Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Ελληνική Ιστορία, εμφύλιος 20.

Εμφύλιος Πόλεμος

«Για το όνομα του Θεού, γι’ αυτό το τερατούργημα θυσιάστηκαν; O υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν η μεγαλύτερη απάτη του 20ού αιώνα.»
Νίκος Μπελογιάννης, υιός

O Ζαχαριάδης μάταια εκλιπαρούσε βήθεια από τόν «Πατερούλη». Οι απεσταλμένοι πού έστειλε καθηλώθηκαν στο Βελιγράδι. Με την Μόσχα είχε επαφή μόνον μέσω του Βούλγαρου κομμουνιστού ηγέτη Γκεώργκι Δημητρώφ, καθοδηγητή της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο οποίος τό Σεπτέμβρη του 1946 τούς είχε συμβουλέψει να μη δοθή μεγάλη έκταση στο ένοπλο κίνημα αλλά το κύριο βάρος να δοθή στον πολιτικό αγώνα με νόμιμα μέσα. Προσέξτε τή δουλικότητα του Ζαχαριάδη, όταν μέ γράμμα του, στίς 10 Ιανουαρίου 1947, ικέτευε γιά βοήθεια:
«Αγαπητέ Σύντροφε Στάλιν

Η Κ.Ε. του ΚΚΕ απευθύνεται σε Σας με την παρακάτω παράκληση:
Γνωρίζετε πως, κάτω από την καθοδήγηση του κόμματός μας, ο ελληνικός λαός διεξάγει σήμερα έναν πολύ δύσκολο αγώνα ενάντια στην αγγλική πολιτική κατοχής στην Ελλάδα και ενάντια στο νεοφασιστικό καθεστώς που έχει οργανωθεί και καθοδηγείται από τους Άγγλους.
Αυτός ο αγώνας έχει βέβαια μεγάλη σημασία για το δημοκρατικό αγώνα όλων των λαών. Το κόμμα μας, που βρίσκεται επικεφαλής αυτού του αγώνα, έχει μπροστά του δυσκολότατα καθήκοντα, ένα από τα οποία είναι το οικονομικό πρόβλημα. Σεις κατανοείτε τι σημασία έχει στη διεξαγωγή αυτού του αγώνα η απουσία επαρκών χρηματικών μέσων, ιδιαίτερα στις συνθήκες παρανομίας και διώξεων, που δοκιμάζει τώρα το κόμμα μας γι’αυτό Σας παρακαλούμε να μας βοηθήσετε και να ικανοποιήσετε τις σοβαρότατες ανάγκες μας και ελπίζουμε πως γρήγορα θα λάβουμε την απόφασή σας γι’ αυτό το θέμα.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς
Ο Γραμματέας
Νίκος Ζαχαριάδης»
Ο Στάλιν όμως σιώπησε καί η μόνη βοήθεια που έφτασε ήταν αυτή του Τίτο, που ενεργούσε φυσικά για δικό του λογαριασμό. Την παραμονή του Νέου Έτους του 1947, επίθεση εκατό ανταρτών εναντίον της Υπάτης, κατέληξε σέ κατάληψη της πόλης καί στήν εξόντωση όλων των χωροφυλάκων. Στις 4 Ιανουαρίου, κατελήφθη η Βωβούσα της Ηπείρου, καί τό Μεσοχώρι της Φθιώτιδας. Στά χωριά πού καταλαμβάνονταν, επαναλαμβάνονταν η αρπαγή των τροφίμων καί των ζώων, οι εκτελέσεις των Δεξιών καί ιδιαίτερα των ιερέων, των δημοδιδασκάλων καί των δημόσιων υπαλλήλων, ενώ επιστρατεύονταν βίαια οι νέοι χωρικοί. Στίς ένοπλες συγκρούσεις, οι νεοεπιστρατευθέντες εμάχοντο στην πρώτη γραμμή καί οι πιστοί μαχητές εμάχοντο πίσω από αυτούς. Οι λιποτάκτες πού πιάνονταν εκτελούνταν πάραυτα, ενώ όσοι κατάφερναν νά φτάσουν στίς γραμμές των κυβερνητικών, αντιμετώπιζαν τήν καχυποψία καί τήν εχθρότητα.
Ακολούθησαν καταλήψεις καί άλλων χωριών, ανατινάξεις γεφυρών, ναρκοθετήσεις δρόμων, συγκρούσεις μεταξύ συμμοριτών και εθνικών δυνάμεων καί όλα αυτά συνοδεύονταν απο πολλούς νεκρούς, τραυματίες καί αιχμαλώτους. Ο κόσμος συνέρρεε στίς μεγάλες πόλεις γιά νά σωθεί επιβαρύνοντας περαιτέρω οικονομικά τό κράτος. Ενα κράτος στό οποίο είχαν συνασπίσει κυβέρνηση όλα τά δημοκρατικά κόμματα, μέ σκοπό νά είναι ενωμένα στήν αντιμετώπιση της λαίλαπας του κομμουνισμού. Στίς εκάστοτε κυβερνήσεις συμμετείχαν μεταξύ άλλων, οι Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Γεώργιος Παπανδρέου, Σοφοκλής Βενιζέλος καί Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Τό αξιοπερίεργο είναι ότι τό ΚΚΕ λειτουργούσε νόμιμα στήν Ελλάδα καί οι ηγέτες του κατηύθυναν τίς πολεμικές επιχειρήσεις εκ του ασφαλούς.
Την 12η Φεβρουαρίου, στην Αρδαία, οι κομμουνιστοσυμμορίτες έκαυσαν 48 σπίτια. Εξετέλεσαν δώδεκα άνδρες, έξι γυναίκες, δύο βρέφη και τραυμάτισαν σοβαρά δώδεκα χωρικούς. Το χωριό αυτό είχε κακώς ανταποκριθεί στην πρόσκληση για επιστράτευση καί γι’αυτό έπρεπε νά τιμωρηθεί. Τήν ίδια τύχη είχε καί η Βελβενδού, όπου οι διεθνιστές έκαψαν τό σχολείο, σαράντα σπίτια, μαζί μέ έξι γυναίκες, πού αρνήθηκαν νά τά εγκαταλείψουν. Τό Μάρτιο του 1946, ο Μάρκος Βαφειάδης διέθετε 13000 μαχητές καί ίδρυε τό Γενικό Στρατηγείο του, μέ έδρα τίς Πρέσπες.
Τόν ίδιο μήνα εξαγγέλθηκε το περίφημο Δόγμα Τρούμαν, πού έθετε τίς βάσεις γιά τήν ηγεμονία των ΗΠΑ στήν Ελλάδα, η οποία θά συνοδεύονταν μέ πακτωλό δολλαρίων γιά να αντιμετωπιστούν τά δυσβάστακτα οικονομικά προβλήματα πού είχε επιφέρει η κατοχή καί ο εμφύλιος. Ο Τρούμαν θά δήλωνε ότι: «Στον κόσμο ολόκληρο συγκρούονται δύο συστήματα: το σύστημα που στηρίζεται στη θέληση της πλειοψηφίας και στους ελευθέρους θεσμούς, και εκείνο που χρησιμοποιεί τον τρόμο, τη βία καί την κατάργηση της ελευθερίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να βοηθήσουν τους ελευθέρους λαούς που ανθίστανται σε απόπειρες υποδουλώσεώς των από ένοπλες μειοψηφίες». Αργότερα θά τίθετο σέ ισχύ το Σχέδιο Μάρσαλ (Marshall), χάρη στο οποίο η Ευρώπη, κατερειπωμένη και κατεστραμμένη, μπόρεσε να ανορθωθεί σε διάστημα μικρότερο των δέκα ετών.
Στίς 5 Απριλίου ξεκίνησε η επιχείρηση «Τέρμινους», με μετακίνηση μικρών εθνικιστικών ομάδων από στρατιώτες, χωροφύλακες και Μ.Α.Υ., οι οποίες κατελάμβαναν διαβάσεις και γέφυρες βορείως και νοτίως ολοκλήρου του ορεινού συγκροτήματος της Κεντρικής Ελλάδος. Όταν οι μετακινήσεις αυτές συνεπληρώθησαν, την αυγή της 9ης Απριλίου, όλα τα διαθέσιμα αεροπλάνα έριξαν στις θέσεις όπου υπήρχαν συμμοριακές ομάδες χιλιάδες προκηρύξεων, με τις οποίες η Κυβέρνηση Σοφούλη καλούσε τους αντάρτες να παραδοθούν και να επωφεληθούν της αμνηστίας που είχε εξαγγελθεί. Κατόπιν, τρεις ομάδες ισχυρών τακτικών μονάδων εξόρμησαν προς τα βουνά. Η μία ομάς ξεκινούσε από τον νότο (Λαμία, μέσω Καρπενησίου) και προχωρούσε προς βορράν, η δευτέρα ομάς ξεκινούσε από την Ήπειρο, ακολουθούσε τον Αχελώο και τους παραποτάμους του, και προχωρούσε προς ανατολάς καί η τρίτη ξεκινούσε από την αντίθετη κατεύθυνση, από τη Θεσσαλία, και προχωρούσε προς δυσμάς. Οι τρεις μαζί είχαν 16.000 μαχητάς, που υπεστηρίζοντο από ορειβατικό πυροβολικό, από όλμους και από μερικές δεκάδες αεροπλάνων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και Σπίτφαϊρς (Spitfires). Οι αντάρτες αιφνιδιάστηκαν. Παρά τή μεγάλη κακοκαιρία, καί τό παχύ στρώμα χιονιού ο Ελληνικός Στρατός, συνέχισε την επίθεσή του χωρίς διακοπή, νύκτα και ημέρα, συχνά με χιονοθύελλα. Οι συγκρούσεις υπήρξαν πολλές και αιματηρές. Οι αντάρτες κατόρθωναν πάντοτε να διαφεύγουν, αλλά υπέφεραν μεγάλες απώλειες. Στις 30 Απριλίου, η επιχείρηση «Τέρμινους» ετελείωνε και τα στρατεύματα επανήρχοντο στους καταυλισμούς των. Ήταν κατάκοπα, περιελάμβαναν πολλές εκατοντάδες ασθενών, αλλά οι απώλειές των -τουλάχιστον κατά τους επισήμους αριθμούς- δεν ήταν μεγάλες: 120 αξιωματικοί και στρατιώτες, νεκροί και βαριά τραυματισμένοι. Αντιθέτως, οι απώλειες των διεθνιστών ήταν σοβαρές: 647 νεκροί (από τους οποίους 100 περίπου είχαν πεθάνει από το κρύο), περί τους 100 τραυματίες και 412 αιχμαλώτους.
Τόν Μάΐο, οι κομμουνιστές πέρασαν στήν αντεπίθεση. Στόχος ήταν η Φλώρινα, η οποία υπέστη αλλεπάλληλες επιθέσεις από 1000 αντάρτες, χωρίς όμως επιτυχία. Μεταξύ των νεκρών ανταρτών, ήταν ο καπετάν Τζουμερκιώτης (Κωνσταντίνος Μαλτέζος). Ομοίως απεκρούσθη η εισβολή στό Κιλκίς, κοντά στα γιουγκοσλαβικά σύνορα, και στούς Μεταξάδες του Έβρου, κοντά στα βουλγαρικά σύνορα. Οι επιδρομές κατά των χωριών δεν ανεστέλλοντο καθόλου, αλλά, εν τω μεταξύ, επιδρομές όπως αυτές, σέ μεγάλες πόλεις, φαίνεται ότι σήμαιναν κάποια αλλαγή τακτικής. Τί είχε συμβεί;
Ο Στάλιν είχε εκχωρήσει από τον Απρίλιο 1946 το ελληνικό κίνημα στον Τίτο καί τόν Απρίλιο του 1947 ο Ζαχαριάδης επισκέφθηκε τόν Γιουγκοσλάβο ηγέτη. Στό Βελιγράδι συντάχθηκε τό σχέδιο «Λίμνες», καί αντικειμενικός στόχος γίνονταν πλέον η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος μόνο στην Βόρειο Ελλάδα με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη. Εκτοτε η γιουγκοσλαβική βοήθεια θά ήταν η μοναδική που θά λάμβανε ο «Δημοκρατικός Στρατός», μέ αντάλλαγμα τήν Μακεδονία πού ήταν ο επίμονος στόχος του κομμουνιστή δικτάτορα. Από τόν Ριζοσπάστη αντιγράφω τήν τότε διακύρηξη:«ΣΧΕΔΙΟ ΛΙΜΝΕΣ. Κατά την παρούσα στιγμή ωρίμασαν οι συνθήκες για την εκπλήρωση του βασικού στρατηγικού καθήκοντος, που στέκεται μπροστά στο Δημοκρατικό Στρατό μας, δηλαδή τη δημιουργία ελεύθερου εδάφους στην έκταση της Μακεδονίας και την απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας – Θράκης με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.» Σύμφωνα μέ τά αρχεία του Κ.Κ.Ε. πού δημοσιεύθηκαν στην «Αυγή» της 11ης Δεκεμβρίου 1979, ο Ζαχαριάδης τηλεγράφησε στον Μάρκο από τό Βελιγράδι καί του έδωσε εντολή γιά τήν κατάληψη της Μακεδονίας μας. Ο πόθος των διεθνιστών ήταν νά δημιουργηθεί μία κατάσταση ανάλογη μέ αυτή της Βόρειας καί της Νότιας Κορέας, δηλαδή ένα κομμουνιστικό καθεστώς στην Βόρειο Ελλάδα καί ένα δημοκρατικό καθεστώς στην Νότιο Ελλάδα. (Η σύγκριση της λιμοκτονούσης Βορείου Κορέας μέ τήν εξαθλίωση των κατοίκων της, (πού μόνο η Παπαρήγα δέν διαπίστωσε κατά την επίσκεψή της), με την οικονομική πλέον υπερδύναμη της Νοτίου Κορέας, μας κάνει νά φανταζόμαστε τήν κατάσταση πού θά ζούσαμε εάν επιτύγχανε τό αρρωστημένο σχέδιο των ελληνόφωνων κομμουνιστών. Πρόδιδαν όχι μόνο τούς πατεράδες τους μακεδονομάχους, αλλά καί τά παιδιά τους που θά ζούσαν κάτω από τίς άθλιες συνθήκες αυτού του βάρβαρου καθεστώτος).
Τό σχέδιο συνεχίστηκε καί στίς στις 27 Ιουνίου 1947, από το βήμα του συνεδρίου του Γαλλικού Κ.Κ. στο Στρασβούργο, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης δήλωνε την δημιουργία ανεξαρτήτου κομμουνιστικού κράτους στην Ελλάδα – χωριστού από την άλλη χώρα! Έμενε τώρα να βρεθεί η πρωτεύουσα αυτού του κράτους καί η έδρα της «Δημοκρατικής» τους κυβέρνησης.
Ετσι λοιπόν οι «δημοκράτες» της Αριστεράς, επικέντρωσαν όλες τίς στρατιωτικές τους επιχειρήσεις γιά τήν κατάληψη κάποιας μεγάλης πόλης, ώστε νά αποκτήσουν τήν πολυπόθητη πρωτεύουσα αλλά καί ένα κύρος πού θά έκανε τά κομμουνιστικά κράτη νά τούς αναγνωρίσουν. Τη νύκτα της 13ης Ιουλίου 1947, οκτώ πλήρη τάγματα του Δ.Σ.Ε., άριστα οπλισμένα, δυνάμεως το καθένα 450 ανδρών, πέρασαν τα αλβανικά σύνορα, εξουδετέρωσαν μια θέση-κλειδί, τη γέφυρα Μπουραζάνι, και προχώρησαν προς τα Ιωάννινα. Η πρωτεύουσα της Ηπείρου, αν και έδρα Μεραρχίας, εστερείτο στρατευμάτων και κατελήφθη από ανησυχία. Ο Ζέρβας, Υπουργός τότε Ασφαλείας, έσπευσε ο ίδιος στα Ιωάννινα για να τονώσει το ηθικό, αξιωματικοί απεστάλησαν από την Αθήνα για να πάρουν εκείνοι την κατάσταση στα χέρια τους, και τέσσερα τάγματα τακτικού στρατού μετεφέρθησαν επειγόντως για να φράξουν το δρόμο των εισβολέων. Μετά από μια σύγκρουση που διήρκεσε αρκετές ώρες -17 Ιουλίου- και που άφησε επί του πεδίου της μάχης 107 αντάρτες εκτός μάχης και μερικούς αιχμαλώτους, όλα τα τμήματα του Δ.Σ.Ε. εξηφανίσθησαν. Κατευθύνθηκαν προς την οροσειρά της Πίνδου τήν οποία καί διέσχιζαν προς ανατολάς, καί βρέθηκαν στά περίχωρα των Γρεβενών (6.000 κάτοικοι και 8.000 πρόσφυγες), σε μια μικρή κοιλάδα απομονωμένη μέσα στα βουνά. (Αυτή τήν τρομερή πολεμική μηχανή πού είχαν οι διεθνιστές της Αριστεράς, ούτε στό ένα εκατοστό δέν τήν εφάρμοσαν εναντίον των Ναζί. Αν ήθελαν θά είχαν προκαλέσει συμφορά καί όλεθρο στούς Γερμανούς, άσε πιά στους Ιταλούς καί τούς Βούλγαρους. Αλλά δέν τό έκαναν. Δέν τό έκαναν γιατί είχαν άλλα στό μυαλό τους. Σκότωναν έναν Ιταλό καί εξαφανιζόντουσαν, ενώ μέ τούς Βούλγαρους ήταν φιλαράκια, καί ως Εαμοβούλγαροι κτυπούσαν απο κοινού τούς Πόντιους εθνικόφρονες αντάρτες.)
Τό σχέδιο επίθεσης κατά των Γρεβενών ήταν άριστο στό σχεδιασμό καί έφερε τήν υπογραφή του Κικίτσα, Στρατηγού του Αρχηγείου Κεντρικής Μακεδονίας του Δ.Σ.Ε. Τη διεύθυνση της μάχης ανελάμβανε ο καπετάν Γιαννούλης, Ταξίαρχος του Δ.Σ.Ε., καί έντεκα τάγματα ετίθεντο υπό τις διαταγές του. Καθένα είχε 400 μαχητάς και 50 άνδρες που εχειρίζοντο πολυβόλα και όλμους διαφόρων διαμετρημάτων. Ολοι οι δρόμοι πού οδηγούσαν στά Γρεβενά εναρκοθετούντο, γέφυρες ανατινάζονταν, τα σύρματα τηλεφώνων και τηλεγράφων κόβονταν. Στις 3.30′ της 25ης Ιουλίου, ξεκίνησε η επίθεσις από όλες τις πλευρές μέ κύριους στόχους τή Διοίκηση Χωροφυλακής, τίς φυλακές, τίς αποθήκες τροφίμων, και τίς Τράπεζες. Οι αμυνόμενοι εθνικιστές ήταν 500 αξιωματικοί και στρατιώτες, 100 χωροφύλακες, 50 Μ.Α.Υ., καί διέθεταν 4 πυροβόλα, λίγους όλμους και δύο ελαφρά άρματα μάχης. Ηταν ολιγάριθμοι αλλά είχαν τήν ευτυχία νά έχουν επικεφαλής έναν ικανότατο αξιωματικό τόν Αντισυνταγματάρχη του Πεζικού Κώστα Πανταζή, που είχε δώσει επιτυχείς εξετάσεις στα πεδία των μαχών της Μικράς Ασίας και στά βουνά της Βορείου Ηπείρου. Ο Πανταζής είχε άριστα οργανώσει τήν άμυνα καί κάθε βράδυ, μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, έκρυβε έξω από τήν πόλη έναν από τους καλυτέρους λόχους του, δυνάμεως 120 ανδρών. Σε κάθε είσοδο της πόλεως, τά σπίτια τά είχε μετατρέψει σέ πολυβολεία. Οι συμμορίτες θερίστηκαν από τίς ριπές των πολυβόλων καί υποχώρησαν αφήνοντας επί του πεδίου της συγκρούσεως 197 νεκρούς και 200 τραυματίες. Καί ενώ οι εθνικόφρονες έβγαιναν από τα κρησφύγετά τους, ο εκτός της πόλεως κρυμμένος λόχος προχωρούσε προς την πόλη, και η εφεδρεία της Διοικήσεως, με τον Αντισυνταγματάρχη τους επικεφαλής, εξορμούσαν καταδιώκοντας κατά πόδας τούς αντάρτες. Τά Γρεβενά είχαν σωθεί.
Επόμενη προσπάθεια ήταν η κατάληψη του Μετσόβου, της πατρίδας του Βλάχου Ευάγγελου Αβέρωφ, του οποίου παραθέτω απόσπασμα γιά τήν εξέλιξη της μάχης, από τό βιβλίο του «Φωτιά καί Τσεκούρι»:
Οκτώβριος του 1947. Κάτω από τις δασωμένες κλιτύς του πρώτου υψώματος Καρακόλι, του οποίου η κορυφή είναι στα 1.500 μέτρα, από το υψόμετρο των 1.050 μέτρων ως τα 1.280, βρίσκεται το Μέτσοβο. Την κωμόπολη τη χωρίζει ένα βαθύ φαράγγι από το χωριό Ανήλιο, σημαντικό σημείο διαβάσεως από διάφορες κατευθύνσεις. Ο διοικητής της ταξιαρχίας, ο Συνταγματάρχης Δόβας είχε εγκαταστήσει το Σταθμό Διοικήσεώς του στο μέσον του επικινδύνου τμήματος της αμαξιτής οδού. Διέθετε εκεί ένα τάγμα, εγκατεστημένο στους γύρω λόφους.
Στις δέκα το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου, μέσα στη σιωπή και το σκοτάδι μιας βροχερής νύκτας, όλες οι θέσεις της ταξιαρχίας υφίσταντο σύγχρονη ισχυρή επίθεση. Δύο άλλες επιχειρήσεις ολκής βοηθούσαν τις τοπικές επιθέσεις. Η μια ήταν η κατάληψη, ναρκοθέτηση και δολιοφθορά των οδών δια των οποίων μπορούσαν να έλθουν ενισχύσεις. Η άλλη διεξήγετο σε πολλά σημεία της Ηπείρου, και ιδίως της Θεσσαλίας, δια μικρών ή και σοβαρών επιδρομών, ώστε να απασχοληθούν με αυτές οι εκεί σταθμεύουσες δυνάμεις του Εθνικού Στρατού. Επί τόπου, ήδη από τα μεσάνυκτα, έγινε φανερό ότι δυνάμεις πολύ ανώτερες από εκείνες της ταξιαρχίας του Δόβα απέβλεπαν στην πλήρη συντριβή της. Πολύ αργότερα έγινε γνωστό ότι οι κυρίως επιτιθέμενοι ανήρχοντο σε 5.000 άνδρες, οι φρουρούντες τις διαβάσεις σε 3.000, και ότι οι επιχειρούντες επιδρομάς υπερέβαιναν κατά πολύ τους χίλιους. Η επίθεση διήρκεσε, με μικρές διακοπές, εννέα ημέρες και εννέα νύκτες.
Την ισχυρότερή τους επίθεση οι επιτιθέμενοι ενήργησαν από την αυγή της 19ης με δύναμη τριών ταγμάτων και μιας διλοχίας, εναντίον των θέσεων του τάγματος 584. Η μάχη συνεχίσθηκε με σφοδρότητα και από τα δύο μέρη επί δεκάωρο, χωρίς οι επιτιθέμενοι να επιτύχουν την εκπόρθηση των θέσεων των αμυνομένων, οι οποίοι εμάχοντο αποφασιστικά και θαρραλέα. Κατά τη διάρκεια της ολοήμερης αυτής μάχης, άλλο τάγμα του Δ.Σ.Ε., καλυπτόμενο από την ομίχλη, παρέκαμψε από ανατολών τη διάταξη του 584 τάγματος, και κατέλαβε το απέναντι, νοτιανατολικά του Μετσόβου, χωριό, το Ανήλιο. Από εκεί προχώρησε προς τη χαμηλότερη συνοικία του Μετσόβου, η οποία δεν εφρουρείτο, και έτσι χωρίς δυσκολία κατέλαβε τη μισή περίπου κωμόπολη.
Τη νύκτα της 19ης προς την 20ή επανελήφθησαν σφοδρότερες οι επιθέσεις των επιτιθεμένων κατά των θέσεων του 584 τάγματος (πού δοικήτω από τον Αντισυνταγματάρχη Γ. Παλαντά), στα υψώματα Καρακόλι και Τσούμα, με ισχυρά μέσα πυρός, όλμους, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα και χειροβομβίδες και η μάχη, άγρια και από τα δύο μέρη σε ορμή και αποφασιστικότητα, διήρκεσε πέντε ώρες. Τις πρωινές ώρες οι επιτιθέμενοι αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν στα σημεία από τα οποία είχαν ξεκινήσει. Χαρακτηριστικό του ηθικού και της αποφασιστικότητος του πολιορκημένου τάγματος, που γνώριζε ότι υπερασπιζόταν θέσεις μεγάλης τακτικής σημασίας για την έκβαση της όλης μάχης, είναι το σήμα που απέστειλε την 20ή του μηνός στην VIII Μεραρχία ο διοικητής του τάγματος: «Οι άνδρες μου και εγώ, έλεγε το σήμα του, θα πέσωμεν μέχρις ενός, αλλά το Μέτσοβο δεν θα γίνη πρωτεύουσα του Μάρκου».
Η εννεαήμερος μάχη ήταν μια σειρά επιθέσεων και αντεπιθέσεων. Ως επί το πλείστον, εξαπελύοντο τη νύκτα, και συχνά τα εγχειρήματα, από τα δύο μέρη, γίνονταν από τις πιο απρόσιτες τοποθεσίες. Την ημέρα γινόταν συνήθως πυκνή ανταλλαγή πυρών όπλων πεζικού και όλμων. Αυτή υπήρξε σε γενικές γραμμές η μάχη έως το βράδυ της ενάτης ημέρας. Την επομένη, στις 28, η πίεση εμειώθη. Πολλές δυσκολίες, μεταξύ άλλων μια πολύ πυκνή ομίχλη που σκέπασε τις ανατολικές κλιτύς της οροσειράς επί 48 ώρες, εμπόδισαν την προώθηση των ενισχύσεων που έρχονταν από την Ήπειρο και προπάντων από τη Θεσσαλία. Αλλά στις 28, οι ενισχύσεις αυτές, υποστηριζόμενες και από βολές πυροβόλων και όλμων, εξαπέλυαν ισχυρή επίθεση κατά των τμημάτων του Δ.Σ.Ε. που υπερήσπιζαν τις προσπελάσεις προς Μέτσοβο. Η αντίστασή τους, άγρια στην αρχή, εξησθένησε προς το βράδυ, για να μετατραπεί την επομένη σε άμυνα οπισθοφυλακών. Οι πολιορκηταί έσπευδαν να αποσυρθούν, γιατί κινδύνευαν να μετατραπούν σε πολιορκημένους. Την 30ή Οκτωβρίου, επέτειο της απελευθερώσεως του Μετσόβου από τον τουρκικό ζυγό, το 1912, ακούγονταν οι τελευταίοι πυροβολισμοί. Οι άνδρες του Μάρκου εξηφανίζοντο καταδιωκόμενοι, για να αναπαυθούν σε μέρος ασφαλές: πέραν των συνόρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: