι ότι ο Γιάννης Ζεύγος στις 28 Νοεμβρίου το απόγευμα που επισκέφθηκε τον Γεώργιο Παπανδρέου στο σπίτι του, του εδήλωσε ότι η μοναδική λύση είναι να διαλυθούν ταυτόχρονα ο ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ, η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος. Περιθώρια για νέες συζητήσεις και εξεύρεση άλλης λύσης δεν άφησε ο Ζεύγος στον Παπανδρέου εκείνο το απόγευμα…». Και παρακάτω: «Η ηγεσία του ΚΚΕ γνωρίζει πια ότι οι νέοι όροι που έθεσε ο Γιάννης Ζεύγος στον Γεώργιο Παπανδρέου σήμαιναν και αναπόφευκτη ένοπλη σύγκρουση. Ουσιαστικά η κομμουνιστική ηγεσία στις 28 Νοεμβρίου απεφάσισε να μην αποφύγει πλέον την σύγκρουση με τις κυβερνητικές και βρεταννικές ένοπλες δυνάμεις…».
Καί ο Christopher Montague Woodhouse, από τούς πρωταγωνιστές της ανατίναξης της γέφυρας στο Γοργοπόταμο, μέσα από τό έργο του «TO ΜΗΛΟ TΗΣ ΕΡΙΔΟΣ» συμφωνεί με τούς προηγούμενους:
Κάλεσε λοιπόν ο Παπανδρέου τα μέλη της ΠΕΕΑ να συντάξουν οι ίδιοι το σχέδιο διατάγματος. Το σχέδιο υποβλήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο και εγκρίθηκε, στις 28 Νοεμβρίου. Τα κυριότερα σημεία του ήταν τέσσερα:
Πρώτο, ο ΕΛΑΣ, το ΕΛΑΝ και ο ΕΔΕΣ έπρεπε ν’ αποστρατευθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου, με εξαίρεση μόνο μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ και μια ανάλογης δυνάμεως μονάδα του ΕΔΕΣ (για την οποία ούτε ο Ζέρβας ούτε ο αντιπρόσωπός του στην κυβέρνηση δεν είχαν διατυπώσει αξίωση).
Δεύτερο, οι στρατιωτικές δυνάμεις Μέσης Ανατολής έπρεπε ν’ αποστρατευθούν αμέσως με την επιστροφή τους στην Ελλάδα, εκτός από την «Ταξιαρχία Ρίμινι» και τον «Ιερό Λόχο».
Τρίτο, οι αποστρατευόμενοι θα παράδιναν τον οπλισμό τους.
Τέταρτο, η Χωροφυλακή και η Ε.Π. θα παράδιδαν την υπηρεσία τους στην Εθνοφυλακή -η οποία είχε αρχίσει να συγκροτείται και στην οποία θα κατατάσσονταν ένας αριθμός απ’ αυτούς- την 1 Δεκεμβρίου σε μερικά τμήματα της χώρας, στις 17 Δεκεμβρίου σε άλλα.
Ο Παπανδρέου έπεισε με δυσκολία τα άλλα μέλη της κυβερνήσεως ν’ αποδεχθούν το σχέδιο διατάγματος της ΠΕΕΑ. Την επομένη, όμως, τα ίδια τα μέλη της ΠΕΕΑ αρνήθηκαν να το υπογράψουν. Ο Ζέβγος, εξουσιοδοτημένος από τους συντρόφους του, υπέβαλε τροποποιημένο το σχέδιο. Οι κύριες διαφορές του με το προηγούμενο ήταν δυο: Πρώτο, ζητούσε να γίνει επίσης αποστράτευση της Ταξιαρχίας Ρίμινι και του Ιερού Λόχου. Δεύτερο, είχε απαλειφθεί σ’ αυτό η πρόβλεψη για παράδοση των όπλων. Δεν ζητούσε τη διατήρηση της Ε.Π. υπό τα όπλα, αν και αυτό ήταν προηγούμενα το κυριότερο σημείο διαφωνίας. Οι συνεργάτες του Παπανδρέου απέρριψαν τις τροπολογίες. Το υπουργικό συμβούλιο ποτέ πια δεν συνεδρίασε σε απαρτία.
Από τη στιγμή αυτή, η επανάσταση είχε αποφασισθεί. Δεν έμενε παρά να παρουσιασθεί η ευκαιρία για την έκρηξή της, που όλοι την έβλεπαν να επέρχεται. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που διατηρούσε κιόλας την έδρα ενός σώματος στρατού στην Αθήνα, υπό τον στρατηγό Μάντακα, μετακίνησε ενισχύσεις προς την πρωτεύουσα.
Παρακάτω ο αναγνώστης θά παρακολουθήσει τήν αφορμή γιά τά Δεκεμβριανά, καί όχι τήν αιτία, μέσα από τό πρίσμα των διεθνιστών καί του Ριζοσπάστη:
Το ξημέρωμα της Κυριακής, 3ης του Δεκέμβρη 1944, έβρισκε το βασανισμένο λαό της Αθήνας και του Πειραιά στο πόδι. Οι προετοιμασίες, για το μεγάλο συλλαλητήριο, που είχε καλέσει η ΚΕ του ΕΑΜ, για την ίδια μέρα στην πλατεία Συντάγματος, έχουν φτάσει στην τελική τους φάση. Άλλωστε, οι μέρες που είχαν προηγηθεί ήταν γεμάτες ένταση και όλοι συναισθάνονταν την κρισιμότητα των στιγμών.
Τη νύχτα της 30ής Νοέμβρη προς 1η Δεκέμβρη, μετά την ανακοίνωση – τελεσίγραφο του Γ. Παπανδρέου, πραγματοποιήθηκε ολονύχτια συνεδρίαση της ΚΕ του ΕΑΜ, η οποία συζήτησε τις εξελίξεις και αποφάσισε:
α. Να απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις των συμμάχων της Μ. Βρετανίας, της Σοβιετικής Ενωσης και των ΗΠΑ.
β. Να κηρυχτεί παλλαϊκή απεργία το Σάββατο, 2 του Δεκέμβρη
γ. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος στις 3/12, στις 11 το πρωί.
δ. Να ανασυγκροτηθεί η ΚΕ του ΕΛΑΣ
Την 1η Δεκέμβρη 1944 παραιτούνται από την κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας» οι ΕΑΜίτες υπουργοί Αλ. Σβώλος, Γ. Ζεύγος, Μ. Πορφυρογένης, Ν. Ασκούτσης, Ηλ. Τσιριμώκος και Α. Αγγελόπουλος, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαταγή μονομερούς αφοπλισμού του ΕΛΑΣ. Την ίδια στιγμή, πραγματοποιούνται μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις του λαού σ’ όλη την Ελλάδα, ενάντια στην κυβέρνηση Παπανδρέου και την αγγλική επέμβαση.
Στις 2 Δεκέμβρη 1944, η απεργία σημειώνει τεράστια επιτυχία. Τα πάντα στην Αθήνα και τον Πειραιά είναι κλειστά, φανερώνοντας ξεκάθαρα τη θέληση του λαού. Την ίδια, όμως, στιγμή αποβιβάζονται στο Φάληρο 6.000 Άγγλοι στρατιώτες και δύο φασιστικά, ελληνικά τάγματα από την Αίγυπτο. Το πρωί της ίδιας μέρας, η ΚΕ του ΕΑΜ ζητά και παίρνει από την κυβέρνηση άδεια για το συλλαλητήριο της Κυριακής. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, όμως, ο Γ. Παπανδρέου ανακαλεί την άδεια. Προφανώς, είτε για να δοκιμάσει την αντοχή και την αποφασιστικότητα του ΕΑΜ και του λαϊκού κινήματος, είτε για να βρει «πάτημα», για τα όσα ήδη σχεδίαζε μαζί, με τους Άγγλους, για την επόμενη μέρα.
3 Δεκέμβρη 1944: Το συλλαλητήριο ξεκινάει. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού πλημμυρίζουν τους δρόμους, που οδηγούν στο κέντρο της πρωτεύουσας και κατακλύζουν την πλατεία Συντάγματος και τη γύρω περιοχή. Τα συνθήματα «Όχι άλλη κατοχή», «Εθνικός Στρατός», «Λαοκρατία και όχι βασιλιά», «Παπανδρέου παραιτήσου» κυριαρχούν σ’ όλα τα χείλη. Ώρα 10.30` και ήδη, στην πλατεία Συντάγματος έχει συγκεντρωθεί αρκετός κόσμος. Οι μεγάλες, όμως, φάλαγγες των λαϊκών συνοικιών βρίσκονται ακόμη στο δρόμο.Προχωρούν με τάξη, ειρηνικά,
τραγουδώντας και φωνάζοντας συνθήματα, ανεμίζοντας τις τιμημένες σημαίες και τα λάβαρα του αγώνα. Η ώρα πλησιάζει 11 και καθώς, οι ανθρώπινοι χείμαρροι φτάνουν στην πλατεία Συντάγματος και γεμίζουν ασφυκτικά το χώρο μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, ρίχνονται εντελώς απροειδοποίητα και ύπουλα τα πρώτα δολοφονικά πυρά, από τα παλιά ανάκτορα και τη διεύθυνση της Αστυνομίας. Αιματηρός ο απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης: 21 νεκροί και 140 τραυματίες. Την ίδια ώρα δέχονται ανάλογη επίθεση οι φάλαγγες των διαδηλωτών, που προχωρούσαν από την οδό Ηρώδη του Αττικού προς την πλατεία Συντάγματος. Το βράδυ της ίδιας μέρας δολοφονούνται 7 αγωνιστές την ώρα που τοιχοκολλούν έντυπα του ΕΑΜ. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά, ο Άγγελος Έβερτ, διευθυντής της Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας εκείνη την κρίσιμη περίοδο και γνωστός για τη σχέση του με τους Εγγλέζους, ομολόγησε ότι έδωσε την εντολή της δολοφονικής επίθεσης στην πλατεία Συντάγματος (δηλώσεις σε εφημερίδα «Ακρόπολη» 3/12/1958).
Στις 4 Δεκέμβρη 1944 κηρύσσεται γενική απεργία σ’ όλη την Ελλάδα. Ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά οδηγεί τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Μέσα σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους, αλλά και αγωνιστικής αποφασιστικότητας, ο λαός απαιτεί την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Ένα τεράστιο πανό στην κεφαλή της πορείας γράφει: «ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ `Η ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ `Η ΤΑ ΟΠΛΑ». Όταν η πομπή φτάνει στο Σύνταγμα, οι διαδηλωτές γονατίζουν. Ορκίζονται στους νεκρούς και ψάλλουν το πένθιμο εμβατήριο. Στην επιστροφή από το νεκροταφείο τα πλήθη δέχονται και νέα, ένοπλη επίθεση από τους Χίτες. Άλλοι 40 νεκροί και 70 τραυματίες βάφουν με το αίμα τους, τους αθηναϊκούς δρόμους. Την άλλη μέρα και καθώς οι λαϊκές διαδηλώσεις συνεχίζονται, χτυπά και πάλι η Ασφάλεια, με τραγικό απολογισμό, ακόμη 30 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες.
Η καθηγήτρια βυζαντινολόγος ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ, στήν ηλικία των 17 ετών έζησε από κοντά τά Δεκεμβριανά, καί αφηγείται τά παρακάτω:
«Είμαι 17 χρόνων. Κατεβαίνω στο Σύνταγμα και ξέρω ότι έχουμε ελευθερωθεί. Γιατί; Γιατί στον αέρα μυρίζω το άρωμα του καπνού Players. Μήπως είχαν μοιράσει οι Αγγλοι τσιγάρα; Ακόμη έχω στο ρουθούνι μου το άρωμα εκείνου του καπνού. Από τότε και ως τις 18 Οκτωβρίου, που έρχεται ο Γεώργιος Παπανδρέου να μιλήσει στο Σύνταγμα, κάθε μέρα είμαι και σε μια διαδήλωση. Θυμάμαι τον Παπανδρέου να λέει «Λαοκρατία δεν είναι μόνον δικαίωμα ψήφου» και ο κόσμος από κάτω να ενθουσιάζεται και να φωνάζει «Λαοκρατία και όχι βασιλιάς». Δεν άκουσα, δεν κατάλαβα τι άλλο είχε πει τότε ο Παπανδρέου.
Από το ’43 είμαι στην ΕΠΟΝ. Οπως και τώρα, έμενα στον Βύρωνα. Με το όνομα «Νίκη» και με καθοδηγητή τον «Αλέξη» (κατά κόσμον Χρήστο Πασαλάρη) ανήκω στην ομάδα της γειτονιάς Βύρωνας – Παγκράτι – Καισαριανή. Καθημερινά προσπαθούμε να κατεβάσουμε κόσμο στις διαδηλώσεις. Εν τω μεταξύ έχει γίνει η κυβέρνηση, στην οποία μετέχουν και οι Εαμικοί… Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, στις 3, νομίζω, κατεβαίνουμε στη μεγάλη διαδήλωση. Γιατί; Γιατί μας αδικούν όλοι. Βρίσκομαι μπροστά στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», στη γωνία. Απέναντι είναι τα παλιά ανάκτορα, όπως τα λέγαμε τότε. H σημερινή Βουλή.
Στη στέγη βλέπω έλληνες αστυνομικούς να πυροβολούν. Πιάνω έναν εγγλέζο αξιωματικό που ήταν εκεί δίπλα μου (η «Μεγάλη Βρεταννία» ήταν το αρχηγείο τους) και του λέω, με τα λίγα αγγλικά που ήξερα:
- Τους βλέπετε αυτούς εκεί; Ηταν οι ίδιοι που χτυπούσαν και όταν κατεβαίναμε εναντίον των Γερμανών.
- Yes, Ι know.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντησή του.
Από το Σύνταγμα προχωράμε, όλη η διαδήλωση, προς την Ομόνοια. Εκεί έγινε ο μεγάλος σκοτωμός. Πυροβολισμοί ακούγονταν από παντού, έβγαιναν από τα ξενοδοχεία… H διαδήλωση είχε φρουρούς τού ΕΛΑΣ, οι οποίοι και άρχισαν να πυροβολούν προς τα πάνω, προς τα ξενοδοχεία. Εγινε σαματάς. Ολοι χτυπούσαν μεταξύ τους. Τη στιγμή όμως που οι Ελασίτες θα έμπαιναν εκεί από όπου έβγαιναν οι πυροβολισμοί (ένα ξενοδοχείο), φθάνουν οι Αγγλοι και τους εμποδίζουν.»
Στις 4 Δεκεμβρίου, περίπολοι του ΕΛΑΣ, εν στολή, εισήλθαν στις περιφερειακές συνοικίες των Αθηνών και του Πειραιά. Ο στρατηγός Σκόμπυ είχε ορισθή στρατιωτικός διοικητής κατόπιν ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ (συμφωνία της Καζέρτας), και είχε συνεπώς κάθε δικαίωμα γιά να αποκαταστήση την τάξη. Διέταξε λοιπόν τον ΕΛΑΣ να αποσύρη όλες τις ομάδες του, πριν από τα μεσάνυκτα της 6ης Δεκεμβρίου. Την επομένη το πρωί, από το Λονδίνο, ο Τσώρτσιλ του ανέθετε να καταλάβη την πρωτεύουσα. Το τηλεγράφημά του ήταν σκληρό και σαφές: «Μη διστάσετε να ενεργήσετε ως εάν ευρίσκεσθε σε κατακτηθείσα πόλη στην οποία εξεδηλώθη τοπική ανταρσία». Τσώρτσιλ και Στάλιν, δεδομένου ότι η εντολή για τα Δεκεμβριανά, πέρα από κάθε αμφιβολία είχε δοθεί ΚΑΙ από τόν Σοβιετικό ηγέτη, ήρθαν αντιμέτωποι …στήν άμοιρη πατρίδα μας.
Ο πάνοπλος καί πανέτοιμος ΕΛΑΣ μέσα σέ δύο μέρες κατέλαβε όλα τά αστυνομικά τμήματα Αθηνών καί Πειραιώς, ενώ ουσιαστικά ήλεγχε ολόκληρη την πρωτεύουσα μέ εξαίρεση τη Σχολή Χωροφυλακής στην οδό Μεσογείων, το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, τα Παλαιά Ανάκτορα, τον Εθνικό Κήπο, την Πλατεία Ρηγίλλης καί το Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Όλη η υπόλοιπη πόλη αποτελούσε πεδίο ελεύθερης δράσης του ΕΛΑΣ καί της ΟΠΛΑ, οι οποίες είχαν αποδοθεί σε μια γιγαντιαία προσπάθεια εξόντωσης κάθε «αντιδραστικού» καί κάθε «φασίστα» καί η οποία συνοδεύονταν όπως σέ όλη τή διάρκεια της κατοχής, από ένα όργιο τρομοκρατίας, εγκλημάτων καί μαρτυρίων. Αλοίμονο σέ όποιον έπεφτε ζωντανός στά χέρια των διεθνιστών.
Ο Σκόμπι είχε στη διάθεσή του ολιγάριθμα βρετανικά στρατεύματα, τήν ηρωϊκή «Ταξιαρχία του Ρίμινι», τόν «Ιερό λόχο» του Τσιγάντε (αδελφού του σκοτωμένου), τήν οργάνωση «Χ» του συνταγματάρχου Γρίβα (του μετέπειτα ήρωα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο), καί πρώην ταγματασφαλίτες. Σ’ αυτόν τον πόλεμο των δρόμων, ο ΕΛΑΣ είχε παντού την πρωτοβουλία, έκανε οδοφράγματα, ανατίναζε κτίρια, καί γενικά οι μαχητές του έδειξαν τέτοιο πείσμα που λίγοι από αυτούς έδειξαν εναντίον των Γερμανών, όπως γράφει καί ο Ευάγγελος Αβέρωφ, στό βιβλίο του «Φωτιά καί Τσεκούρι». Στις 11 Δεκεμβρίου, ο στρατάρχης Αλεξάντερ ήλθε ο ίδιος στην Αθήνα καί το τεθωρακισμένο αυτοκίνητο που τον μετέφερε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», χτυπήθηκε από οβίδα. Ο Αλεξάντερ διέταξε τη μεταφορά στην Αττική μιας βρετανικής μεραρχίας, η οποία εκείνη την ώρα βρισκόταν καθ’ οδόν προς το ιταλικό μέτωπο. Η απάντηση του ΕΛΑΣ ήταν νά καταλάβει καί άλλα κτίρια καί εν αναμονή περισσοτέρων ενισχύσεων συνέχισε τίς επιθέσεις. Δεν πραγματοποιήθηκαν όμως σημαντικές ανατροπές αφού τά σημεία πού υπερασπίσθηκαν οι εθνικόφρονες μαχητές κράτησαν.
Στις 13 Δεκεμβρίου, όμως, έφθασε στην Αθήνα ο στρατηγός Πλαστήρας (Καρά Σεϊτάν), που ήταν αυτοεξόριστος στη Γαλλία. Στον ολοένα πιο στενό κύκλο της πρωτεύουσας που έμεινε ακόμα ελεύθερος, άρχισε να συζητείται η ιδέα ν’ ανατεθεί σ’ αυτόν η πρωθυπουργία, με αντιβασιλέα τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Δαμασκηνό. Τήν 18η Δεκεμβρίου, υπέστησαν επίθεση οι Φυλακές Αβέρωφ, όπου είχαν οχυρωθεί κυβερνητικά τμήματα και όπου εκρατούντο τόσο αριστεροί όσο καί δοσίλογοι της κατοχής, μεταξύ των οποίων καί ο Ράλλης, ο τελευταίος κατοχικός Πρωθυπουργός. Τά τείχη της φυλακής κατέρευσαν καί οι περισσότεροι κρατούμενοι κατόρθωσαν να φύγουν. Ενα ακόμα δυσάρεστο ζήτημα ήταν η τύχη των αιχμαλώτων πού βρίσκοταν στά χέρια του ΕΛΑΣ καί της ΟΠΛΑ. Στην καρδιά του χειμώνα, τους οδηγούσαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, στα βόρεια της Αττικής. Οδηγούσαν εκεί κατά χιλιάδες και τους ομήρους εθνικόφρονες άνδρες και γυναίκες. Οι περισσότεροι από αυτούς δολοφονούνταν εν ψυχρώ.
Οι σφοδρότερες μάχες έγιναν στό σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών πού βρισκόταν στην συνοικία Μακρυγιάννη, κάτω από τον Βράχο της Ακρόπολης. Η συνοικία έφερε το όνομα του ηρωικού αγωνιστή της Επαναστάσεως του 1821 Ιωάννη Μακρυγιάννη, καθώς εκεί βρισκόταν κάποτε το σπίτι του. Η δύναμη του Συντάγματος στις αρχές Δεκεμβρίου ήταν 88 αξιωματικοί και 429 χωροφύλακες ενώ ο οπλισμός τους αποτελείτο από ιταλικά ντουφέκια, 3 ατομικούς ολμίσκους, 1 βαρύ πολυβόλο Μπρέντα και ένα τεθωρακισμένο όχημα. Διοικητής ήταν ο Συνταγματάρχης Γεώργιου Σαμουήλ. Στις 5 Δεκεμβρίου, οι άνδρες του Συντάγματος άκουγαν τους θορύβους των μαχών που είχαν ξεσπάσει στα διάφορα αστυνομικά τμήματα των Αθηνών. Μόλις σουρούπωσε, εμφανίσθηκαν οι ανιχνευτές μιας τεράστιας δύναμης ΕΛΑΣιτών η οποία αποτελείτο από δυο συντάγματα του ΕΛΑΣ με βαρύ οπλισμό, καθώς και από εφεδρικά τμήματα. Στις 05.00, της 6ης Δεκεμβρίου, αντήχησαν οι καμπάνες των εκκλησιών στις γύρω συνοικίες, καί αυτό ήταν το σύνθημα για την πρώτη γενική επίθεση των κομμουνιστών. Ακολούθησε καταιγισμός από πυρά αυτόματων όπλων και τουφεκίων, εκρήξεων χειροβομβίδων, ομαδικών βολών όλμων και πυροβόλων. Ιδιαίτερα καταστρεπτικά ήταν τα πυρά από τα ορειβατικά πυροβόλα πού βρίσκονταν στους λόφους Αρδήττου και Φιλοπάππου και που χειρίζονταν έμπειροι Γερμανοί λιποτάκτες. Κύριο στόχο των ελασιτών απετέλεσε το 7ο Φυλάκιο πού τό υπερασπίζονταν 22 άνδρες, μέ διοικητή το Μοίραρχο Παπακώστα. Υστερα από άνιση μάχη εναντίον εκατοντάδων συμμοριτών ο Παπακώστας και ο Ταγματάρχης Ντούνης τραυματίσθηκαν, ενώ ο χωροφύλακας Γρυπαίος καταπλακώθηκε από ερείπια. Τό μεσημέρι ελασίτες εισήλθαν στό φυλάκιο. Στην σκάλα του δευτέρου ορόφου εδόθη μάχη σώμα με σώμα μεταξύ των χωροφυλάκων και των συμμοριτών, αρκετοί από τους οποίους έπεσαν μαχαιρωμένοι, καθώς μόνο οι ξιφολόγχες είχαν απομείνει στους περισσότερους υπερασπιστές. Τελικά οι αμυνόμενοι συνελήφθησαν ζωντανοί, εκτός τριών που κατόρθωσαν και διέφυγαν. Οι αιχμάλωτοι ξεγυμνώθηκαν και περιφέρθηκαν στις παρακείμενες οδούς υφιστάμενοι κτυπήματα από κοντάκια όπλων και ρόπαλα, χαστουκιά, κλωτσιές και μαχαιριές από έναν αφηνιασμένο όχλο. Ολόκληρη την νύκτα της 6ης προς 7ης Δεκεμβρίου βασανίσθηκαν και τελικά οδηγήθηκαν σε μακρινές χαράδρες όπου τους έβγαλαν τα μάτια, τους έκοψαν τα αυτιά, τις μύτες και τις γλώσσες. Σε αυτή την κατάσταση οι διεθνιστές αντάρτες εκτέλεσαν τους εθνικιστές μαχητές.
Μετά το 7ο σειρά είχαν τα 5ο και 6ο Φυλάκια τα οποία κάλυπταν επίσης τις νότιες προσβάσεις των στρατώνων. Σύντομα σκοτώθηκαν ο Ανθυπομοίραρχος Ψαρρός, ο Ανθυπασπιστής Παπασπυρόπουλος και 5 χωροφύλακες ενώ οι υπόλοιποι τραυματίσθηκαν. Ο Μοίραρχος Κοντάκος, διοικητής του φυλακίου, μετέφερε τον ετοιμοθάνατο Ενωμοτάρχη Παπαδάκη σε έναν αντικρινό φούρνο όπου τον άφησε σε δύο Άγγλους στρατιώτες να τον φροντίσουν. Τελικά, όταν συνελήφθησαν και οι τρεις από τους ΕΛΑΣίτες, ο Παπαδάκης εκτελέσθηκε. Οι υπόλοιποι τραυματίες των δυο φυλακίων αποφάσισαν να κάνουν μια απελπισμένη έξοδο η οποία τελικά επέτυχε και οι χωροφύλακες έφθασαν ασφαλείς στον περίβολο του Συντάγματος. Έως τό απόγευμα όλα τα εξωτερικά φυλάκια της νότιας και δυτικής πλευράς είχαν καταληφθεί.
Αντίθετα, ο βόρειος τομέας του Συντάγματος, κράτησε. Το πολυβόλο Μπρέντα, στά χέρια του ανθυπασπιστή Σακκελάρη, θέρισε τους επιτιθέμενους αντάρτες οι οποίοι πανικόβλητοι έτρεξαν να βρουν κάλυψη. Την ίδια περίπου ώρα, πενήντα περίπου αντάρτες, ανέβηκαν στο καταληφθέν 5ο Φυλάκιο και μετέφεραν μεγάλη ποσότητα βενζίνης σε δοχεία και μπουκάλια με σκοπό να τα εκσφενδονίσουν και να ξεκινήσουν πυρκαγιά μέσα στο στρατόπεδο. Τρεις όμως χωροφύλακες, ο Ενωμοτάρχης Χ. Ρετσίνας και οι Υπενωμοτάρχες Ι. Λαμπρόπουλος και Δ. Στρατιδάκης, γάζωναν συνεχώς τό 5ο φυλάκιο καί ξαφνικά μια τεράστια έκρηξη ακούσθηκε και ένα πύρινο μανιτάρι ξεπήδησε από το 5ο Φυλάκιο καθώς οι εκρήξεις των οβίδων ανάφλεξαν τις βενζίνες των κομμουνιστών. Η σκηνή που ακολούθησε ήταν φρικτή, καθώς οι ελασίτες περικυκλώθηκαν από τίς φλόγες καί κάηκαν ζωντανοί. Το θέαμα των καιομένων ανταρτών, έριξε κατακόρυφα το ηθικό των διεθνιστών και αντίθετα ανύψωσε αυτό των υπερασπιστών του Μακρυγιάννη.
Τις δύο επόμενες ημέρες οι συμμορίτες συνέχισαν τούς βομβαρδισμούς και τίς ανατινάξεις τμημάτων της περιβόλου. Στις 9 Δεκεμβρίου, κατέφθασαν 500 γενειοφόροι μαυροσκούφηδες του «καπετάν» Γρίβα, οι οποίοι εθεωρούντο από τούς αντιπάλους τους τρομεροί βασανιστές. Η ανταρτική αυτή δύναμη παρέλασε έφιππη στις γειτονιές της περιοχής επιδεικνύοντας μεγάλα μαχαίρια με τα οποία θα κατάσφαζαν «τους εχθρούς του λαού». Τήν επομένη εκδηλώθηκε γενική επίθεση των ανταρτών μέ τούς μαυροσκούφηδες νά ηγούνται των υπολοίπων, αλλά καί αυτή είχε τήν τύχη των υπολοίπων. Δεκάδες πτώματα καί τραυματίες πού βογκούσαν σκέπασαν τό προαύλιο του στρατοπέδου. Στίς 11 Δεκεμβρίου έληξε η μάχη του Μακρυγιάννη, αφού οι καπετάνιοι του ΕΛΑΣ, διέταξαν υποχώρηση. Στό πεδίο της μάχης είχαν αφήσει εκατοντάδες νεκρούς συντρόφους τους καί άλλους τόσους βαριά τραυματισμένους.
Στίς 20 Δεκεμβρίου, ο Σκόμπυ πέρασε στην αντεπίθεση. Τα στρατεύματά του, μέ τήν υποστήριξη της Βασιλικής Βρετανικής Αεροπορίας (RAF), πυροβολικού, καί αρμάτων μάχης, προώθησαν περαιτέρω τίς θέσεις τους. Ο στρατηγός του ΕΛΑΣ, Μάντακας προσπαθούσε να καλύψει τα κενά, αλλά μάταια. Οι καλύτερες μονάδες του έλειπαν. Βρίσκονταν στήν …Ηπειρο καί κυνηγούσαν τόν Ζέρβα. Το ηθικό των κομμουνιστών κλονιζόταν λόγω των σημαντικών απωλειών. Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
Συνοδευόμενος από τον Anthony Eden, τον Harold Macmillan και τον Στρατάρχη Αλεξάντερ, ο Churchill ήλθε ο ίδιος στην πυρπολουμένη πρωτεύουσα στις 24 Δεκεμβρίου, παραμονή Χριστουγέννων. Μάλιστα, εντελώς τυχαία, λόγω της επίσκεψης, βρετανική περίπολος έκανε έλεγχο της περιοχής, άνοιξε μια σιδερένια καταπακτή πού οδηγούσε σε κεντρική υπόνομο καί βρήκε εκρηκτικά τά οποία μπορούσαν νά τινάξουν το ξενοδοχείο στόν αέρα. Ο ΕΛΑΣ έχασε την ευκαιρία νά καταλάβει με αυτόν τόν τρόπο το κέντρο της πόλεως, που θα είχε παραλύσει λόγω της φοβερής έκρηξης που θά γινόταν.
Ακολούθησε σύσκεψη στις 26 και 27 Δεκεμβρίου, που διακόπηκε χωρίς αποτέλεσμα ύστερα από δύο συνεδριάσεις. Στη σύσκεψη αυτή πήραν μέρος πέντε διαφορετικές ομάδες, υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Τις βρετανικές αρχές αντιπροσώπευαν οι Churchill, Eden, Macmillan, ο πρέσβης Λήπερ, ο αρχιστράτηγος Alexander και ο στρατηγός Σκόμπυ. Τον ελληνικό κόσμο αντιπροσώπευσαν την πρώτη μέρα οι Παπανδρέου, Σοφούλης, Καφαντάρης, Μάξιμος, Δραγούμης και Πλαστήρας, καί τη δεύτερη, προστέθηκαν οι Κανελλόπουλος, Μυλωνάς, Σοφιανόπουλος, Γονατάς, Αλεξανδρής, Περικλής Ράλλης, Στεφανόπουλος, Θεοτόκης και Τσαλδάρης, από τους οποίους οι πέντε πρώτοι ανήκαν στο φιλελεύθερο Κέντρο και οι τέσσερις τελευταίοι στους Λαϊκούς. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αντιπροσώπευσαν οι Σιάντος, Παρτσαλίδης και Μάντακας. Τον κόσμο των Συμμάχων, τέλος, αντιπροσώπευαν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ, ο Γάλλος αντιπρόσωπος και ο Ποπώφ, διοικητής της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής. Οι ξένοι αντιπρόσωποι αποχώρησαν καί έμειναν μόνοι τους οι Έλληνες πολιτικοί. Αν και αντιπροσώπευαν κατά το δυνατό όλες τις αντιλήψεις, πολύ λίγοι απ’ αυτούς είχαν συνέλθει από το πολιτικό κώμα, όπου ήταν βυθισμένοι από το 1936. Η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να υποβάλει νέους όρους ειρήνης, που για πρώτη φορά ήταν παράλογοι και σκόπιμα απαράδεκτοι. Ζητούσαν τις μισές περίπου έδρες στην κυβέρνηση, περιλαμβανομένων των υπουργείων Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και των υφυπουργείων Στρατιωτικών και Εξωτερικών, την αποστράτευση της Χωροφυλακής, της Ταξιαρχίας Ρίμινι, του Ιερού Λόχου και της νεοσύστατης Εθνοφυλακής, δημοψήφισμα για το πολιτειακό τον Φεβρουάριο και εκλογές για Συντακτική Βουλή τον Απρίλιο. Προκάλεσαν την αντίδραση που επεδίωκαν. Ο Πλαστήρας αρνήθηκε να συζητήσει τους όρους και οι Λαϊκοί εγκατέλειψαν την αίθουσα. Η διάσκεψη δεν κατέληξε σε καμιά απόφαση. Την επομένη, ο Αρχιεπίσκοπος ορκιζόταν ως Αντιβασιλεύς, ο Παπανδρέου παρητείτο, και ο Πλαστήρας σχημάτιζε Κυβέρνηση.
Το ηθικό των διεθνιστών κατέρρεε, οι ενισχύσεις που μετέφεραν από τις επαρχίες δεν έφθαναν καθόλου για να συμπληρώσουν τα κενά, και τα πυρομαχικά, είτε λόγω σπατάλης είτε λόγω απώλειας, άρχιζαν να λείπουν. Στις 29 έγινε η τελευταία αξιόλογη σύγκρουση. Αντιμέτωποι ήταν ελληνοβρετανικές μονάδες αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η μεραρχία του ΕΛΑΣ που είχε έλθει από τον Παρνασσό. Μετά από διήμερο αγώνα, η τελευταία αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει όλες τις θέσεις της. Την 1η Ιανουαρίου του 1945, προσκληθείς επειγόντως, κατέφθασε στην Αθήνα ο Άρης, με ενισχυμένο κύρος μετά τη νίκη του επί του Ζέρβα, και του ζητήθηκε να δώσει και πάλι στον ΕΛΑΣ τη μαχητικότητά του. Επεδόθη στο νέο έργο του με τη συνήθη ορμή του. Ήταν όμως πολύ αργά. Παρά τις προσπάθειές του, παρά τις εκτελέσεις λιποτακτών που έγιναν ενώπιον των τμημάτων τους, ο Άρης δεν κατόρθωσε παρά να αργοπορήσει τη φυγή.
Ο Στάλιν έστειλε τούς Έλληνες συντρόφους του στά Δεκεμβριάνα, γιά να καθηλώσει τούς Βρετανούς, τήν ώρα πού στήν Ευρώπη, ο Χίτλερ, σέ μία απέλπιδα προσπάθεια έκανε τήν αντεπίθεσή του στίς Αρδέννες. Ταυτόχρονα ο «Πατερούλης» έπαιρνε καί τήν εκδίκηση του γιά τήν ανενόχλητη, εκ μέρους των Βρετανών, αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Η ώρα όμως της Γιάλτας έφθανε καί έπρεπε νά φανεί συνεπής στούς Συμμάχους του, γιά τίς συμφωνίες πού είχαν υπογράψει. Αρκετά είχε τραβήξει τό σκοινί. Εβαλε τόν πρόεδρο της Γ΄Διεθνούς τόν Βούλγαρο Δημητρώφ, νά στείλει τό ακόλουθο τηλεγράφημα στούς Ελληνες κομμουνιστές:
«Ο Παππούς νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς του έλληνες συντρόφους απ’ έξω είναι γενικά αδύνατη. Βοήθεια από μέρους της Βουλγαρίας ή Γιουγκοσλαβίας, εναντίον ενόπλων αγγλικών δυνάμεων, σήμερα λίγο θα βοηθήσει τους έλληνες συντρόφους, ενώ πάρα πολύ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία».
Χωρίς βοήθεια άφηνε πάλι τούς άμοιρους κομμουνιστές ο μεγάλος σύντροφός τους. Πού ήταν η βοήθεια της κομμουνιστικής Διεθνούς; Γιατί οι διεθνιστές σύντροφοι δέν βοήθησαν; Αντί αυτού ο «Πατερούλης» , έστειλε στίς 30 Δεκεμβρίου, πρεσβευτή στήν κυβέρνηση των …μοναρχοφασιστών!!! Μετά θά έστελνε τά στρατιωτάκια του στή Βάρκιζα, νά υπογράψουν. Ετσι εξηγείται καί η «ανοησία», πού δέν ήταν ανοησία αλλά ήταν διαταγή να κρατηθούν οι καλύτερες μεραρχίες στήν Ηπειρο καί τη Μακεδονία γιά νά πολεμήσουν τίς δυνάμεις του Ζέρβα καί του Φωστερίδη! Δεύτερη «ανοησία» πού δέν ήταν ανοησία αλλά ήταν διαταγή, ήταν η μή παρενόχληση των βρετανικών δυνάμεων στίς υπόλοιπες μεγάλες πόλεις όπως ήταν η Θεσσαλονίκη καί η Πάτρα.
Τό Γενάρη του ’45, Αθήνα και Πειραιάς είχαν εκκαθαρισθεί καί ο ΕΛΑΣ βρισκόταν χιλιόμετρα βορειότερα. Στις 11 Ιανουαρίου υπογράφηκε ανακωχή, που πρόβλεπε κατάπαυση των εχθροπραξιών καί βαθμιαία αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Τα βρετανικά στρατεύματα ανακατέλαβαν την υπόλοιπη Ελλάδα ανεμπόδιστα. Ο στρατηγός Μπακιρτζής έδειξε σε μεγάλο βαθμό πνεύμα συνεργασίας μαζί τους, κατά την είσοδό τους στη Θεσσαλονίκη, στις 17 Ιανουαρίου. Για τους περισσότερους Έλληνες, φαινόταν ότι ένας εφιάλτης είχε τελειώσει. Αλλά δυστυχώς δέν ήταν έτσι. Σύντομα θά ερχόταν ο Ζαχαριάδης….
Ακολουθεί πίνακας μέ κληρικούς δολοφονημένους, εκείνη την περίοδο, από τίς «δημοκρατικές δυνάμεις της Αριστεράς», από έρευνα του Κωνσταντίνου Πλεύρη. (Αλήθεια μόνο τον Χριστόδουλο κατηγορεί η διεθνιστική Ελευθεροτυπία, γιά τό ότι δέν έκανε αντίσταση κατά της χούντας γιά χάρη της Δημοκρατίας. Τούς παπάδες πού έκαναν αντίσταση κατά των σταλινικών γιά χάρη της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας γιατί τούς ξεχνά; Εκτός αν το κομμουνιστικό καθεστώς του συντρόφου Στάλιν το θεωρούν δημοκρατία, οπότε αλλάζει τό θέμα).

ΟνοματεπώνυμονΤόπος γεννήσεωςΈτος γεννήσεωςΤόπος και τρόπος μαρτυρίου
ΙερεύςΙωάννης Ξεν. ΜπάμπουραςΑυλίς ΘηβώνΣυνελήφθη υπό των σφαγέων του Κ.Κ.Ε. τον Δεκέμβριον του 1944 και μετά από φοβερά βασανιστήρια, καθ’ οδόν, τον μετέφεραν είς την Βίλλαν Καρακώστα, στα Λουκίσια, με την κατηγορία του φασίστα (επειδή τα παιδιά του ευρίσκοντο στον Ζέρβα). Οι αιμοσταγείς δολοφόνοι, έθεσαν εις ενέργειαν όλη την εγκληματικήν εφευρετικότητα. Κατ’ αρχήν του εθρυμμάτισαν τα χέρια του με σίδερο. Ύστερα τον χτύπησαν με μαχαίρι στο κεφάλι. Κατόπιν του έδεσαν τα γένεια με σχοινί καϊ τον έσερναν στο έδαφος. Μετά από εννιά ήμερες βασανιστήρια, όμοια των οποίων δεν αναφέρονται εις ολόκληρον την ανθρωπίνην ιστορίαν, τον ανέβασαν εις την αγχόνην! Εκεί. σε μια ελιά, βρέθηκε κρεμασμένος.
ΑρχιμανδρίτηςΑναστάσιος ΚρητικόςΊμβρος1907Συνελήφθη υπό των κομμουνιστών την 24-12-44 (παραμονή Χριστουγέννων) εντός του Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέου, κάτω Πατησίων (Αθηνών). Εξετελέσθη δια περιστρόφου βληθείς εις τον λαιμόν, αφού προηγουμένως εβασανίσθη απάνθρωπα. Το πτώμα του ευρέθη πεταγμένο εις περιοχήν Ροσινιόλ Λιοσίων Αθηνών. (Αριθ ληξ. πράξεως θανάτου 192/Θ/45).
ΑρχιμανδρίτηςΒασίλειος ΛυμπρίτηςΚρήτη1910Συνελήφθη υπό των κομμουνιστών το απόγευμα της 14-12-44 εντός του Ιερού Ναού των Αγίων Αναργύρων Νέας Ιωνίας Αθηνών, ευθύς μόλις ετελείωσε τον εσπερινόν. Εβασανίσθη απάνθρωπα επί δεκαήμερον εις το κομμουνιστικόν σφαγείον των Διυλιστηρίων της Ούλεν. όπου χιλιάδες Ελληνες κατεσφάγησαν υπό των συμμοριτών του Κ.Κ.Ε. – Ε.Λ.Α.Σ. Τα μεσάνυκτα της 24-12-44 μετεφέρθη εις Κουκουβάουνες, εις θέσιν «Μάρμαρο» όπου εξετελέσθη δια μαχαίρας. Το πτώμα του ευρέθη ακρωτηριασμένον, δεμένον με καλώδια και με σπασμένα τα πόδια με σιδερένιο λοστό
ΙερεύςΧαράλαμπος ΠαναγιωτόπουλοςΠύργος ΗλείαςΙερεύς του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου-Κυνοσάργους-Άθηνών. Συνελήφθη υπό των κομμουνιστών την 24-12-44 (παραμονή Χριστουγέννων) Εβασανίσθη απανθρώπως υπό των σφαγέων του Κ.Κ.Ε. και εξετελέσθη εν συνεχεία δια ριπών πολυβόλου. Το πτώμα του ευρέθη μετά 18 ημέρας, εν μέσω εκατοντάδων άλλων σφαγιασθέντων, παρά την Ηλιούπολιν Αθηνών.
ΙερομόναχοςΙερόθεος ΠατάπηςΑμπελάκια Σαλαμίνος1908Στις 15-12-44, εορτή του Αγίου Ελευθερίου, αμέσως μετά την θείαν λειτουργίαν, τον συνέλαβον οι κομμουνισταί και τον ωδήγησον εις Πολιτοφυλακήν. εις οδό Καβάλας, όπου το ΣΤ’ Άστυν. Τμήμα. Από εκεί τον μετέφεραν στις φυλακές Περιστερίου. Μετά από φοβερά βασανιστήρια τον εξετέλεσαν διά πελέκεως. Το πτώμα του ευρέθη εν μέσω χιλιάδων άλλων σφαγμένων Ελλήνων εις Περιστέρι.
ΑρχιμανδρίτηςΓερμανός ΣπαχήςΎδρα1878Ιερατικός προϊστάμενος εις τον Ιερό Ναό Αναστάσεως Πειραιώς. Στίς 29-12-44 συνελήφθη υπό των συμμοριτών του Κ.Κ.Ε. εις Ιερόν Ναόν, όπου παρέμενε μετ’ άλλων πολλών Ελλήνων και ωδηγήθησαν όλοι εις «Φρουραρχείον» Ταμπουριών. Την επομένην, έμπροσθεν του οικογενειακού τάφου του Γερμανού Σπαχή, μια μεγάλη κηλίδα αίμα και κοντά τα γυαλιά και ο σκούφος του εφανέρωναν το τί είχε συμβή. Το πτώμα του το οποίον ευρέθη μετά εικοσαήμερον είχε τραύμα εξ επαφής όπισθεν του δεξιού αυτιού από περίστροφον.
ΙερεύςΣτυλιανός ΑρκουδέαςΟίτυλον ΜάνηςΙερεύς εις τον Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις Ραφίναν Αττικής. Συνελήφθή υπό των κομμουνιστών την 9-6-1944, στις 9 το βράδυ, εντός της οικίας του. Τον μετέφεραν εις θέσιν «Πατητήρι» Μαραθώνος. Υπέστη εκεί φρικτά και ακατανόμαστα βασανιστήρια. Τελικώς, τον εξετέλεοαν δια λιθοβολισμού.
ΙερεύςΧρήστος Κ. ΒαϊδάνηςΆμφισσα1871Συνελήφθη εντός της οικίας του την νύκτα της 78/8/44 μαζί με την κόρη του Ευφροσύνην, 22 ετών. Τους ωδήγησαν δεμένους εις θέσιν «Σαραντάρι», εις Παρνασσό, όπου το καταφύγιον του «Ορειβατικού Συνδέσμου». Παρέμειναν εκεί μέχρι της 12ης του μηνός και μετά τους ωδήγησαν εις νέαν τοποθεσίαν. Εκεί υπέβαλαν πατέρα και κόρην εις ανήκουστα βασανιστήρια και πρωτοφανείς, εις ολόκληρον την ανθρωπίνην ιστορίαν, βαρβαρότητες και εξευτελισμούς. Η κόρη παρηκολούθησε τον απάνθρωπον ακρωτηριασμόν του γέροντος (ηλικίας 74 ετών) πατρός της και αυτός είδε με φρίκην τα ανθρωπόμορφα κτήνη του Κ.Κ.Ε., του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. και της Ε.Π.Ο Ν. να βιάζουν διαδοχικώς την ανυπεράσπιστη κόρη του. Η κόρη του Ιερέως έμεινε νεκρή, έμπροσθεν του πατρός της την στιγμήν που εβιάζετο υπό των συμμοριτών. Η νεκρή κόρη και ο ζών πατήρ της, περιελούσθησαν εν συνεχεία με πετρέλαιον και εκάησαν.
ΑρχιμανδρίτηςΛουκάς Σπ. ΤσώνοςΡώμικο ΛεβαδείαςΉτο ηγούμενος της Μονής του Όσιου Λουκά. Την 17-11-1945. ο ηγούμενος συνεργαζόταν εις το γραφεϊον του με τον σύμβουλόν του Ησαΐα και τον γραμματέα, όταν εισέβαλον οι κομμουνιστοσυμμορίται του Ε.Λ.Α.Σ. Τραυματισμένος ο ηγούμενος εξήλθεν εις το προαύλιον της Μονής. Εκεί εξετελέσθη υπό των σφαγέων του Κ.Κ Ε.
ΙεροδιάκονοςΙωακείμ ΜπεζεντέςΑράχωβαΤον Νοέμβριον του 1943 συνελήφθη υπό των κομμουνιστών εις Αράχωβαν. Τον μετέφεραν εν συνεχεία εις Άμφισσαν. Εκεί τον εβασάνισαν επι δώδεκα ολόκληρες ημέρες και ακολούθως τον κατέσφαξαν.
ΙερεύςΦώτιος ΨιλογιάννηςΆμφισσα1881Ιερεύς του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Αμφίσσης. Την νύκτα της 2 Ιουλίου 1944 ομάδα δολοφόνων του Κ.Κ.Ε κτύπησε την πόρτα της οικίας του Ιερέως. Πριν καλά, καλά ανοίξη την θύραν ο Ιερεύς, εδέχθη βροχήν σφαιρών και εξέπνευσεν επί τόπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: