Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Ελληνική Ιστορία,εμφύλιος 23.

Στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, τα αποτελέσματα των μαχών του Μετσόβου και της Κόνιτσας προεκάλεσαν έντονη απογοήτευση. Σημείωσαν και την αρχή της συγκρούσεως μεταξύ Ζαχαριάδη καί Βαφειάδη. Η πολιτική ηγεσία ήθελε να οργανωθεί ένας πραγματικός στρατός που να μπορεί να αντιμετωπίσει τον Εθνικό Στρατό ενώ η στρατιωτική ηγεσία προτιμούσε τόν ανταρτοπόλεμο, ο οποίος καί αποδεικνύονταν επιτυχημένος.

Τη νύκτα της 8ης Φεβρουαρίου 1948, βομβαρδίστηκε η Θεσσαλονίκη, ακολουθώντας τό σχέδιο «Λίμνες» πού είχε εκπονηθεί στο Βελιγράδι από τόν Τίτο καί τό οποίο αγνοούσαν βασικά στρατιωτικά στελέχη, όπως ο Κικίτσας. Στόχος η δημιουργία ξεχωριστού κράτους στήν Μακεδονία μας. Οι αντάρτες εισήλθαν στα Λαϊνά και στο Ωραιόκαστρο και έριξαν μερικές εύστοχες βολές πού έσκασαν στό κέντρο της πόλης. Την επόμενη μέρα όμως εφόρμησαν καταδρομείς και τεθωρακισμένα. Πρόλαβαν τους αντάρτες στον κάμπο του Λαγκαδά και στα υψώματα του Σοχού καί τους πετσόκοψαν άγρια. Στά βουνά οι αντάρτες είχαν όμως επιτυχίες, όπως ήταν η κατάληψη της δυσπρόσιτης οροσειράς της Μουργκάνας. Εκεί βρίσκονταν γατζωμένο σαν αετοφωλιά ένα μικρό ασήμαντο χωριουδάκι, κοντά στίς Φιλιάτες, ο Λιάς. Αυτό τό χωριουδάκι θά το έκανε παγκόσμια γνωστό, μέ τό βιβλίο του «ΕΛΕΝΗ», ο Νίκος Γκατζογιάννης πού περιγράφει τήν ανταρτοκρατία καί τά μαρτύρια της οικογένειάς του καί των συγχωριανών του.
1948. Οι φήμες για τα εφόδια της ΟΥΝΡΡΑ, που όλοι έλεγαν πως είχε καταχωνιάσει ο Κίτσος, είχανε φτάσει στ’ αυτιά των αξιωματικών που είχανε στείλει τους δυο αντάρτες να τα βρουν και να τα κατασχέσουν. Άρχισαν τραβώντας όλα τα τρόφιμα έξω από το δωματιάκι που ήταν η αποθήκη. Πήρανε όλα τα φαγώσιμα, ενώ η Μεγάλη και η Κάντα τους παρακολουθούσαν. Όταν δε βρήκαν τίποτα, οι αντάρτες ξανανέβηκαν κι άρχισαν να ξεσκίζουν τα στρωσίδια και να ξηλώνουν τις φόδρες από τα ρούχα, αρπάξανε ως και το πετρέλαιο που ήταν για προσάναμμα. Η Μεγάλη είχε κουκουβίσει σε μια γωνιά, αλλά όταν ο ένας τους έχωσε στην τσέπη ένα μισοφαγωμένο κομμάτι ψωμί σκλήρισε: «Δε θα μ’ αφήσετε μήτε μια κόρα;» Ο πιο ψηλός τη χαστούκισε τόσο δυνατά που έπεσε στο πλάι, το κεφάλι της βρόντηξε στον τοίχο. Στο μάγουλο της Μεγάλης αποτυπώθηκαν τα δάχτυλα του αντάρτη και αίμα κύλησε από το στόμα της εκεί όπου τα δόντια της είχαν ξεσκίσει τ’ αχείλι από μέσα…..
Η Ελένη τρόμαξε βλέποντας μια στήλη καπνού ν’ ανεβαίνει από ‘να σπίτι χαμηλά στο περιβόλι, ήτανε του παπα-Θόδωρου Καραπάνου, που είχε διαδεχθεί τον παπα-Ζήση, όταν αυτός πέθανε στην κατοχή σε μια φυλακή του ΕΛΑΣ. Ο νέος παπάς ήτανε γιος της τυφλής, της Σοφίας Καραπάνου. Όταν ο παπα-Θόδωρος και οι άλλοι Λιώτες έφυγαν από το χωριό, γι’ άλλη μια φορά η γριά Σοφία ξέμεινε. Η νύφη της, η Ελευθερία, έμεινε για να τη φροντίσει, σίγουρη πως δε θα τις πειράξουν, γιατί ο αδελφός της ήταν ένας από τους αντάρτες που έρχονταν. Ο Σπύρος Σκεύης είχε αρχίσει να εφαρμόζει το δεύτερο μέρος της προφητείας του — πως οι εχθροί του Δημοκρατικού Στρατού θα τιμωρηθούν όσο μακριά και να πάνε. Σε κάθε χωριό που έμπαιναν οι αντάρτες, πρώτα πρώτα εκδικούνταν τους πιο σημαντικούς που είχαν προτιμήσει να φύγουν αντί να μείνουν εκεί για να τους καλωσορίσουν. Σε χωριουδάκια όπως το Λια, προύχοντες ήταν πάντα ο παπάς, ο πρόεδρος της κοινότητας και ο δάσκαλος. Το σπίτι του παπα-Θόδωρου ήταν το πρώτο που πυρπολήσανε, όμως δώσανε στην Ελευθερία μερικά λεπτά διορία, επειδή ο αδελφός της ήταν αντάρτης. Σαν άκουσε τη φασαρία, η τυφλή άπλωσε τα χέρια της πασχίζοντας να συγκρατήσει την υστερική νύφη της. «Ποιος είναι, κόρη μου;» είπε τρεμουλιαστά η Σοφία. «Ποιος είναι εκεί;». «Πρέπει να φύγουμε μάνα!» αποκρίθηκε η Ελευθερία. «Θα μας κάψουνε το σπίτι». «Ωχ, Θεέ μου, ξανάρθανε οι Γερμανοί!» φώναξε η τυφλή Σοφία….
Σύντομα ένα δεύτερο δάχτυλο καπνού υψώθηκε στον ουρανό. Ήταν το σπίτι του δάσκαλου, του Δήμου Μπέσια. Ο Σπύρος Σκεύης επιστάτησε αυτοπροσώπως όταν έριξαν το δαυλί στο σπίτι του Μηνά Στράτη. Προτού τό πυρπολήσουν, ο Σκεύης το τριγύρισε κοιτώντας με χαμόγελο ικανοποίησης τα υπάρχοντα του ανθρώπου που ήταν αντίπαλός του ανέκαθεν. Ο Μηνάς είχε συγκεντρώσει τη μοναδική βιβλιοθήκη που είχε δει ποτέ το χωριό, ένα τοίχο γεμάτο βιβλία. Ολα έγιναν παρανάλωμα του πυρός…..
Βαδίζοντας με τα μάτια της στη γης, η αδελφή μου είδε ένα σωρό πέτρες και σταμάτησε, παραλύοντας από κείνο που αντίκρισε. Μέσα από το σωρό πρόβαλε ένα ανθρώπινο χέρι ως το μπράτσο. Η Κάντα έσκυψε και σαν παλαβή τράβηξε ένα πλακουτσωτό λιθάρι κι ύστερα δεύτερο. Η χωριάτισσα με το σεγκούνι που ‘χε το κόκκινο γαϊτάνι ήτανε ξυλιασμένη, νεκρή, τα χέρια της τεντωμένα ψηλά σαν για ν’ αγκαλιάσουν τον ουρανό, τα μάτια της ορθάνοιχτα, τα χείλια της τραβηγμένα σε μια γκριμάτσα τρόμου. Η Κάντα ένιωσε το ανάριο εκείνο σάλιο στο στόμα της που σήμαινε ότι θα ξεράσει. Γύρισε να τσιρίξει της Ολυμπίας, που ερχότανε πίσω από τις γίδες. Τότε είδε άλλο ένα κουφάρι, μια κοπελίτσα πεσμένη με το κεφάλι στον ώμο σαν να κοιμόταν, το φωτοστέφανο των κυματιστών μαλλιών της στραφτάλιζε μπακίρι στο φως του ήλιου, το δέρμα της ακόμη αχνορόδινο. Έμοιαζε με κοιμισμένο παιδί, και η Κάντα αθέλητα άπλωσε το χέρι και την άγγιξε στο μάγουλο, οπότε τίναξε το χέρι της πίσω. Το κορμί ήτανε ζεστό. Ξανάβρε τη φωνή της. «Ολυμπία! Ολυμπία!» σκλήρισε. Μόλις η φιλενάδα της έφτασε αρκετά κοντά και είδε τα δυο κορμιά άρχισε να τσιρίζει και κείνη, όμως η Κάντα είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία της. Κουκούβισε πάνω από το κορμί της μικρής. «Σσσ!» ψιθύρισε στην Ολυμπία. «Αυτή είναι πεθαμένη αλλά η κόρη της ζει ακόμα! Πρέπει να τη βοηθήσουμε». Ένα θρόισμα στα κοντινά χαμόκλαδα έκαμε και τις δυο να γυρίσουν με μια τσιρίδα. Δυο άντρες που κρύβονταν εκεί σηκώθηκαν αργά, τα τουφέκια τους σημάδευαν την Κάντα και την Ολυμπία. Δίχως λέξη κούνησαν τις κάννες των όπλων γνέφοντάς τους να φύγουν. Η Κάντα ανασηκώθηκε νιώθοντας ακόμα τη ζεστασιά από το μάγουλο της κοπέλας στ’ ακροδάχτυλά της. Κοίταξε την Ολυμπία, έπειτα και τα δυο κορίτσια όρμησαν για το σπίτι τους, σα να τα κυνηγούσαν, ξεχνώντας ολότελα τα ζωντανά που έβοσκαν παρακάτω. Μόλις έστριψαν, άκουσαν μια τουφεκιά……
Επιχείρηση Πέργαμος. Η κωδική ονομασία που διάλεξαν οι κυβερνητικές δυνάμεις για την προσεκτικά σχεδιασμένη επίθεσή τους στην «άπαρτη» Μουργκάνα ήταν «Πέργαμος», (μια αρχαία ελληνική πόλη στη Μικρά Ασία όπου οι Έλληνες είχαν νικήσει τους Τούρκους στα 1919 υπό τήν ηγεσία τότε, του Ελευθερίου Βενιζέλου). Τώρα, επτά τάγματα της κυβερνητικής Ογδόης Μεραρχίας, περίπου 3.500 άντρες, ανέλαβαν την Επιχείρηση Πέργαμος. Επιτέθηκαν σε πέντε τάγματα ανταρτών συνολικής δύναμης 850 – 950 ανδρών οπύ είχαν επί κεφαλής τον υποστράτηγο Κώστα Καλλιανέση. Η επιχείρηση άρχισε στις 28 Φεβρουαρίου και τελείωσε στις 6 Μαρτίου με αποτυχία….
Μερικές δεκάδες φαντάροι μέσα στην Πόβλα προσπάθησαν να καταφύγουν στην εκκλησία του χωριού και κει τους έπιασε ο λόχος του Χαρίση Σδράβου. Ο Σδράβος πίστευε πως δεν πρέπει να πιάνονται αιχμάλωτοι. Αράδιασε τους φαντάρους μέσα στην εκκλησία και έναν έναν με τη σειρά τον μαχαίρωνε ωσότου το δάπεδο βάφτηκε στο αίμα….
Μόλις η Ελένη είδε το πρόσωπο του δεμένου φαντάρου μια ανατριχίλα έτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. Ήταν το ίδιο παλικάρι που είχε δει στην αυλή της. Ο δικαστής με την αλησμόνητη φωνή ανάγγειλε πως οι Λιώτες θα παρακολουθούσαν τώρα την απονομή της λαϊκής δικαιοσύνης. Ετούτος ο προδότης, που είχε συλληφθεί μέσα στα σύνορα του χωριού μετά την αποτυχημένη επίθεση των φασιστών, θα περνούσε από λαϊκό δικαστήριο. Κανένας δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται. Οι Λιώτες δεν είχανε ξαναδεί δίκη άλλοτε, και δεν είχανε ιδέα τι ρόλο έπαιζε ο καθένας αντίκρυ τους— εκτός από τον αιχμάλωτο. Ο ψηλός που φαινόταν πως διευθύνει διάβασε από ‘να φύλλο χαρτί τα εγκλήματα του κατηγορουμένου. Κατόπιν γύρισε στο δεμένο φαντάρο κι άρχισε να του υποβάλει ερωτήσεις, το παλικάρι του απαντούσε δισταχτικά, σαν φοιτητής που προσπαθεί να περάσει τις εξετάσεις αδιάβαστος. Τον κατηγορούσαν πως είχε προδώσει την Ελλάδα και το λαό της στα πέντε τελευταία χρόνια, πρώτα ως μέλος των αντάρτικων δυνάμεων του συνεργάτη των Γερμανών Ζέρβα στη διάρκεια της κατοχής και τώρα ως στρατιώτης του μοναρχοφασιστικού στρατού. «Είναι αλήθεια ότι πολέμησες με το Ζέρβα;» ρώτησε ο Κατής (δικαστής στά αρβανίτικα). Ύστερα από μερικές ακόμα ερωτήσεις ο Κατής φάνηκε τελικά ικανοποιημένος. Παράτησε το χαρτί κι έγνεψε στους άλλους δυο, που σηκώθηκαν από τα καθίσματά τους και πήγανε μαζί του πίσω από το πελώριο πλατάνι στην άκρη της πλατείας. Ενώ σιγοψιθύριζαν συναμεταξύ τους, το ακροατήριο των χωριανών θωρούσε εξεταστικά τον κατηγορούμενο, που στριφογυρνούσε πάνω στην καρέκλα του κοιτώντας κατά τη μεριά που είχαν εξαφανιστεί οι τρεις δικαστές. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν σουδάριο και τα μαλλιά του κολλημένα τούφες τούφες στο κούτελό του. Η ανάσα του ακουγότανε κομμένη. Ύστερα από μερικά λεπτά οι τρεις δικαστές επιστρέψανε και ξανακάθισαν. Ο Κατής σηκώθηκε. «Το λαϊκό δικαστήριο έκρινε ότι αυτός ο προδότης είναι ένοχος», ανάγγειλε. «Καταδικάζεται εις θάνατον». Ακούστηκε ένας πάταγος καθώς ο φαντάρος άξαφνα έπεσε από την καρέκλα του, αναποδογυρίζοντάς τη…..
Ο πολιτικός επίτροπος της Μουργκάνας, ο Κώστας Κολιγιάννης, αντιλαμβανόταν πως οι νάρκες και οι αυξημένες σκοπιές δεν αρκούσαν για να εξασφαλίσουν την πλήρη «συνεργασία» των χωριανών του Λια. Αποφάσισε να εγκαταστήσει στο χωριό σταθμό πολιτοφυλακής όπως εκείνος που υπήρχε στο Μπαμπούρι. Του χρειαζόταν να βρεθεί ένα σπίτι αρκετά ευρύχωρο, ώστε να υπάρχουν το γραφείο της πολιτοφυλακής, δωμάτια για τις ανακρίσεις κι ένα σίγουρο κατώι για κρατητήριο. Το μόνο αρκετά μεγάλο σπίτι του Λια ήτανε της Αμερικάνας. Κάποιο πρωί στα μέσα Μαρτίου, η Ελένη άνοιξε την πόρτα της και είδε το Σωτήρη Δραπέτη να στέκεται απέξω. Ο Σωτήρης πληροφόρησε την Ελένη πως ο Δημοκρατικός Στρατός χρειαζόταν το σπίτι της για το νέο σταθμό της πολιτοφυλακής του. Είχε είκοσι τέσσερις ώρες διορία να βρει άλλη κατοικία για τη φαμελιά της….
Η δεκατετράχρονη Γλυκερία, που ήταν αδιόρθωτα περίεργη. Κάποιο ηλιόλουστο απομεσήμερο, όταν οι άλλοι έπαιρναν τον υπνάκο τους, γλίστρησε από τα περιβόλια πίσω από το παλιό τους σπίτι. Σκαρφαλώνοντας από τη μια πεζούλα στην άλλη, έφτασε ως το ξερολίθι που όριζε την κάτω μεριά του δικού τους περιβολιού και κοίταξε από πάνω βλέποντας την πιο απόμακρη από το μονοπάτι πλευρά. Ο αέρας ήτανε γλυκός έτσι που μοσκοβολούσανε οι αμυγδαλιές και η αύρα έφερε στ’ αυτιά της το ρυθμικό θρυμμάτισμα της γης, κάποιος έσκαβε. Όπως πρόβαλε το κεφάλι της ακόμα πιο ψηλά από τον τοίχο, η Γλυκερία είδε έναν αντάρτη μέσα σ’ ένα βαθύ λάκκο να φτυαρίζει χώμα. Στην άλλη άκρη του λάκκου στέκονταν δυο άντρες με τα χέρια τους πίσω. Σαν αστραπή το κορίτσι κατάλαβε τον πίνακα που αντίκριζε. Οι δεμένοι κρατούμενοι θα τουφεκίζονταν και ο αντάρτης έσκαβε τον τάφο τους μπρος στα μάτια τους. Κοίταξε τριγύρω και κατάλαβε γιατί το περιβόλι τους φαινόταν τόσο διαφορετικό, ήταν γεμάτο με ορθογώνια σχήματα από φρεσκοσκαμμένο χώμα —όλα τάφοι….
Μία νέα επιχείρηση ανελήφθη κατά της οχυράς τοποθεσίας της Μουργκάνας στις 30 Μαρτίου, υπό το κωδικό όνομα «Ιέραξ», παρά τις αντιρρήσεις αξιωματικών της VIII Μεραρχίας, που αντετίθεντο σε επιθέσεις εναντίον οχυρωμένων θέσεων που βρίσκονταν σε επαφή με τα σύνορα. Ομως ο Αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής Στρατηγός Βαν Φλητ, είχε αντίθετη γνώμη καί ο Αμερικάνος δέν δεχόταν αντιρρήσεις. Καί αυτή η επιχείρηση απέτυχε καί στοίχισε πολλούς νεκρούς στόν Ελληνικό Στρατό: 596 νεκροί καί τραυματίες καί 120 αιχμάλωτοι πού εκτελέστηκαν στό χωριό Τσαμαντά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: