Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Ελληική Ιστορία, εμφύλιος 19.

Φωτιά καί Τσεκούρι(3)

Διαβάζοντας τό αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» στόν «Δημοκρατικό Στρατό», παρατηρώ μέ θλίψη ότι ύστερα από εξήντα χρόνια, οι διεθνιστές παραμένουν αμετανόητοι, δογματικοί καί αρτηριοσκληρωτικοί. Ενώ ύστερα από απαίτησή τους, έχει παραγραφεί από τά σημερινά κείμενα ο όρος «Συμμοριτοπόλεμος», αυτοί επιμένουν νά ονομάζουν τούς τότε, (αλλά καί τούς σημερινούς αντιπάλους τους) μοναρχοφασίστες, αντίδραση καί άλλα σχετικά. Στούς αριστερούς αντάρτες δέν καταλογίζουν ούτε μισό παράπτωμα, αλλά μόνο ηρωϊκά κατορθώματα. Ηταν ήρωες, ήταν μάρτυρες, ήταν αγωνιστές, ήταν σωτήρες καί όοοολα τά έκαναν γιά τό δίκαιο του λαού!!! Οοοολα τά εκλήματα τά έκαναν οι Δεξιοί, οι αμερικανόδουλοι, οι φασίστες.
(Αυτός ο ναρκισισμός συνεχίζεται καί στίς μέρες μας. Οι Αριστεροί θεωρούν τούς εαυτούς τους προοδευτικούς, αγωνιστές, δημοκράτες, ενώ τούς αντιπάλους συντηρητικούς, φασίστες καί ακροδεξιούς. Αυτοί μέ τό 10% εκπροσωπούν τίς λαϊκές τάξεις καί πρέπει τό υπόλοιπο 90% νά αποδέχεται τίς υστερικές τους κραυγές στίς πορείες, τίς ψευτοκαταλήψεις, τούς βανδαλισμούς στά Πανεπιστήμια, τό κάψιμο των αυτοκινήτων καί τίς ψευτοαπεργίες. Οι εκλογές, καί η ετυμηγορία της πλειοψηφίας γι’ αυτούς είναι ασημαντότητες). Τό μακελάρη Στάλιν συνεχίζουν νά τόν θεωρούν Θεό τους καί τό καθεστώς του παράδεισο. Παραλογισμός μέχρι τρέλλας. Φυσικά ούτε υπάρχει περίπτωση νά τούς πρόδωσε καί νά τούς χρησιμοποίησε γιά τά δικά του σχέδια. Τό μοίρασμα του κόσμου δέν τό πληροφορήθηκαν καί τό ότι δέν έστειλε ούτε μισό φυσίγγι τό ερμηνεύουν ως εξής:«Η Σοβιετική Ενωση υπήρξε προσεκτική απέναντι στο ελληνικό ζήτημα και απέφευγε μια περισσότερο ανοιχτή και ενεργό ανάμειξη στο πλευρό του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, διότι πήγαινε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ουσιαστικά μόνη, χωρίς διεθνή ερείσματα, πέρα των λαϊκών κινημάτων στη Δύση, και με στόχο να διαφυλάξει μια σειρά ευάλωτες κατακτήσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.» Εμμέσως βέβαια αποδέχονται ΟΤΙ ΘΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ!!!!
Μάλιστα δέν ντρέπονται να μαρτυρήσουν καί τή συμμετοχή στόν εμφύλιο νοτιοσλάβων (σημερινών σκοπιανών). «Στα τμήματά μας έφθασαν νέες δυνάμεις, από την περιοχή των σλαβομακεδονικών χωριών πού μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα. Οι χωρικοί ακούγοντας ξένη διάλεκτο, νόμισαν ότι ήταν Διεθνείς Ταξιαρχίες….» Γιατί πολεμούσαν οι σλάβοι, σύντροφοι; Γιά τό σοσιαλισμό; Ή γιά νά αρπάξει ο σύντροφος Τίτο τή Μακεδονία; Καί οι ξεδιάντροποι, μόνο όταν τούς παράτησε ο Τίτο θά δήλωναν, πάντα σύμφωνα μέ τόν Ριζοσπάστη: 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ (Οκτώβρης 1949): «Το κόμμα πρέπει να φυλάξει και να δυναμώσει παραπέρα τους δεσμούς ανάμεσα στον ελληνικό και σλαβομακεδονικό λαό, που σφυρηλατήθηκαν μέσα στον κοινό σκληρό αγώνα. Η πάλη ενάντια στην καταπίεση των Σλαβομακεδόνων, η πάλη για την ισοτιμία τους, η αναγνώριση του δικαιώματος να ζούνε λεύτεροι και αφέντες στην πατρική τους γη, δένει τους Μακεδόνες με τους Έλληνες και εμποδίζει τα κατακτητικά σχέδια του Τίτο εναντίον της ελληνικής Μακεδονίας.» Δηλαδή άλλος λαός οι Μακεδόνες (Σλάβοι) καί άλλος οι Ελληνες, αλλά επειδή ο Τίτο τώρα έγινε κακός, δέν πρέπει να πάρει την Ελληνική Μακεδονία. Αν όμως συνέχιζε νά στέλνει σφαιρούλες τότε θά ήταν καλός καί θά του άξιζε η Ελληνική Μακεδονία. Μπράβο σας παιδιά. Μοιράστε τα όλα. Μην αφήσετε τίποτα. Νά κάνετε παρέα μέ τη Μπακογιάννη καί τό Γιωργάκη και νά τά μοιράστε όλα: Μακεδονία, Θράκη, Αιγαίο, Ηπειρο, Κύπρο. Ελπίζω νά μας αφήσετε τουλάχιστον τό Μοριά καί τή Ρούμελη.
Σέ κάποια σελίδα ο «Ριζοσπάστης» αναφέρει τούς ήρωες του «Δημοκρατικού Στρατού», Καπετάν Πετρίτη καί Σπύρο Σκέβη. Τούς αγωνιστές γιά τή Δημοκρατία καί τή Λαοκρατία. Αυτούς όμως τούς έζησε από κοντά, στό χωριό του τόν Λιά Φιλιατρών, ο Νίκος Γκατζογιάννης (Nicholas Gage) καί ιδού πως περιγράφει τά κατορθώματα καί τούς αγώνες τους γιά τήν …εργατική τάξη:
14 Νοεμβρίου 1943. Μεσάνυχτα, ένας αγγελιαφόρος ξύπνησε στο σχολείο του Λια τον ταγματάρχη Σαράντη, το διοικητή του ΕΔΕΣ, με το μήνυμα πως ο ΕΛΑΣ ετοιμαζόταν να επιτεθεί. Καθώς τα πολυβόλα του ΕΛΑΣ άρχισαν να γαζώνουν το χωριό, ο ταγματάρχης Σαράντης και οι άντρες του εξαφανίστηκαν προς τη μεριά της Κεραμίτσας….
Το άλλο πρωί οι Γκατζογιανναίοι και οι υπόλοιποι Λιώτες ξυπνώντας διαπίστωσαν πως ο ΕΛΑΣ είχε ανακαταλάβει το χωριό, ο λόχος του Σπύρου Σκεύη είχε ενισχυθεί με κάμποσες εκατοντάδες Ελασίτες που δεν τους είχανε ξαναδεί ποτέ. Ξέσπασε η χαρά που οι ντόπιοι αντάρτες είχαν επιστρέψει, αλλά γρήγορα γύρισε σε φόβο, μόλις μαθεύτηκε πως οι αντάρτες συλλαμβάνανε όσους υποψιάζονταν για οπαδούς του ΕΔΕΣ. Ο πρώτος που πιάστηκε ήταν ο δεκαοχτάχρονος Βασίλης Στράτης, ο μικρότερος αδερφός του Μηνά, του δάσκαλου. Η μάνα του θρηνούσε καθώς παίρνανε από το σπίτι της το δεύτερο γιο που έχανε μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο. Ο παππούς μου, Κίτσος Χαϊδής κινούσε για το μύλο του όταν έφτασαν στο κατώφλι του δυο άγνωστοι Ελασίτες. Μόλις τον πιάσανε άρχισε να φωνάζει πως κάνανε λάθος: κάποιον άλλο θα γυρεύανε. «Δεν έκανα τίποτα και ανιψιός μου είναι ο Κώστας Χαϊδής, ο υπεύθυνος εδώ!» φώναζε….
Η πλατεία του χωριού ήταν πλημμυρισμένη αντάρτες, κάποιοι με άγνωστες στολές, όλοι με δίκοχα και οπλισμένοι. Ο Κίτσος μάταια έψαχνε για κάποια γνώριμη φάτσα όπως τον τραβούσαν κατά το σχολείο. Το σχολείο είχε δύο τάξεις και δύο μικρότερα γραφεία με βρώμικο σταχτοπράσινο χρώμα. Έριξαν τον Κίτσο σ’ ένα από τα μικρά δωμάτια, που ήταν γεμάτο με καμιά εικοσπενταριά κρατουμένους. Ήταν εκεί άλλοι τρεις από το Λια: ο Βασίλης Στράτης, ο βαγενάς Βασίλης Νίκου και ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ένας γέρος σαν κουκουβάγια που περπατούσε με δυο μπαστούνια, γιατί είχε γεννηθεί με παραμορφωμένα πόδια. Όπως τον Κίτσο, τους θεωρούσαν όλους βασιλικούς. Αναγνώρισε εκεί τουλάχιστον καμιά δεκαριά από το Μπαμπούρι, και καθώς προχωρούσε το απόγεμα έριξαν στο δωμάτιο κι άλλους κρατουμένους από τον Τσαμαντά, γεμίζοντάς το τόσο ασφυχτικά, που δεν εύρισκες τόπο να σταθείς, άσε πια να καθίσεις.
Μόλις πιάσανε τον Κίτσο, η γυναίκα του ανηφόρισε τη βουνοπλαγιά να το πει της Ελένης. Το θέαμα της ανάστατης θωριάς της μάνας της ανάγκασε την Ελένη να κρατηθεί ήρεμη. Ήξερε πως εκτός από την ίδια δεν υπήρχε άλλος στην οικογένεια με αρκετή ετοιμότητα για να βοηθήσει τον πατέρα της. Ενώ καθησύχαζε τη μάνα της πως θα είναι λάθος, πάσχιζε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Μοναδική της ελπίδα ήταν ο ξάδερφός της ο Κώστας Χαϊδής. Ασχέτως τι σκεφτόταν γι’ αυτόν η Ελένη, ο πολιτικός υπεύθυνος δε θ’ άφηνε τον ΕΛΑΣ να φυλακίσει τον μπάρμπα του ή και τίποτα χειρότερο.
Η Ελένη έτρεξε στην πλατεία του χωριού, όπου ο Κώστας είχε επιτάξει ένα από τα σπίτια για γραφείο του. Ήταν έτοιμη να ταπεινωθεί και να παρακαλέσει, αλλά όταν μήνυσε μ’ ένα φρουρό έξω από την πόρτα πως ήθελε να μιλήσει του ξαδέρφου της, εκείνος γύρισε και της είπε πως ο συναγωνιστής Χαϊδής ήτανε πολύ απασχολημένος, δεν μπορούσε να δει την κυρά Λένη. Ένιωσε το αίμα ν’ ανεβαίνει οργισμένο στο κεφάλι της, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγε ως το σχολείο στη νότια άκρη της πλατείας, όπου πλήθος γυναίκες και παιδιά είχαν συναχτεί εκεί και θρηνούσαν, παρακαλούσαν, να μάθουν νέα για τους κρατούμενους.
Οι θρήνοι τους αναστάτωσαν την Ελένη πιο πολύ απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί. Προσπάθησε να λογικευτεί: οι αντάρτες ήταν ντόπιοι, στο κάτω κάτω, δεν ήταν Γερμανοί. Προσπαθούσαν απλώς να τρομάξουν το χωριό, πιάνοντας παραδειγματικά εκείνους που είχαν δείξει συμπάθεια στο ΕΔΕΣ….
Οι κρατούμενοι στο δωματιάκι κάθονταν σιωπηλοί καθώς οι φρουροί τούς καλούσαν να βγούνε, ένας κάθε φορά. Άκουγαν από κει που βρίσκονταν τα ουρλιαχτά, ένας θρήνος που ανεβοκατέβαινε σαν μοιρολόγι, σημαδεμένος από τον πνιχτό γδούπο του ξύλου που χτυπάει τη σάρκα. Κάθε φορά που έπαιρναν ένα κρατούμενο από το δωμάτιο, οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι κλείνονταν πιο πολύ στον εαυτό τους, αποφεύγοντας τα μάτια των άλλων. Η Ελένη έτρεξε κατευθείαν από τη ρεματιά κάτω στο σπίτι του θειου της του Γιώργου Χαϊδή, πατέρα του Κώστα, του υπεύθυνου. Όταν του ‘πε πως οι Ελασίτες είχανε πιάσει τον πατέρα της, ο γέρος έφτυσε στη λάσπη. «Παλιό Κώστα!» ανέκραξε. «Μιλάει για καινούργια Ελλάδα, μα εγώ του το ‘λεγα πως θα καταλήξει εκεί. «Σκάβεις με την αξίνα για νερό», του είπα, «και θ’ αναβρύσει αίμα!»». Η Ελένη κι ο μπάρμπας της ανηφορίσανε βιαστικοί την πλαγιά κατά την πλατεία του χωριού.
Οταν μπήκανε οι φύλακες και γνέψανε στο Βασίλη Στράτη, οι υπόλοιποι στο δωμάτιο αφήσανε αθέλητα ένα στεναγμό ανακούφισης. Ο Βασίλης διαπίστωσε πως τα πόδια του δεν τον βαστούσανε. Τον έσυραν από ‘να σκοτεινό διάδρομο στο γραφειάκι της δυτικής πλευράς. Οι φρουροί έσπρωξαν την πόρτα. Το πρώτο πράμα που είδε το παλικάρι ήταν ο σακάτης ο Μπουκουβάλας διπλωμένος σαν έμβρυο στο πάτωμα. Τα στραβοπόδαρά του ήτανε ξυπόλυτα, αλλά ο Βασίλης είδε πως ήτανε απείραχτα, τα κανιά του παραήτανε στραβά για να τα πιάσει ο φάλαγγας, και απογοητευμένοι οι αντάρτες είχανε δείρει το γέρο σε όλο του το κορμί πόντο πόντο. Τώρα ήτανε κουλουριασμένος στο πλάι και μούγκριζε άναρθρα. Η μπόχα από αίμα και σκατά χτύπησε τη μύτη του Βασίλη. Αυτό ήταν το γραφείο του αδερφού του, όπου ο Μηνάς εκτελούσε και τα καθήκοντα του γραμματέα του χωριού και βοηθούσε τους αγράμματους Λιώτες να συμπληρώσουν τα επίσημα χαρτιά. Το σημαδεμένο με μολυβιές τραπέζι και οι φοριαμοί του ήταν γνώριμοι, όχι όμως και οι δύο αντάρτες αξιωματικοί που διαγράφονταν όρθιοι μπροστά στα βρώμικα παράθυρα. Σε μια γωνιά ήταν ένας σωρός ραβδιά και βέργες. Ο Βασίλης μισόκλεισε τα μάτια στο φως και τα χαρακτηριστικά των δύο αξιωματικών του ΕΛΑΣ ξεκαθάρισαν. Ο κοντός ήταν κοιλαράς με παμπόνηρη μούρη αλεπούς. Ο Βασίλης τον αναγνώρισε, ήταν κάποιος δάσκαλος από τη Ζίτσα, ο Πολυχρόνης Βάης, που ήταν μαζί με το Μηνά Στράτη στην παιδαγωγική ακαδημία και αργότερα έγινε διαβόητος πολεμώντας στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Καπετάν Πετρίτης. Ένα λούστρο πολιτισμένης ευρυμάθειας κάλυπτε την κτηνώδη φύση του. Αργότερα οι Γκατζογιανναίοι θα γνώριζαν καλά τον Πετρίτη.
Ο Βασίλης Στράτης πρόσεχε να μη δείξει πως είχε αναγνωρίσει τον αξιωματικό, γιατί ήξερε πως αυτό μπορούσε να του στοιχίσει τη ζωή. Ο Πετρίτης άρχισε υποβάλλοντάς του ερωτήσεις σε τόνο κουβεντιαστό, το χαμόγελό του αποκάλυπτε ένα δόντι χρυσό. Ζητούσε τα ονόματα των οπαδών του ΕΔΕΣ και ιδιαιτέρως τα κατατόπια του αδερφού του Βασίλη, του Μηνά, δίχως στιγμή να αναφερθεί και αγνοώντας παντελώς τον κουβαριασμένο Μπουκουβάλα που βογκούσε στο πάτωμα. Όταν ο Βασίλης μουρμούρισε πως δεν είχε ιδέα που κρυβόταν ο Μηνάς, ο Πετρίτης έγνεψε στον άλλο αντάρτη, που βγήκε μπροστά. ΤΟΝ ΑΡΠΑΞΑΝΕ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΥΓΙΣΑΝ ΩΣ ΚΑΤΩ, ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΤΗ ΡΑΧΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΑΪΔΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΣΤΕΙΛΙΑΡΙ ΧΟΝΤΡΟ ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΠΟ ΤΟΥ. Από ένστικτο ο Βασίλης έβαλε τα χέρια του πίσω, και το στειλιάρι του άνοιξε μια πληγή εφτά – οχτώ πόντους, που άρχισε να στάζει αίμα στο πάτωμα. Τα χτυπήματα έπεφταν με ρυθμό ασίγαστο, ενώ ο Βασίλης ένιωθε τα κόκαλά του να τσακίζονται.
Μετά το στειλιάρι ήρθε η ώρα του φάλαγγα. Μπήκανε δυο οπλισμένοι φρουροί για να κρατήσουνε τα πόδια του λυγισμένα ανάμεσα στον αορτήρα και στην κάννη ενός τουφεκιού, ενώ οι αξιωματικοί κοπανούσανε τα ρόπαλά τους πάνω στις πατούσες του. Όταν ο Βασίλης κουλουριάστηκε στο πάτωμα, ο Πετρίτης τον κλώτσησε κατάμουτρα, γεμίζοντας το στόμα του με χώμα, δόντια κι αίμα. Το παλικάρι δεν είχε ακόμη χάσει τις αισθήσεις του όταν οι αξιωματικοί του είπαν πως θα του ‘διναν άλλη μια ευκαιρία να θυμηθεί που κρυβότανε ο αδερφός του και τον πέταξαν με κλωτσιές σε μια γωνιά πλάι στον Μπουκουβάλα. Είδε την πόρτα ανοιχτή, και τον Κίτσο Χαϊδή, όρθιο εκεί να τον κρατάνε γερά δυο φρουροί. Ο Πετρίτης άφησε τον Κίτσο να δει καλά, μετά έγνεψε στους φρουρούς να σύρουν έξω τα δυο ψόφια κορμιά. Τους πέταξαν σε μια από τις μεγάλες τάξεις και όπως έπεφταν ανάμεσα σε άλλους δαρμένους, ο Βασίλης είδε πλάι του κάποιο νεαρό, το Δημήτρη Κυράτση, που ο πατέρας του είχε παντοπωλείο στον Τσαμαντά. Το πρόσωπό του ήτανε σταχτί κι από τα ρουθούνια του κυλούσε αίμα. Πάνω από τ’ αριστερό του φρύδι ο Βασίλης είδε την τρύπα μιας πληγής, σαν από καρφί. Εκείνη τη νύχτα ο νεαρός Κυράτσης εξαφανίστηκε από το σχολείο και οι δικοί του δεν έμαθαν ποτέ τι απόγινε.
Η Ελένη και ο Γιώργος Χαϊδής σπρώχνοντας διάβηκαν μέσα από τον κόσμο έξω από το γραφείο του Κώστα Χαϊδή. Ο Γιώργος επέμενε τόσο φωναχτά να δει το γιο του, ώστε οι φρουροί τελικά τον άφησαν να περάσει, κράτησαν όμως την Ελένη να περιμένει απ’ έξω. Όταν ξαναβγήκε ο γέρος έγερνε βαριά στη μαγκούρα του, το κεφάλι του ήτανε σκυφτό. «Μίλησα στον Κώστα», είπε απότομα. «Του είπα πως αν πάθει τίποτα ο αδερφός μου, θα τον ξεγράψω από γιο μου.»…..
Καθώς ο ήλιος αφάνιζε την ομίχλη, πλήθος οι χωριανοί άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το σχολείο. Ως το μεσημέρι όλοι σχεδόν οι Λιώτες είχανε συναχθεί. Ο αριθμός και η σιωπή τους τρομάξανε τους αντάρτες που στέκονταν μπροστά στην πόρτα. Οι χωριανοί και οι αντάρτες ανταλλάξανε ματιές, οι ανάσες τους ανέβαιναν σαν καπνός στην παγωμένη ατμόσφαιρα, ωσότου άξαφνα τρομαχτικές ομαδικές κραυγές πόνου ξεσπάσανε από τη δυτική τάξη του σχολείου, όπου οι αξιωματικοί είχαν ορμήσει μέσα στο σωρό των κρατουμένων και ΤΟΥΣ ΧΤΥΠΟΥΣΑΝ ΜΕ ΤΑ ΣΤΕΙΛΙΑΡΙΑ ΚΟΠΑΝΩΝΤΑΣ ΣΑΝ ΘΕΡΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΑΛΩΝΙΖΟΥΝΑ ΤΟ ΣΤΑΡΙ, τη μάζα των κεφαλιών, των χεριών και των ποδιών που σφάδαζαν. Μια ανατριχίλα διαπέρασε τον κόσμο απ’ έξω. ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΔΥΝΑΤΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ ΥΨΩΝΟΝΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, ΟΙ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΑΠ’ ΕΞΩ, ΜΕ ΕΝΑ ΠΡΟΣΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ, ΑΡΧΙΣΑΝΕ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ. Στην αρχή οι φωνές τους ήταν φάλτσες και δισταχτικές, όμως με τ’ αγέρωχα λόγια η αυτοπεποίθησή τους μεγάλωσε, ώσπου στεντόρεια ανακράζανε τους στίχους και βροντούσανε τα πόδια στο ρυθμό.
Με το ντουφέκι μου στον ώμο,
σε πόλεις, ράχες και βουνά
της λευτεριάς ανοίγω δρόμο
τον στρώνω βάγια και περνά.
Εμπρός ΕΛΑΣ, για την Ελλάδα!
Το Δίκιο και τη Λευτεριά!
Ως εκείνη τη μέρα, οι χωριανοί έσμιγαν και τις δικές τους φωνές, ενωμένοι με τους αντάρτες στη λαχτάρα τους για τη λευτεριά και στο μίσος τους για τούς Γερμανούς. Τώρα στα λόγια ακουγόταν κάποιο καινούριο μήνυμα. Οι οιμωγές των κρατουμένων δημιουργούσαν μια τρομερή κακοφωνία. Οι σιωπηλοί χωριάτες θωρούσανε τους αντάρτες δύσπιστα, αναρωτιούνταν πώς τα όμορφα λόγια του Προκόπη Σκεύη είχανε γεννήσει ετούτη τη φριχτή χορωδία. Ανάμεσα στα έντρομα πρόσωπα τα στραμμένα προς τους αντάρτες, που χαμογελούσανε τώρα στανικά όπως ξεφωνίζανε τα λόγια, ήταν και η Ελένη Γκατζογιάννη. Ένιωθε στο πετσί της ν’ ανασηκώνονται οι τρίχες καθώς άκουγε τους ολολυγμούς, διαβολικό αντίφωνο στο εμβατήριο.
Οι κραυγές μέσα στο σχολείο σταμάτησαν απότομα και λίγο λίγο έσβησε το αντάρτικο τραγούδι. Η πόρτα άνοιξε αργά και οι φρουροί παραμέρισαν. Στο κατώφλι στέκονταν οι τέσσερις κρατούμενοι από το Λια, μισοκλείνοντας τα μάτια τους. Ακούστηκε ένας βόγκος καθώς οι χωριανοί αντίκρισαν τι τους είχανε κάνει. Πρώτος ήταν ο Βασίλης Στράτης, κρατώντας στα χέρια τα παπούτσια του, γιατί τα πόδια του ήτανε τουμπανιασμένα διπλάσια από το κανονικό. Παραπάτησε, ύστερα κουτρουβάλησε τα τέσσερα σκαλοπάτια ως το έδαφος. Κανένας δε σάλεψε να τον πιάσει. Το μόνο που ακούστηκε ήτανε ο γδούπος του κορμιού του, όπως χτυπούσε στο κάθε σκαλί….
Μόνον οι τέσσερις κρατούμενοι από το Λια απολύθηκαν. Άλλους είκοσι ένα άντρες από γειτονικά χωριά τους κράτησαν στο σχολείο μια βδομάδα ακόμη, κατόπιν τους κουβαλήσανε οχτώ ημέρες ποδαρόδρομο σ’ ένα χωριό της δυτικής Μακεδονίας, όπου τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Δύο από αυτούς, έναν αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού που πολεμούσε στον ΕΔΕΣ, κι ένα δάσκαλο από το Γιρομέρι, τους ξεχωρίσανε και τους τουφεκίσανε έξω από το Λια….
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: