Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Ελληνική Ιστορία, εμφύλιος 25.

Επιχείρηση «Κορωνίς»

«Τό 1971 σέ ένα ρέμα έξω από τό χωριό Τσαμαντά αποκαλύφθηκε ομαδικός τάφος μέ 120 σκελετούς. Σε όλους τά χέρια ήταν δεμένα μέ καλώδια και τά κόκκαλα ήταν σπασμένα σέ πολλά κομμάτια.»

Έως τότε, κανείς δεν είχε τολμήσει να φθάσει έως το ορεινό συγκρότημα του Γράμμου. Θα το τολμούσε τώρα ο Εθνικός Στρατός. Στους στρατιωτικούς κύκλους, όμως δέν υπήρχε ομοφωνία, αλλά πάλι ο ο Στρατηγός Βαν Φλητ, άσχετος σέ θέματα ορεινού πολέμου, επέμενε νά πραγματοποιηθεί η στρατιωτική επιχείρηση κατά του Γράμμου. Βαπτίσθηκε επιχείρηση «Κορωνίς», καί τέθηκε σέ εφαρμογή στίς 14 Ιουνίου 1948.

Υπήρξε η μεγαλύτερη, η δυσκολότερη και η πλέον φονική μάχη εκείνου του πολέμου. Για να καταλάβει τα «Άπαρτα Κάστρα», το Γενικό Επιτελείο είχε συγκεντρώσει επί τόπου μια εντυπωσιακή δύναμη. Πέντε μεραρχίες, 40.000 άνδρες εν όλω, υποστηριζόμενοι από αεροπορία καί πυροβολικό, θα ανελάμβαναν την κυρία επιθετική ενέργεια, ενώ 7.500 άνδρες του Στρατού και 4.500 της Εθνοφρουράς θα φρουρούσαν τους συγκοινωνιακούς κόμβους της Ηπείρου και θα αντιμετώπιζαν όσους θα παρενοχλούσαν τις συγκοινωνίες, από την Πίνδο έως τη Μουργκάνα. Οι συμμορίτες είχαν στή διάθεσή τους περίπου 15000 μαχητές οι οποίοι υπό τήν ηγεσία του Μάρκου, είχαν οργανώσει άψογα τήν άμυνά τους.
Σκληροί αγώνες, μάχες σώμα μέ σώμα, διεξήχθησαν ως τις 20 του μηνός. Με μεγάλες θυσίες, με καταλήψεις και ανακαταλήψεις θέσεων δύο και τρεις φορές, με απώλειες σε απρόβλεπτα ναρκοπέδια, οι εθνικόφρονες κατέλαβαν την 7η Ιουλίου ένα μέρος της εξωτερικής γραμμής της αμύνης. Οι επιτελικοί στρατηγοί Κιτριλάκης καί Τσακαλώτος, ηγούντο των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού, ενώ οι αντάρτες μάχονταν κάτω από τίς διαταγές του Μπαρτζώτα, του Γιαννούλη καί του Βενετσανόπουλου. Στις 26 Ιουλίου, την αυγή, έπειτα από ισχυρή προετοιμασία πυροβολικού, τακτικά τμήματα κατελάμβαναν την από τη φύση και από τον άνθρωπο ισχυρότατα οχυρωμένη θέση «Κλέφτης», σε υψόμετρο 1.846. Η κορυφογραμμή ήταν πολύ απότομη αλλά αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη της επιθέσεως. Μετά από δύο ωρών πυκνά πυρά όλων των όπλων και μια θυελλώδη αντεπίθεση, οι αντάρτες επέτυχαν να ανακαταλάβουν την κρίσιμη θέση. Αλλά και τα τακτικά τμήματα δεν ήθελαν να δεχθούν ότι ηττήθησαν, και γαντζώθηκαν στα βράχια, σε απόσταση 200 μέτρων από την κορυφογραμμή. Επί πέντε ημέρες και πέντε νύκτες, στρατιώτες και αντάρτες, ανεφοδιαζόμενοι μόνο κατά τη νύκτα σε τρόφιμα, νερό και πολεμοφόδια μεταφερόμενα από πεζούς, αμφισβήτησαν ο ένας από τον άλλον τους βράχους, πολεμώντας με τις χειροβομβίδες, τα όπλα, τις λόγχες. Τελικά, στις 04.30 της 1ης Αυγούστου, εξόρμησε αιφνιδιαστικά κατά του «Κλέφτη» το Τάγμα 583, με επικεφαλής τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γ. Κουμανάκο. Οι πρώτες ομάδες πήδησαν κυριολεκτικά στα χαρακώματα των ανταρτών και, έπειτα από σύντομο αγώνα στον οποίο τα κύρια όπλα ήταν οι λόγχες και οι χειροβομβίδες, ολοκλήρωσαν την κατάληψη της τοποθεσίας, ενώ θά ακολουθούσε καί η κατάληψη του απόρθητου Σμόλικα.
Οι μάχες συνεχίσθηκαν σκληρές και αδιάκοπες μέχρι της 20ής Αυγούστου. Οι αριστεροί υπερασπίζονταν με ιδιαίτερη επιμονή τα χωριά Αετομηλίτσα και Γράμμος, όπου βρίσκονταν οι έδρες της Προσωρινής Κυβερνήσεως. Τότε ο Μάρκος έκανε μία εξαίρετη στρατηγική κίνηση: κατευθύνθηκε μέ 8000 συμπολεμιστές του, μέσα από φαράγγια καί δύσβατα μονοπάτια, βορειότερα προς το Βίτσι διασώζοντας κατ’ αυτόν τόν τρόπο, τόν κύριο όγκο του στρατού του από τήν συντριβή. Έτσι, το Βίτσι, συγκρότημα οκτώ βουνών, στηριζόμενο επί των αλβανικών συνόρων και της λίμνης Πρέσπας, που ήταν επίσης οχυρωμένα, βρέθηκε με μια σημαντική φρουρά. Μαζί με όσους βρίσκονταν επί τόπου, καί όσους πήγαν από τον Γράμμο, από τήν Αλβανία, και από τή Γιουγκοσλαβία, η φρουρά του Βίτσι έφθασε μέσα σε ένα μήνα τους 13.000 μαχητάς.
Η μάχη του Γράμμου είχε στοιχίσει στούς αριστερούς 2500 νεκρούς καί στούς εθνικιστές 792, χωρίς νά υπολογιστούν οι τραυματίες καί οι αγνοούμενοι. Τό αίμα έρρεε άφθονο. Σειρά είχε η οροσειρά Μουργκάνα η οποία ξεκινάει από τήν Αλβανία καί εκεί οι κομμουνιστές ήταν ανίκητοι καί πίστευαν ότι «….όπως στό Στάλινγκραντ, οι μοναρχοφασίστες θα έσπαζαν τά μούτρα τους». Η επίθεση άρχισε στις 10 Σεπτεμβρίου. Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος διέθετε μια μεραρχία και μια ταξιαρχία για να καταλάβει τη Μουργκάνα. Με πολλή δυσκολία τα τακτικά τμήματα κατέλαβαν μερικά προωθημένα φυλάκια του «Ανταρτόκαστρου», αλλά από τη δεύτερη ήδη ημέρα κάθε προώθηση ήταν αδύνατη. Μια άγρια άμυνα απέκρουε τις πιο πεισματικές επιθέσεις. Ο Τσακαλώτος όμως μπήκε στό έδαφος της Αλβανίας, εξουδετέρωσε τα αλβανικά πυροβόλα καί βρέθηκε πίσω από τίς θέσεις των ανταρτών. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1948, ανηγγέλλετο ότι η Μουργκάνα ολόκληρη κατείχετο από τον Εθνικό Στρατό.
Εκείνες τίς ημέρες οι μικροί καί ασήμαντοι χωρικοί, ζούσαν τίς προσωπικές τους τραγωδίες, σέ εκείνα τά καταραμένα βουνά. Ποιός όμως από τούς «μεγάλους» πολιτικούς, τούς «μεγάλους» ηγέτες ενδιαφέρθηκε ποτέ γιά τούς μικρούς, τούς φτωχούς, τούς άτυχους; Ποιό βιβλίο ιστορίας θά γράψει για τά προσωπικά δράματα αυτών των ανθρώπων;
«Εκείνη την εποχή υπήρχαν είκοσι πέντε με τριάντα κρατούμενοι στο μικρό κατώι, τόσο στριμωγμένοι που έπρεπε να κοιμούνται καθιστοί, ακουμπώντας ο ένας πάνω στον άλλο. Την περίοδο εκείνη όλοι είχανε τα χέρια τους δεμένα, εκτός από την Αλέξω Γκατζογιάννη, ίσως επειδή οι αντάρτες ένιωθαν πως ήτανε πολύ μεγάλη για να επιχειρήσει να δραπετεύσει. Οι κρατούμενοι ήταν βρώμικοι, γεμάτοι ψείρες. Τους πήγαιναν κατά ομάδες στον απόπατο μια ή δυο φορές τη μέρα, αλλά όχι τόσο συχνά ώστε να μπορούνε να κρατηθούν, έτσι η μπόχα στο κατώι ήταν αποπνιχτική. Μια φορά τη μέρα, τους έδιναν σε τσίγκινα πιάτα μια αραιή σούπα, τα περνούσαν από τα σιδερόφραχτα παράθυρα γειτόνισσες που τις είχαν διατάξει να τη μαγειρέψουν. Η Όλγα Βενέτη θυμάται πως κάποια μέρα πέρασε μέσα στο κατώι σαράντα πέντε μερίδες σούπα, όμως ο αριθμός των κρατουμένων αυξομειωνόταν σημαντικά, γιατί άλλους τους έπαιρναν για να τους εκτελέσουν και άλλους τους έφερναν από μακρινά χωριά……
Σχεδόν κάθε βράδυ, ο Σωτήρης, ο Ζέλτας και άλλοι πολιτοφύλακες κατέβαιναν στο υπόγειο και ξεχώριζαν κάποιον κρατούμενο που τον κλωτσούσαν και τον χτυπούσαν μπροστά στους υπόλοιπους. Εκείνους που συχνότερα διάλεγαν ήταν ο Σπύρος Μιχόπουλος και ο Βασίλης Νίκου, μολονότι όση ώρα τους έδερναν και οι δύο φώναζαν πως ήτανε αθώοι, απόλυτα πιστοί στους αντάρτες. Όταν έφτανε η μέρα για να εκτελεστεί κάποιος κρατούμενος, τον καλούσαν το βράδυ να βγει από το υπόγειο, τον έπαιρναν απάνω κι από τότε οι άλλοι δεν τον ξανάβλεπαν. Το κροτάλισμα από αυτόματο έδιωχνε συχνά τον ύπνο στο Περιβόλι και η Μαρίνα Κολλιού κρυφοκοιτούσε από το παράθυρό της στη χαυνωτική καλοκαιριάτικη νύχτα, καταγράφοντας στη μνήμη της τη θέση ενός ακόμη τάφου….
Τόσο η Μαριάνθη Σπυροπούλου όσο και η Ντίνα Βενέτη θυμούνται ανεξάλειπτα μια κρατούμενη που τη λέγανε Δέσπω, μια ψηλή, εντυπωσιακά φρέσκια τριαντάρα με σγουρά μαύρα μαλλιά, την είχανε πιάσει κοντά στο χωριό της το Μαυρονόρος που είχε εκκενωθεί, όταν επιχείρησε να γυρίσει κρυφά στο σπίτι της για να πάρει μερικά φαγώσιμα. Στο υπόγειο κρατητήριο η Δέσπω έκλαιγε ολοένα για τα δυο μωρά αγοράκια της. Το ξύλο είχε αρχίσει να επηρεάζει το μυαλό της και ζούσε σ’ ένα παραλήρημα φόβου, ανίκανη ν’ αντέξει τη σκέψη της σφαίρας που θα τη σκότωνε. Όλη τη νύχτα παραμιλούσε, κλαίγοντας και παζαρεύοντας με το θάνατο. Κάποια νύχτα το χέρι της Δέσπως άγγιξε ένα μακρύ καρφί καρφωμένο σ’ ένα από τα ακατέργαστα πάτερα του κατωγιού. Κατάφερε να το ξεκολλήσει, ένα σκουριασμένο σουβλί καμιά δεκαπενταριά πόντους μάκρος. Με μια σπασμωδική κίνηση το ‘σφιξε στα δεμένα χέρια της και το ‘χωσε βαθιά στην κοιλιά της, κάτω ακριβώς από το πλευρικό τόξο. Η απόπειρα αυτοκτονίας της Δέσπως απέτυχε. Παρά τη βαθιά τρύπα, δεν πέθανε και διατήρησε τις αισθήσεις της, παρακαλώντας τους δεσμοφύλακες να τη βοηθήσουν —ένα επίδεσμο, κάτι που να σταματήσει τον πόνο— εκείνοι όμως τη χλεύαζαν. «Πρέπει να γράψεις αύριο στο στρατηγό Μάρκο και να του ζητήσεις χάρη. Μπορεί να σου δώσει»……
Ενώ ο Σωτήρης πέταγε στην Ελένη καταιγισμό από ερωτήσεις, οι βασανιστές τη βασανίζανε με βάρδιες. Ένας αντάρτης στεκόταν πίσω της, έβαλε το γόνατό του στη μέση της και άρπαξε με το μπράτσο το λαιμό της, πιέζοντας μπροστά με το γόνατο ενώ τραβούσε το κορμί της καταπίσω ώσπου έφτανε να σπάσει η ραχοκοκαλιά. Αν η λαβή του μπράτσου ήταν πολύ σφιχτή γύρω στο λαιμό, η κρατούμενη λιποθυμούσε κι έπρεπε να περιμένουν ώσπου να συνέλθει για να μπορέσουν να ξαναρχίσουν. Ο ξυλοδαρμός γινόταν στη νοτιοανατολική πλευρά του σπιτιού, εκεί όπου φαίνονταν η μουριά, που ήταν το καμάρι της φαμελιάς και οι χαράδρες όπου έπαιζαν τα παιδιά της άλλοτε. Πιθανόν να χρειάστηκαν μόνο μερικοί ξυλοδαρμοί για να σπάσει η Ελένη. Ήτανε χαμένη, όμως τα παιδιά της ήταν σώα. Δεν είχε νόημα να εξακολουθεί να υποστηρίζει πως αγνοούσε τη συνωμοσία . Ομολόγησε όλα όσα ήταν αληθινά: Ναι, αυτή είχε σχεδιάσει τη φυγή. Ο μόνος λόγος που είχε διώξει τα παιδιά της, ξεφυσούσε πνιχτά ανάμεσα στα χτυπήματα, ήταν γιατί δεν είχε αρκετό φαΐ ώστε να μην πεθάνουν. Οι αντάρτες της είχαν πάρει το σπίτι, τους μπαξέδες της και τα πιο πολλά από τα γεννήματα που είχε σοδιάσει. Ο Σωτήρης φαινόταν ικανοποιημένος από την ομολογία της. Ετοίμασε ένα έγγραφο όπου απαριθμούσε τα σημεία που είχε ομολογήσει η Ελένη και της βάστηξε την πένα στο παράλυτο χέρι για να το υπογράψει. Ύστερ’ από αυτό την άφησαν ήσυχη καταγής στην αποθηκούλα, ενώ τα ποντίκια κριτσανίζανε στη γωνιά.
Οι αντάρτες φρόντισαν να παρακολουθήσουν όλοι οι κρατούμενοι την τιμωρία του Αντρέα Μιχόπουλου. Στην μπροστινή αυλή, αντίκρυ στα παράθυρα του κατωγιού και της κουζίνας, τον γδύσανε τσιτσίδι και τον δέσανε πάνω σ’ ένα δοκάρι, όπως σουβλίζεις για να ψήσεις ένα αρνί ή μια γίδα. Κρέμασαν το δοκάρι από δυο διχάλες, ώστε να μπορούν να γυρίζουν το κορμί του παλικαριού, όπως γυρνάς μια γίδα για να την αλείψεις με λαδολέμονο. Κατόπιν οι πρώην σύντροφοί του με βάρδιες αρχίσανε να δέρνουν τον Αντρέα με στειλιάρια γυρνώντας τον μια από δω μια από κει, ώστε να βρίσκουν σημεία που δεν είχαν ακόμη μελανιάσει από τα χτυπήματα. Όταν κουράστηκαν τα χέρια τους, τον παράτησαν εκεί στον ήλιο του Αυγούστου, και γρήγορα το κορμί του έγινε κατάμαυρο. Η γλώσσα κρεμότανε από το στόμα του, όμως ήταν ακόμα ζωντανός. Βογκούσε σαν το βόδι, και ήταν γεμάτος αίματα, που είχανε κολλήσει στα μαλλιά του κι ανακατώνονταν με τις βλέννες που τρέχανε από τη μύτη και από το στόμα του…..
Όρθιοι στην άκρια του μεγάλου γκρεμού, παρακολουθούσαμε μια σκούρα γραμμή να κατηφορίζει στα βάθη ωσότου τήν έκρυψαν οι πράσινες φυλλωσιές. Πάνω κάτω σε πέντε λεπτά το φίδι της γραμμής ξαναφάνηκε στην αντίπερα πλαγιά, να σέρνεται σαν σειρά μυρμηγκιών ανηφορίζοντας κατά τη ρίζα του Προφήτη Ηλία. Αν δεν ήξερα πως ήτανε τελευταία στη γραμμή, ποτέ δε θα την ξεχώριζα – εκείνη την καφετιά και μαύρη μικρούλα μορφή, που κάθε τόσο κοντοστεκόταν και κοιτούσε πίσω. Συγκέντρωνα όλες μου τις δυνάμεις για να μη χάσω τη μάνα μου από τα μάτια μου. Σαν έφτασε στο σημείο όπου θα εξαφανιζόταν, σταμάτησε και γύρισε πάλι πίσω. Έτσι που κοίταζε κατά τον γκρεμό, όπου ήξερε πως την παρακολουθούσαμε, σήκωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι της.
Είκοσι έξι αντάρτες παρατάχθηκαν για να τουφεκίσουν τους δεκατρείς κατάδικους, δύο τον καθένα. Η Γιώργαινα Βενέτη ακολουθώντας τους δεσμώτες πέρασε την Αγορά και σκαρφάλωσε το υψωματάκι που της έκοβε τη θέα των χωραφιών στις πεζούλες, όταν τα βήματά της παγώσανε από μια κραυγή, μια γυναικεία φωνή, το φοβερότερο αχό που είχε ακούσει ποτέ της. Η βραχνή κραυγή έκλεινε όλη τη θλίψη και τον πόνο του σύμπαντος και σχημάτιζε δύο λέξεις: «Παιδιά μου!». Ύστερα ακούστηκε μια ομοβροντία.»
Στις 9 Ιανουαρίου 1949 ο Βασιλεύς Παύλος κάλεσε δι’ επιστολής του τους Αρχηγούς Κομμάτων να σχηματίσουν «Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας». Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης άρχισε αμέσως τις σχετικές διαπραγματεύσεις και η νέα Κυβέρνηση, υπό τήν πρωθυπουργία του, ορκίσθηκε στις 20 Ιανουαρίου. Το μικρό κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου που δεν απεδέχετο την πρωθυπουργία του Σοφούλη, έδωσε ψήφο ανοχής. Ο παλαιός Φιλελεύθερος, ο Διομήδης, ανελάμβανε την αντιπροεδρία της Κυβερνήσεως. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο Μαρκεζίνης εισήρχοντο στην Κυβέρνηση χωρίς χαρτοφυλάκιο, ο Τσαλδάρης έμενε στο Υπουργείο Εξωτερικών, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανελάμβανε την Εθνική Άμυνα, ο Κωνσταντινός Καραμανλής την Κοινωνική Πρόνοια. Ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Κωνσταντίνος Τσάτσος τό Υπουργείο Παιδείας, ο Γεώργιος Μαύρος, αρχηγός του Κέντρου, την Εθνική Οικονομία. Την επομένη της ορκωμοσίας της, ανηγγέλλετο ότι ο Αλέξανδρος Παπάγος ανελάμβανε την αρχιστρατηγία του Ελληνικού Στρατού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: